ΤΟ ΒΗΜΑ/The New York Times

Το κύριο κακό συμβάν της περασμένης εβδομάδας ήταν φυσικά η ακρόαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την μεταρρύθμιση του κλάδου υγείας. Κατά την διάρκεια αυτής της ακρόασης έγινε σαφές πως αρκετοί από τους δικαστές, ίσως και η πλειοψηφία τους, παραμένουν πολιτικά πλάσματα, καθώς εμφανίζονται πρόθυμοι να υιοθετήσουν κάθε επιχείρημα, όσο παράλογο κι αν είναι, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Ρεπουμπλικάνων.

Ομως δεν πρέπει να επιτρέψουμε στα γεγονότα του δικαστηρίου να επισκιάσουν εντελώς ένα άλλο, σχεδόν εξίσου δυσάρεστο θέαμα. Την Πέμπτη, οι Ρεπουμπλικάνοι πέρασαν από την Βουλή των Αντιπροσώπων έναν προϋπολογισμό- απάτη, που σίγουρα είναι ο πιο απατηλός στην αμερικανική ιστορία.

Και όταν λέω προϋπολογισμός-απάτη, το εννοώ. Το πρόβλημα με τον προϋπολογισμό που επινόησε ο πρόεδρος της Βουλής, Πολ Ράιαν, δεν έχει απλά να κάνει με τις σχεδόν αφάνταστα σκληρές δημοσιονομικές προτεραιότητες που θέτει, ούτε με τον τρόπο με τον οποίο ψαλιδίζει την φορολόγηση των επιχειρήσεων και των πλουσίων, την ίδια στιγμή που περικόπτει δραστικά τα κονδύλια για την σίτιση και την περίθαλψη όσων έχουν ανάγκη. Ακόμη κι αν αφήσουμε όλα αυτά κατά μέρος, το πρόβλημα είναι πως ο προϋπολογισμός του κ.Ράιαν υποτίθεται πως θα περιορίσει το έλλειμμα – αλλά με βάση την εντελώς αστήρικτη υπόθεση ότι τρισεκατομμύρια δολάρια θα προστεθούν στα δημόσια έσοδα από το «σφράγισμα» των φορολογικών «παραθύρων».

Και μιλάμε για πάρα πολλά «παραθυράκια». Όπως αναφέρει το ανεξάρτητο Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής (Tax Policy Center), για να επαληθευτούν οι υπολογισμοί του κ.Ράιαν θα έπρεπε κάθε χρόνο και μέχρι το 2022 να κλείνουν αρκετά φορολογικά «παράθυρα» ώστε να αυξάνονται τα έσοδα κατά 700 δις. δολάρια ετησίως. Αυτά είναι πολλά λεφτά, ακόμη και για μια πολύ μεγάλη οικονομία σαν την δική μας. Ποια είναι λοιπόν τα συγκεκριμένα «παράθυρα» που σκοπεύει να κλείσει ο κ. Ράιαν- ο οποίος σημειωτέον εξέδωσε μανιφέστο 98 σελίδων για να προωθήσει τον προϋπολογισμό του;

Κανένα. Ούτε ένα. Το μόνο που έχει κάνει είναι να αποκλείσει κατηγορηματικά το κλείσιμο του μεγαλύτερου «παράθυρου» απ’ όλα, αυτού που ωφελεί τους πλούσιους, και συγκεκριμένα τους υπέρ-χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τα εισοδήματα από κέρδη κεφαλαίου. (Είναι το παράθυρο που επιτρέπει στον Μιτ Ρόμνι να πληρώνει μόλις 14% του εισοδήματος του σε φόρους, δηλαδή τον επιβαρύνει με μικρότερο συντελεστή από εκείνον που πληρώνουν πολλές οικογένειες της μεσαίας τάξης).

Πως πρέπει λοιπόν να δούμε αυτές τις προτάσεις; Οι ειδικοί του Κέντρου Φορολογικής Πολιτικής συγκρίνουν τον προϋπολογισμό με το «κρέας-μυστήριο» – την περίεργη «γέμιση» που χρησιμοποιούν οι παραγωγοί σύγχρονων τροφίμων στα προϊόντα τους – αλλά είναι άδικοι: η περίφημη «ροζ γλίτσα» που προστίθεται στα έτοιμα γεύματα μπορεί να είναι αηδιαστική, αλλά τουλάχιστον έχει κάποια θρεπτική αξία – σε αντίθεση με τις κενές υποσχέσεις του κ.Ράιαν. Πρέπει λοιπόν να σκεφτείτε αυτές τις προτάσεις για τον προϋπολογισμό σαν ένα είδος «φλας- μπακ» στον 19ο αιώνα, τότε που οι ανεξέλεγκτες επιχειρήσεις έφτιαχναν ψωμί με γύψο, και αρωμάτιζαν την μπίρα τους με θειικό οξύ… Αυτή είναι η εποχή, και η πολιτική, που ο κ.Ράιαν και οι συνάδελφοι του θέλουν να επαναφέρουν.

Συνεπώς, ο προϋπολογισμός Ράιαν είναι μια απάτη: ο κ.Ράιαν φωνάζει για τα κακά του χρέους και των ελλειμμάτων, αλλά το σχέδιο του στην πραγματικότητα θα διογκώσει το έλλειμμα, την ίδια στιγμή που θα επιφέρει μεγάλα κοινωνικά δεινά στο όνομα της μείωσης του.

Είναι όμως ο προϋπολογισμός αυτός η μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία των αμερικανικών προϋπολογισμών; Ναι, είναι. Όχι ότι δεν είχαμε ανεύθυνους ή και εσκεμμένα απατηλούς προϋπολογισμούς στο παρελθόν. Είναι γνωστό ότι οι προϋπολογισμοί της εποχής Ρίγκαν στηρίζονταν στο…βουντού, δηλαδή στο επιχείρημα πως η μείωση της φορολογίας των πλουσίων με κάποιο μαγικό τρόπο θα οδηγούσε σε εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη. Οι οικονομικοί επιτελείς του Τζορτζ Μπους αρέσκονταν σε κολπάκια – όπως το να υποβαθμίζουν το τεράστιο κόστος των φοροαπαλλαγών, υποστηρίζοντας πως αυτές είναι προσωρινές, αλλά προωθώντας ταυτόχρονα την ανάγκη για μονιμοποίηση τους.

Όμως δεν θυμόμαστε άλλη περίπτωση πολιτικού πρόσωπου πρώτης γραμμής που να στήριξε ολόκληρη τη δημοσιονομική του πλατφόρμα αφενός σε εντελώς απίθανες προβλέψεις για τις δαπάνες, και αφετέρου σε ισχυρισμούς πως διαθέτει ένα μυστικό σχέδιο αύξησης των εσόδων κατά τρισεκατομμύρια δολάρια, σχέδιο που ωστόσο αρνείται να μοιραστεί με το κοινό.

Τι συμβαίνει εδώ; Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που τα πιο ακραία στοιχεία αποκτούν τον πλήρη έλεγχο ενός κόμματος: όλοι οι κανόνες πετάγονται από το παράθυρο. Πράγματι, η λαβή της ακροδεξιάς πτέρυγας πάνω στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι τόσο ισχυρή, ώστε το κόμμα επιμένει να στηρίζει τον κ.Ράιαν, παρά το σοβαρό πολιτικό κόστος που πληρώνει για τις επιθέσεις του τελευταίου κατά του ασφαλιστικού συστήματος Medicare.

Η αλήθεια είναι πως ο προϋπολογισμός των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει νόμος όσο ο Μπαράκ Ομπάμα παραμένει στον Λευκό Οίκο. Όμως ο προϋπολογισμός υποστηρίζεται από τον κ.Ρομνι. Κι έτσι, ακόμη κι αν επανεκλεγεί ο κ.Ομπάμα, είναι βέβαιο πως η απατηλή φύση του συγκεκριμένου προϋπολογισμού θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις μελλοντικές πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων.

Λάβετε υπόψιν σας ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ξόδεψε το μεγαλύτερο κομμάτι του 2011 προσπαθώντας να διαπραγματευτεί τον λεγόμενο «Μεγάλο Συμβιβασμό» με τους Ρεπουμπλικάνους – ένα υπερκομματικό, υποτίθεται, σχέδιο για την μακροπρόθεσμη μείωση του ελλείμματος. Οι διαπραγματεύσεις αυτές τελικά κατέρρευσαν, και αρκετοί δημοσιογράφοι έχουν πλέον εξειδικευτεί στην αναζήτηση των υπευθύνων, αλλά και των κρυφών αιτίων αυτής της κατάρρευσης.

Όμως αυτό που μας διδάσκει ο τελευταίος προϋπολογισμός των Ρεπουμπλικάνων είναι πως ολόκληρη η πολύμηνη προσπάθεια για τον «Μεγάλο Συμβιβασμό» υπήρξε μια τεράστια σπατάλη χρόνου και πολιτικού κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί μια βιώσιμη συμφωνία για τον προϋπολογισμό δεν μπορεί να λειτουργήσει αν και τα δύο κόμματα δεν δείξουν υπευθυνότητα και εντιμότητα – δυο ιδιότητες που οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων έδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι δεν διαθέτουν.