TO BHMA – THE PROJECT SYNDICATE

Η κρίση στην ευρωζώνη είναι απότοκος της επιμονής της Γαλλίας στο «ευρωπαϊκό σχέδιο», έναν πολιτικό στόχο ο οποίος ετέθη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν δυο κορυφαίοι Γάλλοι πολιτικοί, ο Ζαν Μονέ κι ο Ρομπέρ Σουμάν πρότειναν την δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

Οι δυο άντρες υποστήριζαν πως μια πολιτική ενοποίηση θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένας τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ η ενοποίηση αυτή θα έκανε την Γηραιά Ήπειρο εξίσου δυνατή με τις ΗΠΑ, παρέχοντας στη Γαλλία έναν σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποθέσεις. Η σκέψη αυτή οδήγησε το 1956 στην Συνθήκη της Ρώμης που ίδρυσε μια μικρή περιοχή ελεύθερου εμπορίου, η οποία μετεξελίχθη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Η ΕΟΚ είχε θετικές οικονομικές συνέπειες, όμως δεν μείωσε τις εθνικές αντιπαραθέσεις ούτε δημιούργησε πολιτική ομοιογένεια. Αυτό το στόχο είχε η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992: με το σύνθημα «Μια Αγορά, Ένα Νόμισμα», που λανσαρίστηκε το 1990 υπό την ηγεσία του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Ζακ Ντελόρ, προλείανε το έδαφος για την κυκλοφορία ενός ενιαίου νομίσματος το οποίο υποτίθεται ότι θα βοηθούσε αυτή την ενωμένη αγορά να λειτουργήσει καλύτερα.

Η Γερμανία – έχοντας μόλις επανενωθεί -, αντιστάθηκε στο ευρώ, υποστηρίζοντας πως πρώτα θα έπρεπε να επιτευχθεί μια πολιτική ενοποίηση. Ωστόσο, επειδή πολλά κράτη δεν θα δέχονταν κάτι τέτοιο, η απαίτηση της Γερμανίας έμοιαζε με κίνηση τακτικής, αρνούμενη να απαρνηθεί το νόμισμα της, το μάρκο, το σύμβολο της οικονομικής της δύναμης και ο παράγοντας της σταθερότητας των τιμών. Τελικά, αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει, μόνο όταν ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν έθεσε την αποδοχή του ενιαίου νομίσματος ως όρο για να στηρίξει η Γαλλία την επανένωση των δυο Γερμανιών.

Υπό γαλλική πίεση, η Συνθήκη του Μάαστριχτ απαιτούσε την είσοδο στην ευρωζώνη μόνο στα κράτη που το εθνικό τους χρέος ήταν λιγότερο από 60% του ΑΕΠ τους, ώστε να μπουν και χώρες που υπολείπονταν οικονομικά, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία. Οι οικονομολόγοι που ήταν υπέρ του ευρώ αγνόησαν τις προειδοποιήσεις όσων υποστήριζαν πως η επιβολή του ευρώ σε μια ντουζίνα ετερογενείς χώρες θα δημιουργούσε μια σειρά από σημαντικές επιπλοκές. Η ίδρυση της ευρωζώνης έριξε τα επιτόκια των περιφερειακών κρατών, οδηγώντας εύλογα τις κυβερνήσεις τους στον εξωτερικό δανεισμό για να καλύψουν τις υπέρογκες κυβερνητικές δαπάνες.

Αυτή η τακτική έλαβε τέλος το 2010, όταν η Ελλάδα παραδέχθηκε πως είχε πει ψέματα όσον αφορά στα ελλείμματα του προϋπολογισμού της και το εθνικό της χρέος. Κατά συνέπεια, τρεις μικρές χώρες (Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία) αποδέχτηκαν βοήθεια από το ΔΝΤ μαζί με την επιβολή επώδυνων μέτρων αυστηρής λιτότητας.

Οι συνθήκες σήμερα στην Ελλάδα είναι απελπιστικές κι ενδέχεται να οδηγήσουν μέχρι και στην έξοδό της από την ευρωζώνη, ενώ κι η Ισπανία διατρέχει παρόμοιο κίνδυνο, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των τραπεζών της και των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό των τοπικών κυβερνήσεων.

Η Ευρώπη οδηγείται λοιπόν προς μια γερμανικής εμπνεύσεως «δημοσιονομική ενοποίηση», μια κενή χειρονομία των κρατών-μελών της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους να προσποιηθούν πως κατευθύνονται προς μια πολιτική ενοποίηση.

Το «ευρωπαϊκό σχέδιο» που είχαν κατά νου οι δυο Γάλλοι πολιτικοί πριν από 70 χρόνια προφανώς απέτυχε κι αντί για τους δεσμούς φιλίας και το αίσθημα ενός κοινού στόχου, πλέον στην Ευρώπη υπάρχουν συγκρούσεις και αταξία.

Ο διεθνής ρόλος της Ε.Ε. συρρικνώνεται σταδιακά, με το πάλαι ποτέ G-5 να έχει μετατραπεί σε ένα διευρυμένο G-20, ενώ η Γερμανίδα Καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ θέτει συνεχώς νέους όρους στην ευρωζώνη και η φιλοδοξία της Γαλλίας να ηγηθεί της Ε.Ε. εξανεμίζεται.

Ακόμη κι αν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη διατηρήσουν το κοινό νόμισμα, θα είναι επειδή η έξοδος από το ευρώ θα είναι ιδιαιτέρως επώδυνη οικονομικά. Τώρα που αποκαλύφθηκε όλο το εύρος των αδυναμιών του ενιαίου νομίσματος, το ευρώ θα συνεχίσει να μας απασχολεί ως πηγή προβλημάτων παρά ως ένας δρόμος για την εδραίωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας.

*O Mάρτιν Φέλντσταϊν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ και τέως πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας των ΗΠΑ.