Δύο πράγματα το επόμενο διάστημα θα είναι καταστρεπτικά για την ελληνική οικονομία και μάλιστα με ευρύτερες αρνητικές συνέπειες για τη χώρα: το πρώτο θα είναι η συνέχιση των συνταγών του μνημονίου, οι οποίες επί δύο χρόνια έχουν προκαλέσει μια πρωτοφανή ύφεση, έχουν εκτοξεύσει την ανεργία άνω του 20% και έχουν τροφοδοτήσει ένα κύμα απόρριψης και απαξίωσης για κάθε τι ευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό. Το δεύτερο θα είναι η μονομερής καταγγελία του, η οποία τώρα πλέον θα στερήσει τη χώρα από δυσεύρετες πηγές χρηματοδότησης και θα τη σπρώξει σε μια ανεξέλεγκτη περιπέτεια πτώχευσης και απομόνωσης με συνέπεια άλλη τόση ύφεση και ανεργία τα επόμενα χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση, η έξοδος από το ευρώ θα είναι το μικρότερο κακό σε σχέση με τα άλλα που θα ακολουθήσουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το καταστρεπτικό σενάριο δεν εκλαμβάνεται ως απειλή για όσους έχουν ήδη υποστεί ανελέητα το πρώτο, αλλά περισσότερο ως ευκαιρία να πάθουν κάτι και όσοι είτε θεωρούνται υπεύθυνοι για τη δική τους ζημιά είτε δεν ενδιαφέρθηκαν για να τη μετριάσουν. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι η αντίδραση φούντωσε χωρίς να έχουν γίνει σχεδόν καθόλου ουσιαστικές αναδιαρθρώσεις στον δημόσιο τομέα (με εξαίρεση το Ασφαλιστικό), σχεδόν καμία αποκρατικοποίηση ή κατάργηση άχρηστων οργανισμών.
Αντίθετα, πυροδοτήθηκε από την οριζόντια περικοπή μισθών που έβαλε στο ίδιο τσουβάλι άξιους εργαζομένους και κομματικά ρουσφέτια, από την ισοπέδωση συντάξεων είτε ήταν η μοναδική του ΙΚΑ είτε η δεύτερη και τρίτη χαριστική, από το μένος για την υπερφορολόγηση των ήδη φορολογουμένων λόγω της αδυναμίας των μηχανισμών ελέγχου (παρά την πρόσφατη μικρή πρόοδο). Εάν μάλιστα η τρόικα επιμείνει να επιβληθούν και νέα ισοπεδωτικά μέτρα, η ύφεση και η κοινωνική αντίδραση θα είναι τόσο έντονες που σύντομα θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια τη μεγάλη πλειονότητα στο δεύτερο σενάριο ως λύτρωση με οποιοδήποτε κόστος.
Η μοναδική διέξοδος για τη χώρα είναι να καταστρωθεί ένα σχέδιο απαλλαγής από το μνημόνιο με βάση ένα πρόγραμμα άμεσης ανάπτυξης, επανεξέτασης των μέτρων και υλοποίησης πραγματικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώνουν την οικονομία και θα ανοίγουν νέες θέσεις απασχόλησης και όχι ανεργίας. Το πρώτο ερώτημα είναι αν κάτι τέτοιο είναι πλέον εφικτό και το δεύτερο αν το δεχθούν οι δανειστές μας. Να τα πάρουμε με τη σειρά.
Η ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει πια με εσωτερικά κεφάλαια γιατί πολλά έχουν διαφύγει στο εξωτερικό και όσα έχουν μείνει φοβούνται και δεν επενδύουν προτού επανέλθει η ρευστότητα στην αγορά και η ομαλότητα στην κοινωνία. Αρα η ανάπτυξη μπορεί να ξεκινήσει μόνο με πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αυξάνοντας θεαματικά τα Διαρθρωτικά Ταμεία και εκδίδοντας τα «ευρωομόλογα έργων» για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων, όπως επιτακτικά προτείνει ο Ολάντ. Εννοείται ότι η Ελλάδα για να συμμετάσχει στο πρότζεκτ πρέπει να παραμείνει στο ευρώ για να μπορεί να έχει συμμαχίες και να διαπραγματεύεται.
Ενα άλλο εργαλείο είναι η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών να μετατραπεί σε κανάλι μεταφοράς ρευστότητας στις επιχειρήσεις, που θα στηρίζονται όμως μόνο αν κάνουν επενδύσεις και ενισχύουν την απασχόληση. Ταυτόχρονα πρέπει να αίρονται σταδιακά τα ισοπεδωτικά μέτρα και παράλληλα να γίνονται αποτελεσματικές παρεμβάσεις εξοικονόμησης δαπανών, αύξησης εσόδων από αδικαιολόγητα μη φορολογούμενους και από αποκρατικοποιήσεις. Ετσι θα επανέλθει σταδιακά η αξιοπιστία στην εσωτερική πολιτική της χώρας και οι υπαγορεύσεις της τρόικας θα φαντάζουν αυτό που πραγματικά ήταν ως τώρα, πρόχειρες και αποτυχημένες.
Εχοντας ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα μπορούσε η Ελλάδα ως το τέλος του χρόνου να απαιτήσει την απόσυρση του μνημονίου και να διαπραγματευτεί μια εσωτερική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς όμως πλέον το ΔΝΤ και τις υφεσιακές θεωρίες του. Τη συμφωνία αυτή δεν θα έχουν λόγο να την αρνηθούν οι σοβαροί πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης γιατί θα έχουν και αυτοί σημαντικά οφέλη: θα διασφαλίσουν ότι τα λεφτά που μας δάνεισαν θα επιστραφούν στους φορολογουμένους τους, θα αποφύγουν την τρικυμία του ευρώ από μια ελληνική χρεοκοπία και θα οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους όταν άλλες χώρες υποστούν τα ίδια.
Επιπλέον η συμφωνία αυτή τους επιτρέπει να διασφαλίσουν και τις δικές τους τράπεζες πολύ καλύτερα από το αν συνεχίσουν τις μονομερείς πιέσεις και εξωθήσουν την Ελλάδα εκτός ευρώ. Πώς θα συμβεί αυτό; Είναι απλό και αρκεί να δει κάποιος τα νούμερα. Τα ποσά της δανειακής βοήθειας για τη διετία 2013-2014 θα φτάνουν τα 55 δισ. ευρώ και κατά σύμπτωση τόσα περίπου θα είναι και τα ποσά που χρειάζονται την περίοδο 2013-2015 για την εξόφληση των δανείων μετά το PSI. Θα μπορούσε έτσι η δανειακή βοήθεια να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και απευθείας για την εξόφληση των λήξεων ομολόγων της τριετίας, χωρίς να υπεισέρχεται πλέον στο πρόγραμμα εσωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας και κατά συνέπεια δεν θα υπάρχει επιχείρημα για να υπαγορεύονται νέοι όροι και μέτρα.
Ολα αυτά είναι εφικτά από οικονομική άποψη, αγωνιωδώς απαραίτητα από κοινωνική και συμβατά με το πνεύμα διαπραγμάτευσης πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Θα ήταν ιστορική ατυχία για την Ελλάδα να μην προσπαθήσει να πετύχει μια τέτοια έκβαση τη στιγμή ακριβώς που η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί τα αδιέξοδα της προηγούμενης πολιτικής της και αντιλαμβάνεται ότι κάτι πρέπει να γίνει για να τα αλλάξει.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ