Το Βήμα, The Project Syndicate

Η κρίση στην ευρωζώνη αρχικά εξελίχθηκε ως κρίση δημοσίου χρέους κυρίως στη νότια περιφέρειά της, με τα επιτόκια στα κρατικά ομόλογα να φθάνουν κατά καιρούς το 6-7% για την Ιταλία και την Ισπανία, και ακόμη υψηλότερα για άλλες χώρες. Και επειδή οι τράπεζες της ευρωζώνης κατέχουν ένα σημαντικό μερίδιο κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, η κρίση δημοσίου χρέους έγινε δυνητικά τραπεζική κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από άλλες απώλειες των τραπεζών, όπως για παράδειγμα, η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων στην Ισπανία.

Έτσι, η μεγάλη πρόκληση στην επίλυση της κρίσης της ευρωζώνης είναι να μειώσει το βάρος του χρέους των κρατών του Νότου. Αν και συχνά δεν γίνεται εμφανές από τους τίτλους των εφημερίδων, ένας από τους υποκείμενους λόγους της κρίσης στην ευρωζώνη – και τώρα εμπόδιο για την ανάπτυξη στον Νότο – είναι οι αποκλίσεις στο κόστος παραγωγής που αναπτύχθηκε μεταξύ των κρατών της περιφέρειας, κυρίως στον Νότο (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) και στον Βορρά (απλουστευτικά στη Γερμανία) στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της εισαγωγής του ευρώ.

Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στις χώρες του Νότου αυξήθηκε κατά 36%, 28%, 30% και 25% αντιστοίχως, από το 2000 έως το 2010, σε σύγκριση με το 5% στη Γερμανία. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι ο λόγος του ονομαστικού μισθού ανά εργαζόμενο ως προς τον αριθμό των μονάδων προϊόντος ανά εργαζόμενο: αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να αντισταθμίσει την αύξηση των μισθών.

Η παραγωγικότητα δεν παρουσίασε μεγάλες διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών – μάλιστα, η μέση ετήσια ανάπτυξη της παραγωγικότητας ήταν μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία (1% έναντι 0,7%). Αλλά το εργατικό κόστος αυξήθηκε πολύ πιο γρήγορα στον Νότο, επιφέροντας ανισότητα στην αύξηση του κόστους, που όσο υπάρχει η νομισματική ένωση, δεν μπορεί να διορθωθεί με υποτίμηση.

Όσο επιμένει αυτή η εσωτερική απόκλιση, η κρίση του ευρώ δεν μπορεί να επιλυθεί επειδή τα ελλείμματα ή/και η αργή ανάπτυξη θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, διαιωνίζοντας τις ανησυχίες για το δημόσιο χρέος και τις εμπορικές τράπεζες. Σε αυτό το πλαίσιο – η ανάπτυξη της παραγωγικότητας – είτε μέσω τεχνολογικής προόδου, καλύτερης κατανομής των πόρων ή των παραγωγικών επενδύσεων – είναι το ίδιο σημαντική μεταβλητή για τις οικονομίες του Νότου όσο και η συγκράτηση των μισθών.

Φυσικά, ο υπερβολικός αποπληθωρισμός των μισθών θα έχει αρνητικά αποτελέσματα στην παραγωγικότητα. Το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό θα μεταναστεύσει και η υπερβολική λιτότητα, η μείωση των τιμών και η υψηλή ανεργία – και η μεγάλη πιθανότητα κοινωνικών αναταραχών – δεν προάγουν τις επενδύσεις, τις καινοτομίες ή την εργασιακή κινητικότητα. Παρομοίως, ενώ η μείωση της απασχόλησης είναι ένας τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, συνεπάγεται υψηλό μακροοικονομικό κόστος με όρους χαμένων εσόδων και υψηλών κοινωνικών δαπανών.

Για όλους αυτούς τους λόγους , η υπερβολική λιτότητα και ο αποπληθωρισμός μπορεί να καταστήσει αδύνατη την υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων» για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του Νότου. Η σωστή προσέγγιση πρέπει να συνδυάζει λογική συγκράτηση των μισθών και χαμηλό (αλλά όχι αρνητικό) πληθωρισμό με μέτρα μικροοικονομικής πολιτικής με στόχο την ενθάρρυνση της αύξησης της παραγωγικότητας.

Επιπλέον είναι ξεκάθαρο ότι οι βορειοευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να κλείσει αυτό το κενό στην ανταγωνιστικότητα πιο γρήγορα, ενθαρρύνοντας την αύξηση των μισθών. Μία προσομοίωση δείχνει ότι αν οι γερμανικοί μισθοί αυξάνονταν κατά 4% ετησίως αντί για 1,5% την περασμένη δεκαετία και αν η ετήσια ανάπτυξη της παραγωγής της Ισπανίας έφθανε το 2% (ήταν κοντά στο 0,7% και στις δύο χώρες), η Ισπανία θα μπορούσε να μειώσει την ανισότητα με τη Γερμανία στο μοναδιαίο κόστος εργασίας, με τους ισπανικούς μισθούς να αυξάνονται κατά 1,7% ετησίως.

Κοντολογίς, η εσωτερική ρύθμιση στην ευρωζώνη είναι αδύνατη χωρίς σημαντικό αποπληθωρισμό στον Νότο, δεδομένου ότι η παραγωγικότητα εκεί θα αυξάνεται, και χωρίς συγκρατημένη αύξηση των μισθών στον Βορρά. Αν ο Βορράς επιμείνει στη χαμηλή ανάπτυξη των μισθών της περιόδου 2000 – 2010, η εσωτερική ρύθμιση θα σημαίνει μεγάλη ανεργία και αποπληθωρισμό στον Νότο, κάτι που θα καταστήσει την επίτευξή της δύσκολη και ενδεχομένως πολιτικά αδύνατη.

* Ο Κεμάλ Ντερβίς, πρώην υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, είναι αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Brookings