Δεν φαίνεται να βασίζεται πουθενά το ιδιαίτερα αισιόδοξο σενάριο για μια ύφεση κοντά στο 5%. Τα μέτρα που παίρνονται, είναι μέτρα αύξησης του χρέους και των σχετικών δεικτών. Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια παρά το PSI. Για αυτή την αύξηση ευθύνεται σημαντικά η μείωση του ΑΕΠ η οποία προκλήθηκε από την εφαρμοζόμενη μνημονιακή πολιτική. Συγκεκριμένα το δημόσιο χρέος αποτιμήθηκε ότι ανερχόταν το 2009 στα 390.417.514 δολάρια και έφτανε στο 115,3% του ΑΕΠ. Σήμερα, ενώ έχει μεσολαβήσει το PSI, αποτιμάται στα 394.915.616 δολάρια. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει όμως το 141%, χάρις στην ύφεση και την συνακόλουθη πτώση του ΑΕΠ.
Σημαντικά αυξήθηκε και ο πιο εξειδικευμένος δείκτης χρέος ανά εργαζόμενο. Είναι ένας δείκτης ιδιαίτερα χρήσιμος αφού δείχνει την σχέση του χρέους με το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας μιας χώρας. Με την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των συνταξιούχων και την αποχώρηση των μεταναστών τα τελευταία χρόνια ο δείκτης χειροτέρεψε σημαντικά.

Επί πλέον οι μειώσεις μισθών, η αύξηση της φορολογίας, η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των συνταξιούχων και η αποχώρηση των μεταναστών είχαν και έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ενεργό ζήτηση. Η αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση την ενεργό ζήτηση και συνεπώς και την είσπραξη ΦΠΑ καθώς και σε μείωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.

Η μετατροπή των δημοσίων υπαλλήλων σε συνταξιούχους δεν έχει ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό αφού μειώνει τις δαπάνες μισθοδοσίας αλλά αυξάνει τις ανάγκες ενίσχυσης των επιδοτούμενων από το κράτος ασφαλιστικών ταμείων. Επί πλέον έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην βραχυπρόθεσμη ενεργό ζήτηση γιατί η πρώτη σύνταξη φτάνει συνήθως στον ασφαλισμένο ένα περίπου χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ακόμη με μέτρα σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης έχει γίνει προσπάθεια να εμποδιστούν οι συνταξιούχοι από το να απασχοληθούν, γεγονός που ενισχύει την παράνομη απασχόληση και την παραοικονομία γενικότερα.

Η αποχώρηση των μεταναστών, εκτός από μείωση του εργατικού δυναμικού, συνοδεύτηκε και από σημαντική έξοδο των κεφαλαίων που μέχρι τότε είχαν συσωρεύσει στις ελληνικές τράπεζες. Η μείωση της ενεργού ζήτησης και συνακόλουθα του ΑΕΠ της χώρας δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά την πολιτική ηγεσία αφού δεν είδαμε κανένα μέτρο που να έχει ως στόχο την αποτροπή της.

Το πρόβλημα είναι, ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου, εφαρμόζει με μεγαλύτερη συνέπεια τα πακέτα μέτρων της τρόϊκας, από την κυβέρνηση Παπανδρέου που είχε και κάποιους εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Μέτρα, που πουθενά στον κόσμο δεν πέτυχαν τα εξαγγελλόμενα αποτελέσματα, αλλά οδήγησαν σε ένα οργιώδες πάρτυ κερδοσκοπίας. Τα μέτρα αυτά, δεν μας οδηγούν κάπου αλλού εκτός από την προσωπική και εθνική καταστροφή.

Το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια αλλά και το κάθε μέτρο χωριστά οδηγούν στη χειροτέρευση του προβλήματος υπερχρέωσης.

Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε, βέβαια, να δει μια αχτίδα φωτός από την ανάπτυξη του τουρισμού. Μετά από χρόνια συνεχούς και οδυνηρής ύφεσης δεν έγινε δυνατό το στοιχειώδες, δηλαδή μια εθνική συναίνεση στον τομέα του τουρισμού. Η αύξηση του τουρισμού αποτελούσε και αποτελεί την μόνη σχεδόν δυνατότητα άμεσης ανάσχεσης της ύφεσης. Κι όμως δεν επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης και όπως φαίνεται πάμε για ένα θερμό απεργιακά καλοκαίρι.

Αλλωστε έχουμε δημιουργήσει αυτοκαταστροφική παράδοση με εξαγγελίες μέτρων που ο καθένας καταλάβαινε ότι θα δημιουργήσουν θύελλα και στη συνέχεια απεργίες μέσα στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Όπως φαίνεται η πολιτική ηγεσία του τόπου συνεχίζει να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και ασχολείται με μικροπολιτική αποδεικνύοντας, μεταξύ των άλλων, πόσο η ανώτερη πολιτική ελίτ έχει αυτονομηθεί από την ελληνική κοινωνία και δεν την αγγίζουν τα προβλήματα του ελληνικού λαού.

Είναι δε τόσο αναποτελεσματική η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τους Έλληνες πολιτικούς που καταντά παροιμιώδης. Ακόμη και με τις πιο ευνοϊκές συνθήκες αποτυγχάνουν πλήρως. Παραδείγματος χάριν ο ζημιογόνος ΟΔΔΥ. Χιλιάδες επαγγελματίες ζούσαν και ζουν από το εμπόριο μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με ενοικιασμένες επαγγελματικές στέγες και αγοράζοντας τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, που μεταπωλούσαν. Ο ΟΔΔΥ, με δωρεάν αυτοκίνητα, εγκαταστάσεις και άλλα υλικά παραχωρημένα από το δημόσιο, κατάφερνε να έχει σημαντικές ζημιές. Πρόκειται για ανικανότητα επίτευξης έστω και μικρού κέρδους υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

Τίποτε δεν πάει καλύτερα φέτος από πέρυσι. Αν και η επόμενη κυβέρνηση συνεχίσει την πολιτική αυστηρής τήρησης του μνημονίου τότε πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι ένα σενάριο, που δείχνει την ύφεση να είναι φέτος κοντά στο 10% και όχι στο υπεραισιόδοξο 5%. Τα προβλήματα, θα οξυνθούν με γοργό ρυθμό, γιατί τα αποθέματα και οι οικονομικοί ελιγμοί είναι όλο και πιο δύσκολοι γι’ αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από την κατηφόρα. Πολλαπλασιάζονται οι συνάνθρωποί μας, που δεν θα μπορούν να τα βγάλουν πέρα και αυτή η κατάσταση είναι και θα είναι το ίδιο άσχημη για τους μισθωτούς αλλά και τους μικροεπαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι μικροεπαγγελματίες μάλιστα, βάζοντας λουκέτο οριστικά στην επιχείρησή τους, όχι μόνο δεν θα έχουν κεφάλαιο να ανοίξουν καινούργια αλλά θα χρωστούν και κάποια σοβαρά ποσά σε άλλους ,δημιουργώντας ένα καθοδικό ντόμινο στην αγορά.

Μια από τις λίγες εναπομείνασες ελπίδες ανακοπής της κατρακύλας είναι το κούρεμα των ομολόγων των Κεντρικών Τραπεζών. Δεν φαίνεται όμως να αποτελεί θέμα για τις προεκλογικές μας συζητήσεις αυτή η λογική επιδίωξη αφού κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει ελληνικά ομόλογα ακόμη και στο 50% της αξίας τους και θα μπορούσαν χωρίς ζημιά να πληρωθούν με βάση την τιμή αγοράς και όχι με βάση την ονομαστική αξία των ομολόγων. Άλλωστε ο ρόλος μιας Κεντρικής Τράπεζας δεν θα έπρεπε να είναι η κερδοσκοπία και η αποκόμιση τεράστιων κερδών αλλά η ενίσχυση της σταθερότητας και της ανάπτυξης.
Ο κ. Αντώνης Α. Αντωνίου είναι Δρ. Οικονομικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Paris 1 – Sorbonne