Η επόμενη ημέρα των εκλογών μας βρίσκει μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα άσκηση. Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική, που θέλει την εξεύρεση των απαντήσεων να έπεται της διατύπωσης των ερωτημάτων, το προς επίλυση πρόβλημα σήμερα ακολουθεί την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Με δεδομένες δηλαδή τις απαντήσεις που έδωσε ο ελληνικός λαός με την ψήφο του, αναζητείται η διατύπωση των ερωτημάτων που αντιστοιχούν σ’ αυτές. Η άσκηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σ’ αυτήν κρύβεται το μήνυμα των εκλογών.
Η πρώτη απάντηση που αναμφίβολα αναζητεί την ερώτησή της αφορά στην αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί αν η ερώτηση ήταν μονοσήμαντη και σχετική με το κόμμα που οι ψηφοφόροι προτιμούν να κυβερνήσει, τότε η μη αυτοδυναμία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ανάγκη επανάληψης των εκλογών, μέχρις ότου να επιτευχθεί η πολυπόθητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν όμως ως ερώτημα τεθεί το είδος του πολιτικού συστήματος που οι ψηφοφόροι επιλέγουν, τότε η μη αυτοδυναμία, όπως και η αδυναμία σχηματισμού ακόμη και κυβέρνησης συνεργασίας από κόμματα προερχόμενα από όμορους πολιτικούς χώρους, οδηγεί στο γενικότερο πολιτικό συμπέρασμα της καταδίκης του πολιτικού συστήματος που στηρίχθηκε στον δικομματισμό, ως ενός συστήματος που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία της σημερινής κρίσης. Στην περίπτωση αυτή το μήνυμα των εκλογών παραπέμπει στο τέλος της εποχής της μεταπολίτευσης, μιας εποχής που συνδέθηκε με ένα κομματικό σύστημα που λειτούργησε ως θερμοκήπιο διαφθοράς και ως προθάλαμος για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας.
Η δεύτερη απάντηση που αναζητά ερώτηση, είναι αυτή της μη επανεκλογής πολλών γνωστών και με μακρά κοινοβουλευτική θητεία πολιτικών στελεχών. Κι αυτό γιατί ένα ερώτημα που αφορά απλώς στην αλαζονεία και την ιδιοτέλεια με την οποία τα συγκεκριμένα στελέχη πολιτεύτηκαν, ακούγεται αρκετά… συμπτωματικό και μάλλον ανεπαρκές για τα δεδομένα της σημερινής συγκυρίας. Η ερώτηση συνεπώς θα πρέπει να ήταν γενικότερη και να αναφέρονταν στην ανάγκη μιας ευρύτερης ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Με την έννοια αυτή οι πρόσφατες εκλογές κλείνουν την αυλαία μιας εποχής όπου η πολιτική αντιμετωπίστηκε ως… δια βίου επάγγελμα προνομιούχων, που συχνά μεταβιβάζεται και κληρονομείται.
Χωρίς ερώτημα όμως παραμένει και η ισχυρή παρουσία της «Χρυσής Αυγής» στη Βουλή. Κι αυτό γιατί αν θεωρηθεί ότι οι ψηφοφόροι της είχαν ερωτηθεί αν προσχωρούν στον φασισμό, τότε τα συμπεράσματα είναι πράγματι εξαιρετικά ανησυχητικά. Αν όμως η διατύπωση του ερωτήματος περιλάβει το κενό κρατικής φροντίδας, το οποίο ευφυώς ήρθε να καλύψει το συγκεκριμένο κόμμα, εμφανιζόμενο ως δύναμη εθελοντικής κοινωνικής προσφοράς προς τους πολίτες σε μια εποχή κρίσης, διάλυσης της κοινωνικής συνοχής και γι’ αυτό και ανασφάλειας, τότε τα πράγματα είναι αρκετά ελπιδοφόρα. Αφού στην περίπτωση αυτή υπάρχουν ακόμη περιθώρια αναστροφής αυτού του ζοφερού εκλογικού φαινομένου.
Αρκεί βεβαίως το πολιτικό σύστημα να αντιδράσει «έξυπνα» και να ασχοληθεί και με το αντίστροφο, από το συνηθισμένο μέχρι σήμερα, πρόβλημα. Μέχρι τότε όμως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι ψηφοφόροι να συνεχίσουν να παίρνουν… ανάποδες.

Ο κ. Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης