Οι εκλογές του 1890 επεφύλαξαν μια δυσάρεστη έκπληξη στον τότε πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη. Η οικονομική πολιτική του βασιζόταν στην αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα σιτηρά και σε δανεισμό με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτοξευτεί από το 66,3% του ΑΕΠ το 1886 στο 159,2% του ΑΕΠ το 1890 (τα στοιχεία προέρχονται από το οικονομικό αρχείο των καθηγητών Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff). Αυτό αύξησε τη λαϊκή δυσφορία με αποτέλεσμα οι εκλογές να αναδείξουν πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη o οποίος απλά διακήρυττε ότι το πολιτικό του πρόγραμμα ήταν «το αντίθετον του κυρίου Τρικούπη».
Η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί και σήμερα. Από τη μία πλευρά, τα αντιμνημονιακά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με πολιτικό πρόγραμμα «το αντίθετον του Μνημονίου». Από την άλλη πλευρά, τα μνημονιακά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές υποσχόμενα ότι το υπάρχον μνημόνιο τυγχάνει περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης έτσι ώστε το σημερινό επίπεδο της ανεργίας (περίπου 21%) να μην αυξηθεί περαιτέρω. Διαμορφώνεται μία αδυναμία στην διαμόρφωση συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων τα οποία, μετά από συνεχόμενα έτη ύφεσης, να μπορέσουν να οδηγήσουν την χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης.
Οι μεν μνημονιακοί αδυνατούν να εξηγήσουν ποιοί τομείς του μνημονίου χρήζουν ρεαλιστικής επαναδιαπραγμάτευσης. Οι δε αντιμνημονιακοί, στον βαθμό που προκρίνουν την επιστροφή στη δραχμή ως την πιο ενδεδειγμένη λύση, αδυνατούν να εξηγήσουν τα συγκεκριμένα βήματα με τα οποία (α) θα βγούμε εκτός ευρώ (β) θα επιστρέψουμε στη δραχμή (γ) τι οικονομικά μέτρα θα ληφθούν για αυτή τη μετάβαση και (δ) ποιες θα είναι οι πρακτικές συνέπειες τις υποτίμησης του καινούργιου νομίσματος.
Και οι μεν και οι δε θα μπορούσαν να διδαχθούν από τη οικονομική μας ιστορία. Το Φεβρουάριο του 1824, οι Ελληνες της επανάστασης προέβησαν στη σύναψη εξωτερικού δανείου ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών και διάρκειας 36 ετών με επιτόκιο 5%, εγγύηση όλα τα δημόσια έσοδα και υποθήκη την εθνική γη. Από το δάνειο παρακρατήθηκαν τόκοι δύο ετών, προμήθεια και έξοδα με αποτέλεσμα ένα άνευ προηγουμένου «κούρεμα» μεταφραζόμενο σε καθαρή εισροή μόνο 280.000 λιρών σε ελληνικά χέρια (τα οικονομικά στοιχεία προέρχονται από πρόσφατη συγγραφική μελέτη του Νικόλαου Σοϊλεντάκη). Αν και αντελήφθησαν τους εξαιρετικά επαχθείς όρους του δανείου, οι Ελληνες απέτυχαν να επαναδιαπραγματευθούν με ουσιαστικό τρόπο το συναφθέν δάνειο. Επιπλέον, λόγω του εν εξελίξει (από τον Οκτώβριο του 1823) εμφυλίου, καθυστέρησε η καταβολή των δόσεων του δανείου κάτι που με τη σειρά του κάθε άλλο παρά ωφέλησε τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ολα τα παραπάνω αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμη πηγή γνώσεων και προβληματισμού για όλους μας εν μέσω εκλογών και κυβερνητικών ζυμώσεων που θα επακολουθήσουν.

Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool και ο Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας