Η χθεσινή έκτακτη σύνοδος κορυφής είχε κάτι πολύ διαφορετικό από όσες είχαμε συνηθίσει τα δύο τελευταία χρόνια: δεν είχε μια «κεντρική γραμμή» προετοιμασμένη λίγες ώρες πριν μέσα από συνάντηση της γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ και του γάλλου προέδρου: ο Φρανσουά Ολάντ δεν τήρησε την «παράδοση» Σαρκοζί. Στην παρθενική του εμφάνιση στις Βρυξέλλες πήγε «κατευθείαν» κι όχι μέσω Βερολίνου, δηλαδή, χωρίς πρώτα να έχει περάσει από μια τέτοια συνάντηση…

Η συγκεκριμένη σύνοδος κορυφής είχε και μία άλλη ιδιαιτερότητα, άμεσα συνυφασμένη με την προηγούμενη: η Γερμανία είχε για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό να αντιμετωπίσει μια ατζέντα που δεν είχε θέσει η ίδια: αυτή των θεμάτων ανάπτυξης. Μπορεί αποφάσεις να μην ελήφθησαν, αλλά το δεδομένο είναι πλέον ξεκάθαρο: η γερμανική ηγεμονία αμφισβητείται πλέον ξεκάθαρα στην Ευρώπη. Και στο Βερολίνο το γνωρίζουν αυτό πάρα πολύ καλά: νιώθουν ήδη να ξεβολεύτηκαν από τον αυτοκρατορικό τους θώκο…

Είναι ξεκάθαρο ότι η ολοκληρωτική ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη πλέον αμφισβητείται έμπρακτα. Και αυτό είναι ένα γεγονός που επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα. Χθες, πριν από την έναρξη της συνόδου, η Ομοσπονδιακή Γερμανική Τράπεζα δημοσιοποιούσε έκθεσή της σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να γίνει απολύτως τίποτα άλλο για την Ελλάδα και ας χρεοκοπήσει να τελειώνει η ιστορία… Την ίδια ώρα, ο Φρανσουά Ολάντ, δήλωνε εκ νέου την υποστήριξή του στη χώρα και ζητούσε από τον ελληνικό λαό να του έχει εμπιστοσύνη.

Όμως, η νέα ευρωπαϊκή ισορροπία που τώρα διαμορφώνεται έγινε εμφανής και στο ίδιο το κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως «θα διασφαλίσουμε ότι τα ευρωπαϊκά ταμεία και εργαλεία θα κινητοποιηθούν προκειμένου να φέρουν την Ελλάδα στον δρόμο της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας».

Η γερμανική ηγεμονία τελειώνει στην Ευρώπη. Όπως πολύ μεγάλη μερίδα του γερμανικού Τύπου ήδη από προχθές σημειώνει, η Αγκελα Μέρκελ είναι πλέον όσο ποτέ απομονωμένη ανάμεσα στους εταίρους της και όχι μόνον: στην πραγματικότητα, η πολιτική της δεν έχει πλέον κανέναν σύμμαχο, από τους διεθνείς οργανισμούς, μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και από το Παρίσι μέχρι τη Μαδρίτη, όπως δεν έχει και κανέναν υπερασπιστή.

Το τέλος αυτής της ηγεμονίας δεν θα είναι μια υπόθεση στρωμένη με ροδοπέταλα. Τι θα κάνουν οι Γερμανοί; Θα τα ξεχάσουν όλα και θα προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα σα να μη συνέβη τίποτα; Ασφαλώς όχι. Θα παλέψουν και μάλιστα σκληρά. Εχουν και τη βούληση, έχουν και τη δύναμη. Όμως, δεν είναι πλέον μόνοι τους. Δεν καθορίζουν πια εκείνοι τα πάντα. Κι αυτό γεννά τεράστιες ελπίδες για την Ευρώπη και, ιδίως, για την Ελλάδα.

Για τη χώρα μας, οι συσχετισμοί έχουν μεταβληθεί άρδην το τελευταίο διάστημα. Η Ελλάδα έχει τώρα τη δυνατότητα να παλέψει με αξιώσεις για τη βελτίωση του μέλλοντός της. Φυσικά και πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, όπως οι πάντες της υπογραμμίζουν. Αυτό είναι δεδομένο. Όμως, πριν από έναν μήνα, κανείς δε μιλούσε για αυτά που ήδη χθες, από την πρώτη ημέρα με τις νέες ευρωπαϊκές ισορροπίες, αποτυπώθηκαν.

Οι «δεσμεύσεις» στις οποίες οι πάντες αναφέρονται, και ορθώς, δεν είναι πλέον ένα κλειστό σύνολο που δεν μπορεί τίποτα σε αυτό να αλλάξει. Ηδη η εκπεφρασμένη πλέον παράμετρος της ανάπτυξης αλλάζει αυτές τις δεσμεύσεις. Η Ελλάδα μπορεί να πατήσει πάνω σε αυτή, όπως μπορεί να κάνει και πολλά άλλα. Μπορεί να το παλέψει, ακριβώς επειδή έφτασε το τέλος μιας ακαμψίας που πίσω της κρυβόταν η γερμανική εθνικιστική πολιτική. Το Βερολίνο δεν είναι πια ο μόνος συνομιλητής μας… Οφείλουμε τώρα να αρχίσουμε να φέρνουμε αποτελέσματα, λ.χ. στις αποκρατικοποιήσεις, ή στα ενεργειακά όπου μπορούμε και πρέπει, έτσι κι αλλιώς, να το κάνουμε άμεσα: πόση σημασία θα έχει άραγε αν, ειδικά αυτή τη στιγμή, προχωρήσουμε σε αυτές τις κατευθύνσεις;

Η χώρα βγαίνει μέσα από το τούνελ της απελπισίας στο οποίο την είχε ωθήσει ο γερμανικός ηγεμονισμός. Πρέπει όμως να δείξει ότι πιστεύει στην ανάγκη να γίνει και η ίδια ένα πραγματικά ευρωπαϊκό κράτος το οποίο θέλει να μη ζει με δεκανίκια. Πρέπει να κάνει αυτά που ούτως ή άλλως είναι απολύτως αναγκαίο να γίνουν για να μην πεθάνει είτε εντός είτε εκτός Ευρώπης. Και μπορεί να τα κάνει, πολύ πιο εύκολα, τώρα που το καθεστώς της ασφυξίας ουσιαστικά υποχωρεί.

Το μέλλον μας είναι τώρα πολύ περισσότερο και πάλι στα χέρια μας απ’ ό,τι ήταν μέχρι χθες. Και είναι πολύ πιο ευοίωνο. Όμως χρειάζεται πολιτική. Και πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Συνεπώς, ο φανατισμός είναι σήμερα ο μέγας εχθρός μας. Από φανατισμό έχουμε μπόλικο κι από πολλές πλευρές: από πολιτική, όμως, τι κάνουμε; Η πρώτη διαπίστωση που οφείλουμε να κάνουμε σήμερα είναι ότι η θέση της Ελλάδας τις τελευταίες εβδομάδες, παρά τα όσα λέγονται, έχει ήδη αντικειμενικά βελτιωθεί.

Πρέπει να πιαστούμε από αυτή την αχτίδα φωτός και να παλέψουμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Τώρα, μπορούμε. Η Ευρώπη δεν είναι πια αυτό που ήταν μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες. Το πλαίσιο είναι διαφορετικό. Αλλωστε, αυτή η αλλαγή είναι αποτέλεσμα της έκφρασης της βούλησης δύο λαών: του γαλλικού και του ελληνικού. Ο γαλλικός είχε τη δύναμη να αμφισβητήσει τη γερμανική παντοκρατορία στην οποία ο πρώην πρόεδρός του είχε πλήρως υποταχθεί – και τον άλλαξε. Και ο ελληνικός, είχε τη δύναμη να οδηγήσει, μέσα από το αποτέλεσμα της ψήφου του σε διατυπώσεις σαν αυτή που ήδη αναφέρθηκε. Σήμερα, με την υποχώρηση της γερμανικής παντοκρατορίας, ο ευρωπαϊκός δρόμος της Ελλάδας έχει ανοίξει ξανά. Ας δείξουμε κι εμείς ότι το κατανοούμε και ας παλέψουμε να κερδίσουμε και πάλι το μέλλον μας. Οι προϋποθέσεις, πάντως, τώρα υπάρχουν.