1)Τι γίνεται με την αυτοδυναμία, πως γίνεται να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση; θα προβαίνουμε κάθε φορά σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις;

A’ ΣΤΑΔΙΟ

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κόμμα στην βουλή το οποίο τεκμαίρεται ότι έχει την πλειοψηφία των Βουλευτών, το Σύνταγμα προβλέπει την λεγόμενη μειοψηφική διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης. Η διαδικασία αυτή έχει 3 στάδια στο τέλος των οποίων σχηματίζεται σε κάθε περίπτωση αντίστοιχη κυβέρνηση με τον συντονισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος. Το πρώτο στάδιο είναι η διαδικασία των διερευνητικών εντολών όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τον αρχηγό ή αυτόν που θα υποδείξει η κοινοβουλευτική ομάδα, του πρώτου κόμματος ή του συνασπισμού κομμάτων, και του παρέχει την εντολή να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Το τεκμήριο της εμπιστοσύνης της Βουλής

Η διασύνδεση της εμπιστοσύνης της Βουλής, τεκμαιρόμενης ή δηλουμένης, με τον διορισμό Κυβέρνησης αποτελεί την εκπλήρωση της Κοινοβουλευτικής Αρχής του Πολιτεύματος μας, με βάση την οποία η Βουλή νομιμοποιεί και ελέγχει την Κυβέρνηση. Όταν το Σύνταγμα στο άρθρο 37 παρ 2 αναφέρεται στο τεκμήριο εμπιστοσύνης της Βουλής, αυτό ανάγεται σε πρώιμη εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμα ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης. Άλλωστε η Βουλή συνέρχεται μέσα σε 15 ημέρες μετά τις εκλογές, το κρίσιμο αυτό δεκαπενθήμερο λαμβάνει χώρα ο διορισμός της κυβέρνησης, οπότε πρακτικά είναι αδύνατο να έχει ληφθεί ψήφος εμπιστοσύνης, εξ ου και απαιτεί το Σύνταγμα να τεκμαίρεται μια τέτοια δυνατότητα. Η εξακρίβωση του αν η προτεινόμενη από τους αρχηγούς των κομμάτων κυβέρνηση φέρει την εμπιστοσύνη της Βουλής, βρίσκεται στην διακριτική εξουσία του Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο μέσο και πληροφόρηση που του παρέχεται, όπως την δύναμη των κομμάτων στην επόμενη Βουλή, τις δηλώσεις των λοιπών αρχηγών στα ΜΜΕ, και τις δημόσιες δεσμεύσεις τους, έχοντας την δυνατότητα και να αρνηθεί μια πρόταση σχηματισμού.

Η εξωκοινοβουλευτική λύση

Αν δεν τελεσφορήσει η διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει την ίδια εντολή στον αρχηγό του δεύτερου κόμματος που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία, και αν πάλι δεν τελεσφορήσει, καταφεύγει στον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Αν δύο ή περισσότερα κόμματα ισοψηφούν στην πρώτη, δεύτερη ή τρίτη θέση τότε η εντολή δίνεται και στα δύο αυτά κόμματα, προηγείται όμως το νεώτερο κόμμα και συνολικά δίδονται μέχρι σε 4 εντολές. Οι αρχηγοί των κομμάτων που αναφέρουμε έχουν στην διάθεση τους μέχρι τρείς ημέρες στο τέλος των οποίων μπορούν είτε να επιστρέψουν την εντολή, είτε να προτείνουν κυβέρνηση με τους ίδιους ή και να υποδείξουν κάποιο άλλο, τρίτο πρόσωπο, για πρωθυπουργό. Συναφώς δεν είναι απίθανο στο στάδιο των διερευνητικών εντολών να προκύψει κυβέρνηση με πρωθυπουργό όχι αρχηγό κόμματος, αλλά κάποιον τρίτο εξωκοινοβουλευτικό, άλλωστε το Σύνταγμα ορίζει ότι Πρωθυπουργός μπορεί να οριστεί και μη Βουλευτής.

Β’ ΣΤΑΔΙΟ

Εφόσον όμως δεν τελεσφορήσουν όλες οι διερευνητικές εντολές τότε οδηγούμαστε στο 2 στάδιο της διαδικασίας ορισμού κυβέρνησης, αυτό της δημιουργίας Οικουμενικής Κυβέρνησης η οποία θα οδηγήσει την Χώρα σε εκλογές. Για τον σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης απ΄όλα τα κόμματα. Δεν υπάρχει κάποιο περιοριστικό χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Πρόεδρος υποχρεούται να καταλήξει σε συνεννόηση, μάλιστα ως ο φέρων την συνταγματική αυτή πρωτοβουλία, μπορεί να διαλέξει να συναντήσει τους αρχηγούς όλους μαζί ή κατά μόνας, ή και να αποκλείσει κάποιον αρχηγό από τις συναντήσεις αυτές. Με την δημιουργία της Οικουμενικής Κυβέρνησης, και την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού της, η Βουλή συνεδριάζει και δίνει την ψήφο εμπιστοσύνης με σκοπό η νέα Οικουμενική κυβέρνηση να προετοιμάσει εν ευθέτω χρόνο τις νέες εκλογές.

Γ’ ΣΤΑΔΙΟ

Αν πάλι δεν τελεσφορήσει η δημιουργία Οικουμενικής Κυβέρνησης με την συμμετοχή όλων ή των περισσότερων κομμάτων, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την δυνατότητα να ορίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση. Σε αυτήν την περίπτωση με διάταγμα του διαλύεται η Βουλή που ήταν να συνεδριάσει σε 15 μέρες, και προκηρύσσονται νέες εκλογές. Με το ίδιο διάταγμα διορίζει υπηρεσιακό πρωθυπουργό κάποιον από τους προέδρους των 3 ανωτάτων δικαστηρίων που αυτός προκρίνει, με σκοπό την ετοιμασία της χώρας για εκλογές και την διακυβέρνηση της μέχρι τότε από μη πολιτικό πρόσωπο. Όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από το τρίτο αυτό και τελευταίο στάδιο σχηματισμού κυβέρνησης, το Σύνταγμα δίνει μια λύση ανάγκης με τον διορισμό υπηρεσιακού πρωθυπουργού που δεν χρειάζεται να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και καταφεύγουμε εκ νέου στην λαϊκή ετυμηγορία μέχρις ώστε να προκύψει λειτουργική Βουλή που θα ψηφίσει βιώσιμη κυβέρνηση.

Η ψήφος ανοχής

Αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση που ναι μεν τελεσφορήσει μια διερευνητική εντολή αλλά δεν υπάρχει δε η απαιτούμενη πλειοψηφία των 151 Βουλευτών, το Σύνταγμα στο άρθρο 84 προβλέπει την λεγόμενη ψήφο ανοχής. Την ψήφο εμπιστοσύνης που οφείλει να λάβει η Κυβέρνηση μετά τον διορισμό της, η Βουλή μπορεί να την δώσει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από 120 Βουλευτές σε σύνολο 239 παρόντων. Συνεπώς εφόσον ένα κόμμα θέλει να στηρίξει την κυβέρνηση αλλά δεν επιθυμεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, δύναται να απέχει από την ψηφοφορία ώστε αυτή να λάβει την πλειοψηφία των παρόντων. Με αυτόν τον τρόπο δύναται να προκύψει κυβέρνηση που θα φέρει την εμπιστοσύνη της Βουλής χωρίς την απαραίτητη ύπαρξη 151 Βουλευτών να την στηρίζουν, με την σύμπραξη όμως και των λοιπών κομμάτων που θα απέχουν.

2)Τι σημαίνει επακριβώς η περιβόητη λίστα υποψηφίων από τα κόμματα στην περίπτωση των επαναληπτικών εκλογών; Το παράδειγμα του Ηρακλείου

Ο εκλογικός νόμος περιέχει την πρόβλεψη ότι εφόσον επαναπροκηρυχτούν εκλογές μέσα σε 18μήνες από τις προηγούμενες, τότε αυτές θα γίνουν με δεσμευμένη λίστα υποψηφίων όπως έγιναν οι εκλογές του 1985. Το ΠΔ 152/1985 στο οποίο και ρητά παραπέμπει ο εκλογικός νόμος στο άρθρο 72 παρ 11 του ΠΔ 26/2012, προβλέπει ότι Βουλευτές εκλέγονται οι πρώτοι κατά σειρά υποψήφιοι, της λίστας του ψηφοδελτίου όπως θα την καθορίσει το κόμμα ανά εκλογική περιφέρεια, και όχι οι πρώτοι σε σταυρούς προτίμησης. Πρόκειται δηλαδή για μια αντίστοιχη πρόβλεψη της διαδικασίας εκλογής των βουλευτών επικρατείας οι οποίοι και εκλέγονται ανάλογα με το ποσοστό κάθε κόμματος, κατά σειρά από λίστα υποψηφίων που αυτό καταρτίζει.

Η λειτουργία της λίστας

Η διαδικασία που λειτουργεί το σύστημα εκλογών με λίστα είναι η εξής: για κάθε εκλογική περιφέρεια τα κόμματα συντάσσουν ψηφοδέλτιο με τόσους υποψηφίους όσες είναι οι έδρες της περιφέρειας αυτής. Για παράδειγμα στην εκλογική περιφέρεια του Ηρακλείου αντιστοιχούν 8 βουλευτικές έδρες, συνεπώς τα κόμματα θα συντάξουν ψηφοδέλτιο με 2 υποψηφίους και όχι μόνον 6, αν και συνήθως κανένα κόμμα δεν παίρνει και τις 8 έδρες. Στις μεγαλύτερες εκλογικές περιφέρειες αυξάνεται αντίστοιχα και ο αριθμός των υποψηφίων ώστε να αντιστοιχούν στον συνολικό αριθμό των εδρών της περιφέρειας, ορίζοντας ταυτόχρονα και αναπληρωματικούς τους. Το ψηφοδέλτιο αυτό θα το τοποθετήσουν στον φάκελο οι ψηφοφόροι κατά την Κυριακή των εκλογών, χωρίς να θέσουν σταυρό προτίμησης. Ούτως ειπείν, η έκφραση του εκλογικού σώματος θα περιοριστεί μόνο στην επιλογή του αντίστοιχου κόμματος που προτιμά, αντί του αντίστοιχου υποψηφίου που θέλει να τον αντιπροσωπεύσει με το κόμμα αυτό.

Ακολούθως ανάλογα με το ποσοστό που συγκέντρωσε κάθε κόμμα στην περιφέρεια αυτή και τις έδρες που αυτό δικαιούται σε επίπεδο επικράτειας, προκύπτει και ο αριθμός των υποψηφίων που αυτό εκλέγει κατά απόλυτη σειρά στο ψηφοδέλτιο του. Συνεπώς στην περίπτωση του Ηρακλείου εάν ένα κόμμα πάρει 2 έδρες, θα εκλέξει τους δύο πρώτους στην σειρά του ψηφοδελτίου του στον Νομό, ενώ αντίστοιχα στην Κοζάνη αν κερδίσει 1 έδρα θα εκλέξει τον πρώτο υποψήφιο του ψηφοδελτίου του στη εκλογική περιφέρεια της Κοζάνης.

Ποιος καθορίζει την λίστα;

Το άρθρο 34 του ΠΔ 152/85 ορίζει ότι την σειρά των υποψηφίων στην λίστα την καθορίζει κατά διακριτική ευχέρεια το κάθε κόμμα μέσω των αρμοδίων οργάνων του, είτε του Προέδρου του. Μάλιστα το κόμμα δεν δεσμεύεται να λάβει υπόψη του τις ψήφους και την σειρά εκλογής των υποψηφίων του κατά τις προηγούμενες εκλογές. Τοσαύτως, είναι δυνατόν να δούμε πρώτα ονόματα στις λίστες των κομμάτων για κάθε νομό υποψηφίους του κόμματος οι οποίοι ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι στις προηγούμενες εκλογές ή δεν είχαν καν συμμετάσχει. Επιπροσθέτως, με βάση το σύστημα της εκλογής με λίστα, όπου ο πρώτος υποψήφιος αποκλείει τον αμέσως επόμενο, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα προώθησης ημέτερων προς τον Πρόεδρο, υποψηφίων και αποκλεισμού εσωκομματικών αντιπάλων. Ας σημειωθεί όμως εδώ, ότι το σύστημα της εκλογής με λίστα εμπεριέχει μία εγγενή αδυναμία: την αποσυσπείρωση των ψηφοφόρων, μιας και οι υπόλοιποι υποψήφιοι που δεν είναι πρώτοι στην λίστα, δεν έχουν κανένα όφελος και κίνητρο να κινητοποιήσουν τον κόσμο τους να συμμετάσχει στις εκλογές καθώς δεν μπαίνει σταυρός υπέρ αυτών.

Γιατί με λίστα και όχι με σταυρό;

Η υιοθέτηση του συστήματος εκλογής με λίστα αν και φαντάζει καθ’ όλα αντιδημοκρατική, στον βαθμό που αναιρεί την ταύτιση της βούλησης των εκλογέων με τον αντιπρόσωπο τους στο Κοινοβούλιο, εξυπηρετεί όμως συγκεκριμένους σκοπούς. Ο δικαιολογητικός του λόγος εδράζεται στο γεγονός ότι έχουν προηγηθεί στο αμέσως προηγούμενο διάστημα Γενικές Εκλογές όπου έχει αποτυπωθεί η βούληση των εκλογέων αλλά για λόγους διαδικαστικούς, μη ύπαρξης απαιτούμενης αυτοδυναμίας για την λειτουργική αποτελεσματικότητα της Βουλής, επαναλαμβάνεται η δήλωση της βούλησης τους.

Για την οικονομία των εκλογών, σε περίπτωση επανειλημμένης εντός συντόμου χρόνου, προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία, ο νομοθέτης προέκρινε ότι θα πρέπει να αλλάξει η «ενέργεια της εκλογικής βούλησης». Συνεπώς από εκλογές ειδικής αντιπροσώπευσης με βάση την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της άμεσης ψηφοφορίας, όπου εκλογέας ολοκληρώνει την εκλογική του βούληση επιλέγοντας υποψήφιο, έχουμε εκλογές γενικής αντιπροσώπευσης, όπου ο εκλογέας επιλέγει το αντίστοιχο κόμμα, στο οποίο περιλαμβάνεται ipso facto και ο υποψήφιος.

Ο κίνδυνος της εκλογής με λίστα

Έτσι ενώ όταν ο εκλογέας διαλέγει το ψηφοδέλτια με λίστα ενός κόμματος, συναινεί στην προτίμηση υπέρ της σειράς των υποψηφίων που περιλαμβάνεται στη λίστα αυτή. Μάλιστα με αυτόν τον τρόπο εκπληρώνεται και η αρχή της άμεσης ψηφοφορίας, η οποία απαιτεί ο εκλογέας να ολοκληρώνει την εκλογική του βούληση για εκλογή υποψηφίου χωρίς άλλη ενέργεια του, είναι δηλαδή σαν να εκλέγει απευθείας μέσω της λίστας τον ίδιο τον υποψήφιο. Για τον λόγο αυτό έχει κριθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο η Συνταγματικότητα των εκλογών με λίστα και όχι με σταυρό προτίμησης, ως μια en bloc προτίμηση ταυτόχρονα του κόμματος και της σειράς εκλογής των υποψηφίων. Βέβαια η πρακτική αυτή ενέχει έναν κίνδυνο, ότι στην περίπτωση που ο πρώτος στην λίστα του ψηφοδελτίου ενός κόμματος είναι άτομο που δεν επιθυμεί ο εκλογέας, τότε ο τελευταίος δεν έχει άλλη επιλογή παρά να μην επιλέξει το κόμμα αυτό, ειδάλλως συναινεί ρητά στην επιλογή του πρώτου υποψηφίου ως αντιπροσώπου του στο Κοινοβούλιο.

4)Αν βγει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ στις επαναληπτικές εκλογές τι γίνεται με το bonus των 50 εδρών;

O εκλογικός νόμος στα πλαίσια του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής δίνει bonus 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως της διαφοράς αυτού με το δεύτερο κόμμα, έτσι αν το πρώτο κόμμα λάβει 15,1% και το δεύτερο 15% τότε το πρώτο κόμμα θα διπλασιάσει τις έδρες του. Όμως δεν είναι γνωστό είναι ότι το bonus αυτό μπορεί να δοθεί και σε έναν συνασπισμό κομμάτων εφόσον ο μέσος όρος των κομμάτων που τον απαρτίζουν λάβει μεγαλύτερο ποσοστό από το πρώτο αυτοτελές κόμμα.

Ωστόσο όταν ο νομοθέτης αναφέρεται σε μέσο όρο, εννοεί στο άρθρο 99 του ΠΔ 26/2012 το συνολικό ποσοστό του συνασπισμού δια του πλήθους των κομμάτων αυτού, άρα εάν ένας συνασπισμός πάρει συνολικά 50% αλλά απαρτίζεται από 5 κόμματα ο μέσος όρος του είναι μόλις 10%! Συνεπώς στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος αποτελείται από 11 κόμματα και αρκετές τάσεις, όποιο ποσοστό και να προκύψει στις εκλογές θα πρέπει να διαιρεθεί διά του αριθμού 11, καθιστώντας ούτως σε κάθε περίπτωση μονοψήφιο τον μέσο όρο του, και στερώντας του το bonus των 50 εδρών ακόμη και αν βγει πρώτο κόμμα. Στην περίπτωση λοιπόν των επαναληπτικών εκλογών εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει πρώτο κόμμα, το bonus των 50 εδρών δεν θα το πάρει αυτός, αλλά το δεύτερο κόμμα που είναι και πρώτο από τα υπόλοιπα μεμονωμένα κόμματα.

Αφορά μόνο τον Σύριζα; πως αλλάζει η κατάσταση;

Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το μόνο κόμμα που αποτελείται από συνασπισμό κομμάτων, τέτοια ήταν και η Χρυσή Αυγή που κατέβαινε με τον Λαϊκό Σύνδεσμο, και η Δράση που κατέβαινε με την Φιλελεύθερη Συμμαχία, ενώ οι Ανεξάρτητες Έλληνες του Πάνου Καμένου κατέβηκαν ως ένα ενιαίο κόμμα με το Άρμα του Γιάννη Δημαρά. Συνεπώς για τα προηγούμενα αυτά κόμματα θα ισχύσει το ίδιο που ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ ως προς την διεκδίκηση του bonus των 50 εδρών, έτσι θα έχουμε το φαινόμενο εάν πρώτο κόμμα βγει ο ΣΥΡΙΖΑ και δεύτερο η Χρυσή Αυγή, το bonus των 50 εδρών να το πάρει το 3ο κόμμα. Ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ότι σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λοιποί συνασπισμοί κομμάτων εφόσον επιθυμούν να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις τις 50 επιπλέον έδρες που παίρνει το πρώτο κόμμα, δύνανται στις επόμενες εκλογές να κατέβουν ως ενιαία κόμματα. Ο τρόπος για να κατέβουν ως ενιαία κόμματα είναι απλά να αλλάξουν την ονομασία τους και στην αίτηση τους για ανακήρυξη στις Βουλευτικές εκλογές από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου να δηλώσουν ότι είναι ενιαία κόμματα και όχι συνασπισμοί κομμάτων.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Κατσανέβας είναι δικηγόρος – L.L.M. Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου