Πολύ μεγάλη κουβέντα γίνεται προεκλογικά για την ανάγκη η χώρα να αλλάξει ή μάλλον να βρει παραγωγικό μοντέλο καθώς πέρα από την δίνη της ύφεσης και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας στην οποία περιήλθε, είναι ανάγκη να βρει νέο βηματισμό στην έντονα ανταγωνιστική και παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Η χώρα απώλεσε τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες όχι τόσο λόγω του υπέρογκου δημόσιου τομέα ή των πελατειακών σχέσεων, αλλά κυρίως γιατί το πολιτικό της σύστημα αρνήθηκε να δει κατάματα την πραγματικότητα και να χαράξει μία εθνική στρατηγική κατά κλάδο και τομέα που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, τους φυσικούς της πόρους και κυρίως το υψηλής επιστημονικής στάθμης ανθρώπινο δυναμικό της.

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 1970 η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ της χώρας ήταν στο 17,8%, του δευτερογενούς στο 30,1% και του τριτογενούς στο 52,1%. Το 1990 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 11% για τον πρωτογενή, 30,4% στο δευτερογενή και 58,6% για τον τριτογενή, ενώ το 2008 ήταν μόλις 75 για τον πρωτογενή, 23% και 70% αντίστοιχα για δευτερογενή και τριτογενή. Τη χρονιά δηλαδή που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οικονομία της Ελλάδας είχε μετατραπεί σε έντονα μεταπρατική με διογκωμένο τον τριτογενή τομέα της παροχής υπηρεσιών και συρρικνωμένους τους τομείς αυτού που ονομάζουμε πραγματική οικονομία, δηλαδή την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή. Κατά αντιστοιχία την ίδια χρονιά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, to 70% των νέων θέσεων εργασίας που άνοιξαν στη χώρα, αναφέρονταν σε επιχειρήσεις του λεκανοπεδίου της Αττικής…. Η μείωση του μεριδίου της μεταποίησης στο ΑΕΠ οφείλεται στο ότι περιορίστηκε ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας χωρίς η εξέλιξη να αντισταθμιστεί από την ανάπτυξη άλλων μεταποιητικών δραστηριοτήτων.

Ακόμη και η φούσκα των ακινήτων (χαρακτηριστικό συστημικής κρίσης όλων των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου με προεξάρχουσα την Ισπανία) συνέβαλε στο αναπτυχθεί κυρίως ο κλάδος των οικοδομικών υλικών έναντι π.χ. εκείνου των τροφίμων όπου η χώρα είχε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα λόγω γεωγραφικής θέσης (μεσογειακή διατροφή).

Ουσιαστικά, η Ελλάδα πέρασε στη φάση της αποβιομηχανοποίησης χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει της φάση της λεγόμενης βιομηχανοποίησης. Παράλληλα, η χώρα έπαψε να χαρακτηρίζεται αγροτική, παρά το γεγονός ότι απασχολεί το μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού της πληθυσμού στον πρωτογενή τομέα στην Ευρωζώνη (11%).

Το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων χειροτέρεψε με την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. Το έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου ξεπέρασε τα 2,1 δις ευρώ το 2004, κυρίως λόγω της εισαγωγής φθηνών ζωοκομικών προϊόντων και αδρά επιδοτούμενων από την ΚΑΠ από τις χώρες της κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.

Παρά τον πακτωλό επιδοτήσεων που εισέρρευσαν από κοινοτικούς πόρους στη χώρα τα τελευταία 31 χρόνια ελάχιστα από αυτά κατευθύνθηκαν στους τομείς της έρευνας, της τεχνολογία και της παραγωγής καινοτομικών προϊόντων παρά μόνο κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση κυρίως ευρωπαϊκών βιομηχανικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και οφείλουμε απλά να τα έχουμε στο νου τώρα που νομοτελειακά θα πρέπει να βρούμε την άκρη του νήματος για να ξαναγίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Η άλλη μεγάλη αλήθεια που οφείλουμε να γνωρίζουμε είναι πόσο επηρεάστηκε η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας από την εισαγωγή του ευρώ.