Τα «ακραία» κινήματα γνωρίζουν άνοδο σε εποχές κρίσεων επειδή οι υποστηρικτές τους δεν τα αντιλαμβάνονται ως τέτοια. Η ακρότητά τους, η οποία εκδηλώνεται ως ωμή βία, έχει ήδη εισαχθεί στην κοινωνία από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και αντίλογο. Η ρητορική της Μεταπολίτευσης προετοίμασε το «πέρασμα στην πράξη» και το ενεργοποίησε με την πτώχευσή της. Το λαϊκό σώμα της ακροδεξιάς, όμοια με τη «σιωπηλή πλειοψηφία» των δικτατοριών, αγνοεί ή παραβλέπει την εγγενή της βία ως ακρότητα. Η τρομοκρατία έχει ηρωικό χαρακτήρα. Μαρτυρίες των Ναζιστών κάνουν λόγο για αλτρουισμό, ομοθυμία και αλληλεγγύη. Υπερθεματίζουν την αξιοπρέπεια έναντι σ’ ένα διεφθαρμένο, κάλπικο και ατομικιστικό περιβάλλον. Ο άδικος, προδοτικός και ξενόφερτος εξευτελισμός των Γερμανών του Μεσοπολέμου είναι όμοιος με την ενοχή της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο, λοιπόν, το Ολοκαύτωμα ξέπλυνε την γερμανική ντροπή, τόσο η Χρυσή Αυγή θα αποκαταστήσει τη μνημονιακή υποτέλεια.

Είναι ατυχής ο προβληματισμός για το εάν η είσοδος των «ακραίων» στη Βουλή των Ελλήνων σημαίνει την κοινωνική, πολιτική και θεσμική νομιμοποίηση της βίας. Αυτό έχει ήδη συντελεστεί. Ιδρύθηκε ως συμμετοχή ή ανοχή στη διαφθορά. Η εντύπωση που δίδεται τώρα είναι πως η κομματοκρατία στρέφει φοβισμένα την προσοχή της σ’ ένα χώρο, ο οποίος αφού γαλουχήθηκε στο ημίφως, ενός κατά τ’ άλλα ευρύχωρου περιθωρίου, αρδεύει πια τη δύναμή του από τα φώτα της ράμπας. Η δαιμονοποίησή του από όσους παρουσιάζονται συλλογικά ένοχοι για την κατάντια της χώρας λειτουργεί ως εγγύηση της καταλληλότητάς του. Η απαξίωση της πολιτικής αποπολιτικοποίησε τη βία, την οποία επαναφέρει στην πολιτική ο πιο ειλικρινής φορέας της στην πιο ειλικρινή της μορφή, ως ειλικρινής πολιτική λύση. Οι Έλληνες αναγνωρίζουν την ελευθερία «από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Και αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με πολιτικούς όρους. Ένας ηρωικός λαός δεν μπορεί παρά να είναι βίαιος. Ο ορισμός του ως ακραίου τον επαληθεύει. Μόνο έτσι γνωρίζει να υπερασπίζεται την τιμή του.

Η ολοκληρωτική κοινωνική βία ακολουθεί τους κανόνες μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας. Η σαγήνη μιας μεσσιανικής ουτοπίας, η οποία αποδυναμώνει την κριτική και τη γνώση, περνά σε δεύτερη μοίρα. Ήταν εργαλείο της «μη ακραίας» ρητορικής. Η Χρυσή Αυγή υλοποιεί παράνομα τη νομιμότητα της Μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό το λόγο το εκλογικό της ποσοστό προκαλεί μεν αλλά δεν αποτελεί επιτυχία. Αφενός οι συνθήκες ευνοούν ένα μεγαλύτερο και αφετέρου οι υποστηρικτές της δεν επικαλούνται την ιδεολογία αλλά τη συμπεριφορά της. Υπάρχουν αρκετοί χώροι με παρόμοια συνθήματα αλλά κανείς δεν τα έκανε πράξεις, όσο εγκληματικές ή υποκριτικές και αν είναι αυτές. Οι πολίτες, παρόλο που θεωρούνται αμήχανοι, απελπισμένοι και παραπλανημένοι, ακολουθούν κυριολεκτικά την άλλοτε ψηφοθηρική ακυριολεκτική υπόσχεση: «πράξεις και όχι λόγια». Η πολιτική έχει παγιδευτεί στην «πολιτική» λογική και γι’ αυτό είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει τη δυναμική, τη γοητεία και την ειλικρίνεια της βίας. Και αν το Κράτος γίνει βίαιο τότε επικυρώνει την ακροδεξιά ως αντίσταση.

Είναι φανερό πως για να διακοπεί ο φαύλος κύκλος πρέπει να κτυπηθεί ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία του. Πριν όμως από αυτό το μεγαλεπήβολο άλμα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως η πτώση της ακροδεξιάς είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κοινοβουλευτική της εμπλοκή. Η δημοκρατία θα διαβρώσει την ειλικρίνεια της βίας, όπως έχει ήδη εκφυλίσει τις πολιτισμικές δομές στις οποίες στηρίχτηκε πριν από μισό αιώνα ο Ναζισμός και πριν από δύο αιώνες το Έθνος. Δεν πρέπει να αγνοούμε πως στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» οι Γερμανοί προσέλαβαν τον Φύρερ ως ειρηνιστή και όχι ως δολοφόνο ενώ σήμερα συμβαίνει το ανάποδο. Αυτό δηλαδή που προστατεύει το δημοκρατικό πολίτευμα είναι οι αδυναμίες του. Αυτός είναι ο ολοκληρωτισμός που καλούμαστε στην πραγματικότητα να αντιμετωπίσουμε. Και όχι ένα Τέταρτο Ράιχ, το οποίο γελοιογραφεί και εκμεταλλεύεται το Τρίτο στο βαθμό που, όπως διαπιστώνει ο ήρωας στο «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», έχουμε ήδη περάσει στο Έκτο.

Μαρίνος Χριστοδούλου

Υπ. Διδάκτορας Κυπριακής Ιστορίας και Πολιτισμού

Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού

Πάντειο Πανεπιστήμιο