ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ NEW YORK TIMES
Μερικές φορές είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί χρειαζόμαστε αυστηρή ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα – ειδικά σε μια εποχή κορεσμένη από την προπαγάνδα υπέρ των επιχειρήσεων και των αγορών. Συνεπώς, πρέπει πάντοτε να είμαστε ευγνώμονες όταν κάποιος υποστηρίζει τη ρύθμιση με επιχειρήματα πιο πειστικά και ευκολονόητα. Και αυτήν την εβδομάδα αυτό σημαίνει να τα βάλει με τον Τζέιμι Ντίμον και τον Μιτ Ρόμνι.
Θα επανέλθω σύντομα στα προβλήματα της JP Morgan Chase, της τράπεζας που διευθύνει ο Ντίμον. Πρώτα, αφήστε με να μιλήσω για τον Ρόμνι, οι παρατηρήσεις του οποίου είναι τόσο εκτός θέματος που στοιχειοθετούν μια διδακτική στιγμή.

Ιδού τι δήλωσε ο επίδοξος προεδρικός υποψήφιος των ρεπουμπλικανών για την απώλεια δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων της JP Morgan: «Αυτή ήταν μία απώλεια των μετόχων και των ιδιοκτητών της JP Morgan και με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί η Αμερική. Ορισμένοι βίωσαν μια απώλεια σε αυτή την περίπτωση εξαιτίας μιας κακής απόφασης. Παρεμπιπτόντως υπήρχε κάποιος ο οποίος είχε κέρδος».

Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτή τη δήλωση; Ας υποθέσουμε ότι κάποιος – ας πάρουμε τον Τζίμι Στούαρτ, στην ταινία «Μια υπέροχη ζωή»- διοικεί μία τράπεζα που δέχεται να καταθέσει και να επενδύσει τα χρήματα με διάφορους τρόπους. Και ας υποθέσουμε ότι μία από αυτές τις επενδύσεις αποτελεί ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα σε κάποιο περίπλοκο χρηματοπιστωτικό μέσο, με τον κύριο Πότερ, τον κακό πλουτοκράτη στην άλλη πλευρά.
Αν αποδώσει το στοίχημα του Στούαρτ, βρισκόμαστε στον κόσμο του Ρόμνι: εκείνος έχει κερδίσει χρήματα, ο Πότερ έχει χάσει χρήματα κι εκεί τελειώνει το πράγμα. Ας υποθέσουμε όμως ότι ο Στούαρτ έχει χάσει το στοίχημα. Αν το στοίχημα ήταν αρκετά μεγάλο, δεν έχει πια αρκετά περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει τους καταθέτες του. Η τράπεζά του καταρρέει, πιθανότατα σε μια χαοτική μαζική συρροή πελατών για ανάληψη των καταθέσεών τους που παρασύρει μαζί της ολόκληρη την οικονομία της πόλης ως παράπλευρη απώλεια. Ο Πότερ κερδίζει χρήματα από αυτό, αλλά και τι έγινε;
Το θέμα είναι ότι δεν είναι εντάξει για τις τράπεζες να παίρνουν ρίσκα που είναι αποδεκτά για άτομα, επειδή όταν οι τράπεζες παίρνουν πολλά ρίσκα θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρη την οικονομία – εκτός και αν περιμένουν ότι θα διασωθούν. Και η προοπτική τέτοιων διασώσεων, φυσικά, απλώς ενισχύει την υπόθεση ότι οι τράπεζες δεν θα έπρεπε να μπορούν να είναι ανεξέλεγκτες, εφόσον στην πραγματικότητα τζογάρουν με τα χρήματα των φορολογούμενων.
Παρεμπιπτόντως, πώς είναι δυνατόν να μην το καταλαβαίνει αυτό ο Ρόμνι; Ολόκληρη η υποψηφιότητά του έχει βασιστεί στον ισχυρισμό ότι η εμπειρία του να αποσπάει χρήματα από πιο προβληματικές επιχειρήσεις σημαίνει ότι θα ξέρει πώς να διοικήσει την οικονομία – κι όμως, όποτε μιλάει για οικονομική πολιτική, φαίνεται εντελώς ανίδεος.
Τέλος πάντων, εξυπακούεται ότι ο Τζέιμι Ντίμον δεν είναι ο Τζίμι Στούαρτ. Κατά κάποιον τρόπο όμως παίζει τον Στούαρτ στην τηλεόραση, ποζάροντας σαν υπεύθυνος τραπεζίτης που ξέρει να διαχειρίζεται κινδύνους. Στην πραγματικότητα ο Ντίμον λέει ότι ελέγχουμε την κατάσταση και δεν θα επαναληφθεί.
Τώρα βγαίνει η αλήθεια. Οτι η απώλεια πολλών εκατομμυρίων δολαρίων δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός, ήταν ένα ατύχημα που αναμενόταν να συμβεί. Διότι ακόμη και ενόσω ο Ντίμον έδινε μαθήματα τραπεζικής υπευθυνότητας, το δικό του ίδρυμα σώρευε τραπεζικούς κινδύνους.
Και πάλι το ζήτημα είναι ότι ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όπως η JP Morgan — μια τράπεζα πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει, για να αναφερθώ στο γεγονός ότι πρόκειται για μία τράπεζα οι καταθέσεις της οποίας ήδη είναι εγγυημένες από τους αμερικανούς φορολογούμενους- δεν θα έπρεπε καθόλου να εμπλέκεται σε τέτοιου είδους κερδοσκοπικές επενδύσεις. Και για αυτό πρέπει να επιστρέψουμε σε πολύ ισχυρότερες χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις, ισχυρότερες από τις ρυθμίσεις Ντοντ-Φρανκ που πέρασαν το 2010.
Θα λάβουμε τέτοιου είδους ρυθμίσεις; Προφανώς όχι αν κερδίσει ο Ρόμνι. Εκείνος θέλει να καταργήσει τις ρυθμίσεις Ντοντ-Φρανκ και σε γενικές γραμμές έχει ξεκαθαρίσει ότι θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να προετοιμάσει μία ακόμη χρηματοπιστωτική κρίση. Ακόμη και αν επανεκλεγεί ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, το να λάβουμε τις ρυθμίσεις που χρειαζόμαστε να απαιτήσει μεγάλο αγώνα. Οπως έδειξε όμως το φιάσκο του Ντίμον, αυτός ο αγώνας παραμένει πιο απαραίτητος από ποτέ.