Με την ολοκλήρωση του Ελληνικού μέρους του PSI και με την κατάληξη του όλου σχεδίου στην αρχή του Απρίλη, πολλοί ντόπιοι και ξένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι η χώρα παίρνει μια δεύτερη ευκαιρία. Τώρα καλείται να αποδείξει ότι έμαθε από τα λάθη της, και ότι εφεξής θα βασίζεται στις δικές τις δυνάμεις προόδου και όχι σε δανεικά και άλλες απατηλές υποσχέσεις ευημερίας, που σκορπίζονται απλόχερα, προεκλογικά, από πολιτικούς και εργατοπατέρες, με μόνο σκοπό τη διατήρηση της προσωπικής τους εξουσίας κι επιρροής πάνω στους ψηφοφόρους.

Ο δρόμος προς την αποφυγή μιας άτακτης πτώχευσης κρύβει πολλούς υφάλους, που θα μπορούσαν καθένας, από μόνος του, να οδηγήσει στο μοιραίο την οικονομία μας.
Ας δούμε, με ψύχραιμη ματιά και κριτικό πνεύμα, τα καυτά θέματα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε, ώστε να προσέλθουμε στις κάλπες με τη μεγαλύτερη δυνατή επίγνωση της σημερινής κατάστασης.

Το σκηνικό της σημερινής κατάστασης

Το σημερινό σκηνικό περιλαμβάνει ένα γιγάντιο εξωτερικό χρέος, το οποίο υπερβαίνει το ελληνικό ΑΕΠ, και επομένως είναι μη βιώσιμο, ή μη μόνο εάν δεχόμαστε τη συνεχή δανειακή στήριξη των εταίρων μας και του Δ.Ν.Τ.. Το γεγονός αυτό μοιάζει με συμμαχία με τον διάβολο, για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, αλλά είναι μάλλον αναπόφευκτο, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία.
Μη λησμονούμε, εξάλλου, ότι όσο απεχθές είναι για εμάς να εξαρτόμαστε από τους δανειστές μας, άλλο τόσο απεχθές είναι και γι’ αυτούς να μας δανείζουν.
Ο μόνος λόγος που το κάνουν, είναι επειδή υπάρχει μικρή πιθανότητα να προκληθεί, λόγω Ελλάδος, μια γενική αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης. Αυτή, θα τους κοστίσει περισσότερο από ότι η διάσωση μιας οικονομίας, όπως η δική μας, η οποία αντιπροσωπεύει μόνο το 2% του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνειδητοποιώντας, λοιπόν, ότι έχουμε μείνει πίσω και πολύ μακριά από το να αποτελέσουμε μια ισχυρή οικονομική δύναμη, πρέπει να πάρουμε μια σειρά από μέτρα, που να φέρουν πραγματική, και όχι εικονική (όπως στο παρελθόν με τα στεγαστικά δάνεια) ανάπτυξη, η οποία να βασίζεται στην εξωστρέφεια, και σίγουρα όχι μόνο στην εσωτερική αγορά και στον Δημόσιο τομέα.

Οι προτάσεις μας για ανάπτυξη και επανεκκίνηση της οικονομίας είναι:

α) Να ληφθούν άμεσα μέτρα ανάπτυξης της Ελλάδας σε Κέντρο Παροχής Διεθνών Υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας (τουριστικό, χρηματοοικονομικό, εμπορικό, ναυτιλιακό, εκπαιδευτικό, ιατρικό, logistics, κλπ.).
Επιπροσθέτως απαιτείται (επιγραμματικά):
– η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος,
– αξιοποίηση της Δημόσιας περιουσίας,
– αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ,
– ψήφιση ενός απλού αναπτυξιακού φορολογικού νομοθετήματος, που να αποτρέπει την διαφθορά,
– αξιοποίηση ιδεών της αγοράς και των πολιτών,
– απομάκρυνση του συναλλαγματικού κινδύνου,
– επιστημονικά οργανωμένο τρόπο πάταξης σπατάλης, γραφειοκρατίας και διαφθοράς,
– αξιοποίηση Ανθρώπινου Δυναμικού του Δημοσίου,
– δημιουργία ισχυρής διαπραγματευτικής ομάδας με την Τρόϊκα,
– αξιοποίηση μελέτης Mc Kenzie.

β) Να γίνει από ομάδα εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από ανώτατους δικαστές και έμπειρους δικηγόρους (δηλαδή από μάχιμα στελέχη που γνωρίζουν καλά την καθημερινότητα και τα προβλήματα του χώρου), άμεση αναθεώρηση και κωδικοποίηση του ελληνικού δικαίου και υλικοτεχνική αναβάθμιση των χώρων και μέσων απονομής της δικαιοσύνης. Το έργο της επιτροπής αυτής, θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε διάστημα όχι πλέον των 6 μηνών, δεδομένου ότι είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για μια ομαλή πορεία ανάπτυξης.
Τα ζητούμενα είναι ο εκσυγχρονισμός του Ελληνικού δικαίου, η απάλειψη κάθε αναχρονιστικής ή ασαφούς διάταξης, η μείωση του όγκου των σε ισχύ νόμων, και η ταχεία απονομή δικαιοσύνης, υιοθετώντας και την οριστική εξωδικαστική επίλυση των διαφορών.
Επιπρόσθετα, κρίνεται αναγκαία η απαγόρευση προσθήκης άσχετων τροπολογιών, σε νόμους που το βασικό τους περιεχόμενο αφορά άλλο ζήτημα, ξένο προς την εισαγόμενη τροπολογία. Υπενθυμίζεται ότι υπάρχει ήδη σχετική συνταγματική πρόβλεψη, η οποία παραβιάζεται χωρίς να επιφέρει ακυρωτικές συνέπειες και καθίσταται κατ’ ουσίαν ανενεργός. Με αυτό τον τρόπο, θα διασφαλιστεί η διατήρηση της αμεσότητας, απλότητας και ταχύτητας στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου.
Πρέπει, επίσης, η διαδικασία κατάθεσης νομοσχεδίου να γίνεται με ανοικτές και γνωστές διαδικασίες, ώστε να απομακρύνεται ο κίνδυνος ο υπουργός και οι σύμβουλοί του να περνούν σκανδαλώδεις και φωτογραφικές διατάξεις, όπως πολλές φορές έχουν γίνει μέχρι τώρα..
Οι βουλευτές της επιτροπής οικονομικών του κυβερνητικού κόμματος, πρέπει να έχουν άποψη επί του νομοσχεδίου πριν κατατεθεί, επειδή μετά την κατάθεση τίθεται θέμα κομματικής πειθαρχίας και η δυσμενής κριτική των αντιπάλων.

Δεν μπορεί να ζητάμε από επιχειρηματίες (ντόπιους και ξένους) να επενδύσουν νέα κεφάλαια, ύψους πολλών δισεκατομμυρίων Ευρώ (χωρίς τα οποία δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και ανάταξη του ασφαλιστικού μας συστήματος), χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει το ελάχιστο ζητούμενο, δηλαδή να υπάρχει ένα σταθερό, γρήγορο και καθαρό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο να οριοθετεί με σαφήνεια τα πλαίσια άσκησης της επιχειρηματικότητας.
Δεν είναι δυνατό, όταν η δικαστική εξουσία δικάζει και αποφασίζει στο όνομα του λαού, σε ποσοστό 40%-50% να θεωρούν ο λαός και οι δικηγόροι άδικες αυτές τις αποφάσεις.

Οι συχνές και απρόβλεπτες νομοθετικές παρεμβάσεις επιδεινώνουν τους όρους των εν εξελίξει επενδύσεων, τις οποίες, πιθανώς, καθιστούν ασύμφορες, ή και ζημιογόνους, για τους επενδυτές.
Στους περισσότερους σύγχρονους επενδυτές δεν αρκεί μόνο μια ελκυστική προκήρυξη διαγωνισμού, για να πάρουν την τελική τους απόφαση, αλλά θεωρούν ουσιώδες να αισθάνονται ασφαλείς και θωρακισμένοι έναντι της διαφθοράς και άλλων μορφών αυθαίρετης συμπεριφοράς, που μπορεί να αντιμετωπίσουν όταν η επένδυσή τους θα έχει προχωρήσει και θα βρίσκεται σε ώριμο στάδιο υλοποίησης.

γ) Να επανέλθει άμεσα, και κατά προτεραιότητα, η ρευστότητα στο χώρο της μικρομεσαίας τάξης, επειδή εκεί εργαζόταν, στο πρόσφατο παρελθόν, το 85% του εργατικού μας δυναμικού, και επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για
ταχεία απορρόφηση του γρήγορα αυξανόμενου αριθμού των ανέργων.
Καμία άλλη λύση δεν μπορεί να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμη ανάταξη της ανεργίας, γεγονός που εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα οδηγήσει σε κατάρρευση των ασφαλιστικών μας ταμείων, σε επιπλέον υποχρεωτικές επιχορηγήσεις από το Δημόσιο προς τα ταμεία αυτά, και επομένως σε εκτροχιασμό του προϋπολογισμού από τις μνημονιακές δεσμεύσεις.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τα όποια ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με περαιτέρω περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, αλλά πέραν του ηθικού θέματος αθέτησης από πλευράς του κράτους της <<κοινωνικής μεταπολιτευτικής δέσμευσης>> προς τους πολίτες του, ότι θα διαχειρίζεται κατά ανταποδοτικό και χρηστό τρόπο τα συνταξιοδοτικά κοινωνικά κεφάλαια, προκύπτει και ένα φλέγον ζήτημα μεγέθυνσης της ύφεσης, λόγω μείωσης του προσωπικού διαθέσιμου εισοδήματος, και της ώθησης περισσοτέρων συνανθρώπων μας σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, και επομένως περαιτέρω συρρίκνωση της αγοράς.
Η ανατροφοδότηση του υφεσιακού σπιράλ είναι αδιέξοδη και καταστροφική για τον τόπο, όχι μόνο γιατί εξαθλιώνει τον πληθυσμό στο όνομα μιας αμφίβολα οριζόμενης έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και γιατί οδηγεί με βεβαιότητα σε διάλυση της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής, χωρίς τις οποίες αποκλείεται κάθε περίπτωση νέων βιώσιμων επενδύσεων, και συνεπώς ανάπτυξης.
Επιμένουμε στο θέμα της υγιούς ανάπτυξης, γιατί χωρίς αυτήν το εθνικό χρέος μας είναι μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο, και άρα όλες οι προσωπικές μας προσπάθειες και θυσίες, μάταιες.

Όσον αφορά την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, αυτή προσάπτεται στους Έλληνες εργαζομένους κατά πρόδηλα παραπλανητικό τρόπο. Δίνεται έμφαση μόνο στο ύψος των αποδοχών και όχι στην ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας. Αν, για παράδειγμα, χρειάζεται σε ένα εργοστάσιο στη Βουλγαρία τριπλάσιο προσωπικό για να παραγάγει στον ίδιο χρόνο παρόμοια προϊόντα, είναι προφανές ότι δε μπορεί να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο οι εργαζόμενοι των δυο εργοστασίων. Περαιτέρω, είναι αμφίβολο εάν τα παραγόμενα προϊόντα του Βουλγάρικου εργοστασίου θα έχουν την ίδια ποιότητα και αντοχή με του Ελληνικού.
Είναι, επίσης, δεδομένο, ότι μεγάλο μέρος της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οφείλεται σε έλλειψη επενδύσεων σε σύγχρονο εξοπλισμό και τεχνολογίες, καθώς και στο μικρό εγχώριο ποσοστό προστιθέμενης αξίας σε ντόπια παραγόμενα προϊόντα, που οι πρώτες ύλες τους είναι εισαγόμενες. Άρα μεγάλο μέρος του προβλήματος είναι μη μισθολογικού χαρακτήρα και έχει να κάνει με την έλλειψη επαρκών και κατάλληλα στοχευμένων επενδύσεων, οι οποίες απαιτούν άμεσα την προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων.

Εκεί που υπάρχει κατ’ εξοχήν θέμα παραγωγικότητας, είναι στο Δημόσιο τομέα. Το βασικότερο πρόβλημά του είναι ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός τρόπος οργάνωσης, γεγονός που αποτελεί εσκεμμένη επιλογή, ώστε να αποτελεί κοιτίδα απορρόφησης ψηφοφόρων και παραγωγής διαφθοράς. Στελέχη που επιστρέφουν στην Ελλάδα από το εξωτερικό, με επιτυχημένα βιογραφικά, ωθούνται να ξενιτευτούν εκ νέου, από το <<σύστημα>>, αφού στη καλύτερη των περιπτώσεων δεν τους επιτρέπεται να εφαρμόσουν τις αναγκαίες τομές και παρεμβάσεις στους τομείς που τοποθετούνται, ενώ συνήθως <<θάβονται>> σε άσχετες θέσεις προς το αντικείμενο που τους ανέδειξε.

Μια ουσιαστική θεραπεία του παραπάνω προβλήματος, δεδομένης της δεινής κατάστασης των δημοσίων οικονομικών, είναι να συνυπάρξουν οι τροϊκανής προέλευσης μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, με ένα σύστημα συμπληρωματικής αμοιβής, που να προέρχεται από τις παραγόμενες υπεραξίες, που θα δημιουργούνται από κάθε εργαζόμενο σε κάθε υπηρεσία. Να υπάρξει δηλαδή ένα τεκμηριωμένο μέρισμα παραγωγικότητας, που να αποδίδεται επί μετρήσιμων αποτελεσμάτων, το οποίο να αποκαθιστά την μισθολογική τάξη, με βάση την χρησιμότητα και αναγκαιότητα των υπαλλήλων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να αξιοποιηθούν.

Το ίδιο σύστημα θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία και στους πολιτικούς και στην κυβέρνηση. Εάν επιτυγχάνουν ανάπτυξη και υψηλότερα επίπεδα ευημερίας για τον λαό, βεβαίως να αμείβονται, νόμιμα και χωρίς όριο, από τις υπεραξίες που οι ίδιοι δημιουργούν με τη πετυχημένη τους θητεία. Όταν όμως αποτυγχάνουν, και μάλιστα οικτρά, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία, είναι προκλητικό να έχουν αμειφθεί πλουσιοπάροχα από το κράτος για τις υπηρεσίες τους, και να μην υποχρεώνονται σε επιστροφή του πλούτου που αποκόμισαν κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης τους θητείας.
Το τελευταίο αυτό σημείο πρέπει να μας προβληματίζει έντονα, σαν λαό, και να αποφασίσουμε τι μήνυμα θέλουμε να περάσουμε στους αυριανούς μας πολιτικούς. Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι όλοι μας αποδίδουμε και αντιδρούμε ανάλογα προς τα κίνητρα και αντικίνητρα που μας δίνονται. Και η Ελλάδα δεν έχει άλλα περιθώρια αναποτελεσματικής διακυβέρνησης.
Απαιτείται να επιβληθεί διοικητικός καταλογισμός, ή/και αστική αξίωση σε όσους πολιτικούς ζημίωσαν το Δημόσιο και πλούτισαν παράνομα ή ανήθικα. Το άρθρο 105 του εισηγητικού νόμου, όπως ισχύει επί των ιδιωτών, να εφαρμοστεί και αντίστροφα στην περίπτωση που ιδιώτης πολιτικός ζημιώνει το Δημόσιο.
Τα ίδια τα κόμματα να δημιουργήσουν ανεξάρτητες υπηρεσίες εσωτερικών υποθέσεων, για να βρίσκουν και να τιμωρούν τους τυχόν επίορκους αξιωματούχους του κόμματος, που ανέλαβαν κρατική διαχείριση.
Για τους συνταξιούχους, οι οποίοι έχουν καταβάλει με συνέπεια τις προβλεπόμενες εισφορές και έχουν συμπληρώσει 35ετία, προτείνεται, βραχυπρόθεσμα, η τήρηση των τροϊκανής προέλευσης επιπέδων συντάξεων, με αναπλήρωση των απωλειών τους σε σχέση με τα πρότερα συνταξιοδοτικά επίπεδα, με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ανοικτής λήξης (perpetuals). Τα ομόλογα αυτά θα αποδίδουν τόκους μια φορά το χρόνο και η λήξη τους θα καθοριστεί από μελλοντική κυβέρνηση, όταν η ελληνική οικονομία θα έχει ανακάμψει πλήρως. Το ίδιο θα μπορούσε να προταθεί ως μια από τις 4 λύσεις που υπάρχουν και στους κατόχους ομόλογων που κουρεύτηκαν.
Με τη λύση αυτή, αποκαθίσταται, σε ψυχολογικό επίπεδο, η έννοια της εμπιστοσύνης του συνταξιούχου προς το κράτος, αφού θα νιώθει ότι δεν λήστεψαν τους καρπούς της εργασίας του, αλλά ότι κάνει μια μορφή αναγκαστικής αποταμίευσης, αναγκαία για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Με τη σταδιακή βελτίωση της θέσης της Ελλάδας, τα ομόλογα ανοικτής λήξεως θα αρχίσουν να είναι διαπραγματεύσιμα, και σε πιο ώριμο στάδιο θα περάσουν και σε χέρια ξένων, ανοίγοντας το δρόμο για πρόσβαση στις ξένες αγορές.

Ο τραπεζικός τομέας, λόγω του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, της αδυναμίας άντλησης κεφαλαίων από τη διατραπεζική αγορά, αλλά και της έλλειψης σύνεσης στην χορήγηση δανείων κατά την πρόσφατη περίοδο της πιστωτικής φούσκας, δεν έχει την απαραίτητη ρευστότητα που απαιτείται για την στήριξη της αγοράς, η οποία ασφυκτιά και καταρρέει.
Το κράτος πρέπει άμεσα να επιβάλει στις Τράπεζες και τη Διοίκησή τους την παροχή ρευστότητας προς την αγορά, με ποινή μη συμμόρφωσής τους την έκπτωση από τη Διοίκηση. Η επανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, πρέπει να γίνει κατά τρόπο που να μην απογοητεύσει τους μικρομετόχους, διότι αυτοί στηρίζουν την οικονομία με τις επενδύσεις τους σε ελληνικές μετοχές. Επιπλέον υπάρχει και θέμα δικαιοσύνης.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ο πρωταρχικός σκοπός της κυβέρνησης πρέπει να είναι η διαφύλαξη των θέσεων εργασίας, και η δημιουργία συνθηκών που να επαναφέρει εντός εργασιακού στίβου τους πρόσφατα εκδιωχθέντες, ώστε να μην υπάρξει μόνιμη απώλεια μάχιμων θέσεων εργασίας, υπέρ των αγορών του εξωτερικού.

Να επισημάνουμε ότι μια εσωτερική υποτίμηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά είναι μέσο για νοικοκύρεμα μιας σπάταλης και ασύδοτης κατάστασης, πρωτίστως στον Δημόσιο τομέα. Το να προβαίνει κανείς σε αυθαίρετες και συνεχείς κάθετες μειώσεις μισθών και συντάξεων, με παράλληλη στάση πληρωμών του Δημόσιου τομέα προς τον ιδιωτικό, καταστρατηγεί κάθε έννοια αμοιβαιότητας των υποχρεώσεων μεταξύ Δημοσίου και πολιτών, δυναμιτίζοντας την εμπιστοσύνη των τελευταίων προς το πολιτικό σύστημα, και εν τέλει κλονίζει τα θεμέλια της Δημοκρατίας.
Πώς θα ζητάμε από αλλοδαπούς να επενδύσουν σε μια χώρα όπου οι ίδιοι οι πολίτες δυσπιστούν προς το πολιτικό της σύστημα; Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το κυρίως στοίχημα σε οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα φιλοδοξεί να προοδεύσει, είναι η θεμελίωση της εμπιστοσύνης των συμμετεχόντων σε αυτό, είτε είναι επενδυτές, είτε αποταμιευτές, είτε εργαζόμενοι, είτε φορολογούμενοι, είτε ομολογιούχοι, είτε μικρομέτοχοι, και ότι σχεδόν όλες οι δυσκολίες και δυσλειτουργίες πηγάζουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το σύστημα αυτό.

Βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση του αναγκαίου γενικότερου κλίματος εμπιστοσύνης, είναι η παύση λήψης κυβερνητικών μέτρων που ανακαλούνται άμεσα, ή σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω πρόχειρου σχεδιασμού και θεσμικών κενών. Ο νόμος και ο λόγος του κυβερνήτη, πρέπει να εμπνέει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των επενδυτών, και να τον δεσμεύει κατά οριστικό τρόπο. Η εποχή του ξύλινου πολιτικού λόγου και των παραπλανητικών δηλώσεων εντυπωσιασμού, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αν μη τι άλλο, η Ελλάδα είναι υπό συνεχή παρακολούθηση από την τρόϊκα. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πάλι καταφεύγει σε ψευδή στοιχεία και απατηλές υποσχέσεις, είναι πολύ εύκολο, με μηδενισμένη τη ρευστότητά μας, να τραβήξουν τη μπρίζα, και να σβήσουμε μαζί με την οικονομία μας.
Ελπίζουμε, ότι τα παραπάνω έχουν γίνει κατανοητά, και ήδη επιχειρείται να εφαρμοστούν.
Μια παγίδα που καραδοκεί, στα πλαίσια αυτά, είναι ο λανθασμένος υπολογισμός των χρεών του ευρύτερου Δημόσιου τομέα προς τον ιδιωτικό, τα οποία υπολογίστηκε, βάσει μνημονίου, ότι ανέρχονται σε 6,3 δις Ευρώ.
Εάν, για οποιοδήποτε λόγο, καλής ή κακής πίστης, το ποσό αυτό αφίσταται από το αληθές, τότε μπορεί να αποτελέσει έναν επαρκή λόγο για να μπλοκαριστούν οι επόμενες δόσεις προς τη χώρα μας, με τα γνωστά επακόλουθα. Κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα αυτό, επειδή η αποπληρωμή των χρεών δεν έχει ξεκινήσει, και πέραν της ασφυξίας και κλεισίματος των επιχειρήσεων που προκαλεί, υπάρχει ορατός κίνδυνος γρήγορου εκτροχιασμού του σχετικού μεγέθους και ανεπάρκειας των προϋπολογισθέντων κονδυλίων για την κάλυψή του, οδηγώντας σε αδυναμία συμμόρφωσης προς τους όρους του μνημονίου.

Η αναγκαία ρευστότητα για την ελληνική οικονομία μπορεί να αναζητηθεί, βραχυπρόθεσμα, τόσο από επανασχεδιασμό του ΕΣΠΑ, όσο και από τα κεφάλαια του μνημονίου, που προορίζονται για την αποπληρωμή των προμηθευτών του Δημοσίου.
Παράλληλα, πρέπει να δοθούν ισχυρά κίνητρα και δεσμεύσεις για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων που έφυγαν στο εξωτερικό. Είναι χρήσιμα για να ανακάμψει η οικονομία μας και να διασωθούν οι υφιστάμενες θέσεις εργασίας και το ασφαλιστικό μας σύστημα.
Εάν θέλουμε να καταλογίσουμε ευθύνες κατά ρεαλιστικό τρόπο για την «φυγή» των νόμιμα φορολογηθέντων κεφαλαίων, πρέπει να αναζητηθούν σε αυτούς οι οποίοι μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση και να πατάξουμε το αίτιο και όχι το σύμπτωμα.
Σε στιγμές που η άτακτη πτώχευση είναι προ των θυρών, κυρίως λόγω πλήρους έλλειψης ρευστότητας, η κοινή λογική επιβάλλει να μην υιοθετήσουμε ρεβανσιστική πολιτική προς τους διαθέτοντες ρευστότητα και κεφάλαια, Έλληνες και ξένους του εξωτερικού, αλλά να εξετάσουμε με ποιους τρόπους και κίνητρα μπορούν αυτά να επιστρέψουν γρήγορα στην πατρίδα μας, και να χρησιμοποιηθούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την οικονομία.
Μια καλή ιδέα είναι να αναπτύξει η Ελλάδα συγκεκριμένα επενδυτικά προγράμματα, με όλες τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις εγκεκριμένες από πριν, που να συνοδεύονται από τεκμηριωμένες οικονομικοτεχνικές αναλύσεις. Το προϊόν αυτό μπορεί, πλέον, να διατεθεί με προκήρυξη διεθνών διαγωνισμών, και ο επενδυτής να χρειάζεται μόνο να διαθέσει τα κεφάλαιά του, απαλλαγμένος από το άγος της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. Εξυπακούεται, φυσικά, ότι θα έχει πρώτα ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού και νομικού πλαισίου της χώρας μας, κατά σταθερό και δεσμευτικό τρόπο.
Μια άλλη πρόταση, άμεσα υλοποιήσιμη, είναι ότι σε απευκταία περίπτωση μετάβασης στη δραχμή, οι καταθέσεις σε Ευρώ στις Ελληνικές Τράπεζες να θεωρηθούν καταθέσεις σε συνάλλαγμα και να μη δραχμοποιηθούν. Έτσι, θα μειωθεί ο βαθμός δυσπιστίας για τον επαναπατρισμό των καταθέσεων από το εξωτερικό. Επιπλέον θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.

Η σκοπιμότητα και το περιεχόμενο ενός plan B

Πολλές φωνές ακούγονται για το ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύτηκε επαρκώς τους όρους του μνημονίου, και ότι αποδέχτηκε, αμαχητί, κάθε προσταγή των τροϊκανών. Είναι όμως αυτό η μόνη αλήθεια, και επομένως πρέπει να αποδώσουμε αυτή την εξέλιξη σε ανεπάρκεια, τουλάχιστον, του πολιτικού προσωπικού που χειρίστηκε την κατάσταση, ή μήπως οφείλεται και σε άλλα αίτια;
Το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν για πολλούς μήνες, μεταξύ μικρού αριθμού Ελλήνων εκπροσώπων, και των αντιστοίχων τροϊκανών, δείχνει ότι η αποτυχία να πετύχουν καλύτερη συμφωνία, από αυτή που οδηγεί στη σημερινή κατάρρευση της οικονομίας μας, οφείλεται στο ότι οι Έλληνες διαπραγματευτές προσέρχονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με άδεια χέρια, εκτός του γεγονότος ότι δεν είχαν επαρκείς ικανότητες, γνώσεις και εμπειρίες στα θέματα αυτά.
Το να εκπροσωπείς μια οικονομία στην οποία δεν θέλει κανείς να επενδύσει, που έχει φτάσει στα όρια παύσης πληρωμών μισθών και συντάξεων, και που έχει προ πολλού κηρύξει άτυπη στάση πληρωμών του Δημόσιου προς τον ιδιωτικό τομέα της, με τις τράπεζές της αποκομμένες από τη διατραπεζική αγορά, δεν σου προσδίδει διαπραγματευτική ισχύ. Πολύ περισσότερο όταν ο επικεφαλής Υπουργός διαπραγματευτής δεν είναι σχετικός με το αντικείμενο.
Ούτε αποτελεί επιχείρημα καθοριστικό για την έκβαση διαπραγματεύσεων, το να κραδαίνεις την άτακτη πτώχευσή σου σαν απειλή για γενικευμένο όλεθρο. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελληνική οικονομία έχει μικρή μόνο πιθανότητα να προκαλέσει, πια, γενικευμένη αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης, αφ’ ενός λόγω του μικρού της μεγέθους, και αφ’ ετέρου λόγω της προετοιμασίας των χωρών της Ε.Ε.που έγινε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε.
Η περίπτωσή μας μοιάζει με τον ορειβάτη, ο οποίος έχασε την ισορροπία του και κρέμεται στο κενό μόνο από το σκοινί που τον ενώνει με τα άλλα μέλη της ορειβατικής του ομάδας. Οι υπόλοιποι προσπαθούν, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, να τον σώσουν, αλλά αν η κατάσταση φτάσει να κινδυνεύουν όλοι να σκοτωθούν, τότε κόβουν, έστω και απρόθυμα, το σκοινί του.
Η κατάσταση αυτή θα είχε αποφευχθεί, μόνο εάν οι Έλληνες διαπραγματευτές είχαν στα χέρια τους ένα εναλλακτικό πλάνο δράσης, που να δίνει αναγνωρίσιμη και μετρήσιμη, έστω κατά προσέγγιση, μελλοντική αξία στον τόπο μας.
Ένα τέτοιο plan B, θα αποτελούσε ανάχωμα προς τον πρόχειρο και μονομερή σχεδιασμό του μνημονίου απέναντι στη χώρα μας, και θα υποχρέωνε τους τροϊκανούς να σκεφτούν και να εφαρμόσουν πολύ πιο αξιοπρεπές και αποτελεσματικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, σε σχέση με αυτό που της επέβαλαν, αφού το μόνο ουσιαστικό χαρτί της Ελλάδας ήταν η επίκληση της αλληλεγγύης των υπολοίπων Ευρωπαίων, ως μέλος της Ευρωζώνης.

Πλην, όμως, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός plan B, θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί, έγκαιρα, πλήθος προπαρασκευαστικών ενεργειών, ήδη από το 2009, ώστε η δυνητική εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου να είναι ώριμη και ρεαλιστική, όταν φτάσαμε να συζητάμε τους όρους του δεύτερου μνημονίου. Μόνο έτσι θα έδινε καρπούς στη διαπραγμάτευση το plan B, και επειδή η πιθανότερη κατάληξη θα ήταν η παραμονή μας εντός Ευρωζώνης, θα αποκομίζαμε πολύ σημαντικότερη στήριξη της πραγματικής μας οικονομίας, σε σύγκριση με την απαξιωτική, ισοπεδωτική, αντιμετώπιση που μας επιφύλαξαν με την συνδρομή της ασχετοσύνης των Ελλήνων διαπραγματευτών.

Η δημιουργία ενός plan B, έστω και σήμερα, θα μπορούσε να πετύχει, υπό την προϋπόθεση ότι πιάνουμε τους στόχους μας για το 2012, την επαναδιαπραγμάτευση και μεταβολή κάποιων σκληρών όρων του μνημονίου, προς όφελος της ανάπτυξης της οικονομίας μας και της μείωσης της ανεργίας.
Κι αυτό, επειδή εάν η τρόϊκα επιδείξει σκληρή στάση εκ νέου, θα έχουμε την επιλογή της συντεταγμένης αποχώρησης από την Ευρωζώνη ή υιοθέτηση διπλού νομίσματος, την οποία θα καταστήσει εφικτή η ύπαρξη του plan B.

Στη φαρέτρα του plan B, που θα αποτελεί ένα πλάνο συντεταγμένης αποχώρησης από την Ευρωζώνη ή υιοθέτησης διπλού νομίσματος, έστω και προσωρινά, προτείνεται να ενταχθεί ένα νέο νόμισμα, που θα μπορούσε να ονομαστεί Ελληνικό Φράγκο, και να διεκδικήσει μια αρχική ισοτιμία αντίστοιχη προς το Ελβετικό Φράγκο (δηλαδή περίπου 20% φτηνότερο από το Ευρώ). Αυτό, θα κάλυπτε άμεσα το 20% του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, που μας καταλογίζουν έναντι της Ευρωζώνης.
Θα επιβαρυνόμαστε, ομοίως, με μικρότερο κόστος πολυτελών διαδικασιών που επιβάλει η Ε.Ε. και αποδέχεται η χώρα μας, λόγω αδυναμίας και ακαταλληλότητας των Ελλήνων συντονιστών. Κάτι τέτοιο, είναι λογικό να ισχύει για μεγάλου μεγέθους χώρες, αλλά είναι σίγουρα υπερβολικό για μικρές, όπως η Ελλάδα (για παράδειγμα δεν χρειαζόμαστε το σημερινό πλήθος ανεξάρτητων αρχών και επιτροπών με αλληλοεπικαλυπτόμενα αντικείμενα και δυσβάσταχτο κόστος συντήρησης).
Περαιτέρω, θα μετατρέπαμε τη χώρα σε διεθνή φορολογικό παράδεισο (όπως έκανε παλαιότερα με επιτυχία η Κύπρος), κάτι που σε συνδυασμό με το νέο φορολογικό και νομικό πλαίσιο της Ελλάδας, τα έτοιμα προγράμματα για συμμετοχή επενδυτών, τις εξαιρετικές προοπτικές της για εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων (πολλών δις Ευρώ), τις απεριόριστες δυνατότητες για επενδύσεις σε ΑΠΕ, και το γεγονός ότι αποτελεί εξαιρετικό τουριστικό προορισμό, θα έπειθε πολλούς επενδυτές να έρθουν στη χώρα μας. Η μαζική τους προσέλευση, θα μας επέτρεπε να αναστρέψουμε, με τα φρέσκα εισερχόμενα κεφάλαια, την κατάρρευση της οικονομίας μας, με παράλληλη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας.
Μην ξεχνάμε ότι, βραχυπρόθεσμα, μισθοί και συντάξεις θα ήταν εξασφαλισμένοι, αφού πλέον η Τράπεζα της Ελλάδος θα μπορούσε να <<κόψει>>, με την αναγκαία σύνεση, νέο νόμισμα.
Θα είχε εκλείψει, επομένως, το θέμα της άτακτης χρεοκοπίας, και η χώρα θα κέρδιζε τον αναγκαίο χρόνο για να εκμεταλλευτεί τον ορυκτό της πλούτο. Στον τομέα αυτό, θα μπορούσε να επιστρατευτεί και το πλούσιο ελληνόφωνο επιστημονικό δυναμικό του εξωτερικού, που δραστηριοποιείται στον τομέα εξόρυξης κι εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, οι οποίοι με υψηλό αίσθημα πατριωτικής υπερηφάνειας, θα ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν με τις γνώσεις και τις διασυνδέσεις τους στην διάσωση της Πατρίδας.

Όσον αφορά το ζήτημα αποπληρωμής του εξωτερικού της χρέους, θα ανακτούσε η χώρα μας το πάνω χέρι, σε θέματα δικαστικής δικαιοδοσίας, ρυθμίζοντας, όταν και όπου απαιτείται, τους ρυθμούς αποπληρωμής του.
Επιπλέον, θα ήταν εφικτό να αξιώσουμε, με αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, τον συμψηφισμό του χρέους μας έναντι των απαιτήσεων που έχει η Ελλάδα από τις εν γένει δαπάνες προετοιμασίας της για προστασία κατά της Γερμανικής επιθετικότητας, από το υποχρεωτικό κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, και τις υπόλοιπες πολεμικές αποζημιώσεις για την καταστροφή των ελληνικών υποδομών, οι οποίες υπολογίστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος σε 162 δις Ευρώ, χωρίς τους νόμιμους τόκους από το 1938. Επισημαίνουμε, όμως, ότι ως έχει σήμερα η κατάσταση, μια τέτοια προοπτική δεν υπάρχει, και φαίνεται ουτοπική, όπως ανακοίνωσε και το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, η προετοιμασία για ένα εναλλακτικό, απευκταίο, μόνο για ύστατη ανάγκη και την απαραίτητη προνοητικότητα plan B κρίνεται απαραίτητη, και σώφρων, είτε ως διαπραγματευτικό εργαλείο, είτε ως έσχατη λύση για την επιβίωση και ενίσχυση της οικονομίας, είτε ως μέσο για το συμψηφισμό των απαιτήσεών της Ελλάδας έναντι των Γερμανών, είτε ως μέτρο πρόνοιας και γι’ αυτό προτείνεται επειγόντως η δημιουργία μιας υπερκομματικής επιτροπής σοφών, η οποία να ασχοληθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι Πρόεδρος ΣΜΕΧΑ κι ο κ. Ιωάννης Πλουμής Οικονομολόγος