Ρουσό εναντίον Χομπς: στο εξώφυλλο του γαλλικού περιοδικού «Philosophie», οι δυο κορυφαίοι υποψήφιοι στις γαλλικές προεδρικές εκλογές της Κυριακής, ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, είναι ντυμένοι ανάλογα. «Η πραγματική εκλογική αναμέτρηση», σύμφωνα με το περιοδικό, φέρνει το συναινετικό όραμα του Ρουσό (Ολάντ) αντιμέτωπο με το βίαιο όραμα «καθένας είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του» του Χομπς (Σαρκοζί).

Η ερμηνεία του «Philosophie» για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές εμπεριέχει κάποια αλήθεια, όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο κοινότοπη _ και πολύ λιγότερο διανοουμενίστικη. Για να κατανοήσουμε την περιπλοκότητα της αναμέτρησης και την πρόσφατη (αλλά σχετική) άνοδο του Σαρκοζί, τα αθλητικά αποτελούν καλύτερο σημείο αναφοράς από την φιλοσοφία.

Ας εξετάσουμε την στρατηγική του Ολάντ με ποδοσφαιρικούς όρους. Εχοντας σκοράρει νωρίς (προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις), βρέθηκε στην θέση ιταλού προπονητή που εφάρμοζε τακτικές «catenaccio» πριν από 20 χρόνια _ μια σαφώς αμυντική στρατηγική για να εμποδίσει την ανάκαμψη του Σαρκοζί. Η στρατηγική αυτή ίσως λειτουργήσει αλλά έχει συμβάλει στο «νερόβραστο» της προεκλογικής εκστρατείας του Ολάντ και στην αυξανόμενη έλλειψη ενθουσιασμού για το πρόσωπό του.

Ο Ολάντ επιθυμούσε τόσο να τονίσει την «κανονικότητά» του απέναντι στις υπερβολές του χαρακτήρα του Σαρκοζί που κατέληξε να φαντάζει κοινότοπος. Ως αποτέλεσμα, βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα στον κρυπτο-επαναστατικό αέρα του υποψηφίου της αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν και τον υπερ-ενεργητικό δυναμισμό του Σαρκοζί.

Το μακελειό που σκόρπισε ο Μοχάμεντ Μερά στην Τουλούζη τον Μάρτιο επίσης λειτούργησε υπέρ του Σαρκοζί, ο οποίος ευχαρίστως έστρεψε την δημόσια συζήτηση από την κοινωνική αδικία στα ζητήματα ασφαλείας.

Αλλά ακόμη και αν ο Σαρκοζί φαντάζει πιο δυνατός σήμερα απ’ όσο στην αρχή της προεκλογικής εκστρατείας, οι προκλήσεις που έχει μπροστά του παραμένουν τεράστιες και ενδεχομένως αδύνατο να αντιμετωπιστούν.

Ποτέ στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας δεν έχει κερδίσει το ίδιο κόμμα προεδρικές εκλογές περισσότερες από τρεις συνεχόμενες φορές. Τυχόν επανεκλογή του Σαρκοζί ύστερα από τη νίκη του το 2007 και τους θριάμβους του Ζακ Σιράκ το 1995 και το 2002 θα σήμαινε μια τέταρτη συνεχόμενη νίκη για την γκολική δεξιά _ πράγμα ακόμη πιο εκπληκτικό δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο.

Πέρα από αυτούς τους διαρθρωτικούς και ιστορικούς παράγοντες, υπάρχει και το ζήτημα των προσωπικοτήτων. Με αυτή την έννοια, η αναμέτρηση δεν είναι τόσο ανάμεσα στον Χομπς και τον Ρουσό αλλά ανάμεσα στον Βοναπάρτη και τον Κλέμεντ Ατλι, τον παροιμιωδώς ανιαρό μεταπολεμικό πρωθυπουργό της Βρετανίας. Με άλλα λόγια, οι εκλογές μπορεί απλώς να μετατραπούν σε έναν αγώνα ανάμεσα στην απόρριψη του Σαρκοζί και την έλλειψη ενθουσιασμού για τον Ολάντ. Ως αποτέλεσμα, η αποχή _ συνήθως εξαιρετικά χαμηλή στις γαλλικές προεδρικές εκλογές _ μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.

Εν τω μεταξύ, η απογοήτευση είναι εμφανής σε όλο το πολιτικό φάσμα. «Μακάρι να είχαμε έναν πιο «εμφανίσιμο» υποψήφιο από τον Σαρκοζί» μουρμουρίζουν οι συντηρητικοί. «Μακάρι να είχαμε έναν πιο χαρισματικό υποψήφιο από τον Ολάντ» είναι η επωδός των Σοσιαλιστών.

Τελικά, το πιο αξιοσημείωτο της εκστρατείας αυτής θα αποδειχθεί η έλλειψη προσοχής στα προγράμματα των υποψηφίων. Οι Γάλλοι δεν βλέπουν πραγματική διαφορά ανάμεσα σε έναν απερχόμενο πρόεδρο που δεν έχει κρατήσει τις υποσχέσεις του και έναν διεκδικητή του οποίου οι υποσχέσεις είναι ανέφικτες. Μια αυτοκτονική άρνηση της πραγματικότητας μοιάζει να ενώνει τους υποψηφίους και τους οπαδούς τους, η οποία διατυπώνεται καλύτερα ως εξής: «Μην καταπιαστείτε με τα σοβαρά ζητήματα, όπως το εθνικό χρέος, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και δεν θα αναμένουμε από εσάς να τα αντιμετωπίσετε σοβαρά όταν έρθετε στην εξουσία».

Αναλογιστείτε πρόσφατο εξώφυλλο του «Economist» το οποίο παρουσιάζει τον Σαρκοζί και τον Ολάντ σαν τις δυο αντρικές φιγούρες στον διάσημο πίνακα του Μανέ «Γεύμα στο γρασίδι». Περιτριγυρισμένοι από γυμνές γυναίκες, υποτίθεται ότι απεικονίζουν την «γαλλική τέχνη για ζωή» την οποία δεν μπορεί άλλο να αντέξει οικονομικά η Γαλλία.

Πού είναι ο Τσόρτσιλ και η έκκλησή του στα όπλα, στην προσπάθεια και στις θυσίες; Ετοιμάζεται η Γαλλία να σπαταλήσει άλλα πέντε χρόνια, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών;

Βεβαίως στους δυνατούς ανέμους και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, μετράει η πείρα του καπετάνιου. Ομως με δεδομένα τα προβλήματα της γαλλικής οικονομίας και τους περιορισμούς της ΕΕ, για να μην αναφερθούμε σ’ εκείνους της παγκόσμιας οικονομίας, κανένας πρόεδρος δεν θα διαθέτει μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς.

*Ο Dominique Moisi είναι ο ιδρυτής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IFRI) και καθηγητής στη Sciences Po στο Παρίσι