Δεν ξέρω αν μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο ή αν είχαμε βγει ποτέ. Το ζήτημα είναι πως όλα, έτσι κι αλλιώς μοιάζουν να επαναλαμβάνονται με την ίδια μονοτονία, ο πολιτικός χρόνος στην χώρα δεν ακολουθεί τον ημερολογιακό, αλλά ουσιαστικά είναι ακίνητος. Το θέμα των μνημονίων, ο νέος διχασμός, μοιάζει τόσο με τους περασμένες κόντρες, δεξιά-αριστερά, φως-σκότος, επανίδρυση τους κράτους-πράσινη ανάπτυξη.

Υπάρχει όμως ένα κρίσιμο ζήτημα, που όσο κι αν, εθελοτυφλούντες, το παρακάμπτουμε, είναι αυτό που θα κρίνει το ελληνικό μας αύριο. Τόσα χρόνια μέλη της ΕΟΚ, αρχικά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην συνέχεια, της Ευρωζώνης σήμερα, μοιάζουμε να είμαστε συνηθισμένοι (και υποταγμένοι) στα φληναφήματα περί «ελληνικής ιδιοτυπίας».

Διεκδικούμε μια προνομιακού τύπου σχέση με την Ευρώπη που, αν και δεν το ομολογεί, στην ουσία βασίζεται στην απαίτηση να μας συμπεριφέρονται «γλυκά και τρυφερά», σαν να είμαστε «ανώριμοι και με σεβασμό» γιατί, λέει, έχουμε καταγωγή από ένδοξους παππούδες. Αυτή είναι η μία πλευρά.

Η άλλη έχει σχέση με μια αντίληψη, που είναι κυρίαρχη σε ορισμένους κύκλους εγχώριων ευρωπαϊστών και η οποία θεωρεί, γενικεύοντας, ότι η Ευρώπη είναι ο τόπος του Δικαίου, της Ισότητας, της Αλληλεγγύης, του Κοινωνικού Κράτους, της Ειρήνης, με δυο λόγια, η Γη της Επαγγελίας. Η Ελλάδα, για κάποιους, είναι μια παραφωνία, η ρυπαρή περιοχή μες στην ευρωπαϊκή καθαρότητα, με συλλήβδην όλους τους Έλληνες, ανέμελους, κλέφτες, τεμπέληδες και τα λοιπά στερεότυπα, που, κατά καιρούς, μας στολίζει η Bild.

Ένα από τα διδάγματα αυτής της περιόδου είναι η διάψευση και της μιας και της άλλης πλευράς. Η Ευρώπη δεν μας αντιμετωπίζει «γλυκά, τρυφερά και με σεβασμό», αλλά σαν μια χώρα που κυβερνήθηκε καταστροφικά, επιπόλαια και χωρίς σχέδιο, σπατάλησε και δεν αξιοποίησε την ευρωπαϊκή βοήθεια. Η Ευρώπη, επίσης, δεν είναι Γη της Επαγγελίας, ανακυκλώνει και τις σκοτεινές της πλευρές, οι σημερινοί της οικονομικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, αμφισβητούν βίαια τις θεμελιακές της αξίες, επανέρχονται οι διαχωρισμοί ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, ο όρος PIGS, δεν είναι μόνο ένα ρατσιστικό λογοπαίγνιο, αλλά χαρακτηρίζει κυρίως, τις πολιτισμικές διαφορές της ευρωπαϊκής πανσπερμίας, εν πολλοίς την καταγωγή τους από τις εκδοχές του Χριστιανισμού, τον Προτεσταντισμό, τον Καθολικισμό και βεβαίως την Ορθοδοξία. Να το πούμε σχηματικά, (και συγνώμη για την ρηχότητα), ο Προτεσταντισμός τιμωρεί όσους παρεκτρέπονται, η Ορθοδοξία τους συγχωρεί.

Ας μην το ρίξουμε όμως στις πρόχειρες ερμηνείες κι ας δούμε τι έχουμε μπροστά μας. Η πραγματικότητα των Μνημονίων και των Δανειακών Συμβάσεων είναι οδυνηρή, αναποτελεσματική, αδιέξοδη, αλλά είναι πραγματικότητα και με αυτή θα ζήσουμε και θα πολιτευτούμε σήμερα και αύριο. Για να υπερβούμε τις συνέπειες των Μνημονίων νομίζω ότι είναι υποχρεωτική η αναθεώρηση των σχέσεών μας με την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει δύο στοιχεία: την δικιά μας αναστροφή της αντίληψης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ΔΕΚΟ, από την οποία διεκδικούμε μόνο προνόμια και χορηγίες. Και, από την άλλη πλευρά, την αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στις κύριες εκδοχές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής Ευρώπης.

Η προεκλογική συζήτηση, η αντιπαράθεση καλύτερα, δεν αναφέρεται, παρά μόνο αποσπασματικά και επιβεβαιωτικά, στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Υπάρχει μια χονδροειδής πίστη σχετικά με το μέλλον μας στην Ευρώπη, αλλά νομίζω, πως, όπως ήρθανε ως εδώ τα πράγματα, αυτό δεν είναι αρκετό. Οι εγχώριοι ευρωσκεπτικιστές, για την ώρα, είναι στο επίπεδο της γελοιότητας-σύμφωνοι. Αλλά μένει να επανακαθοριστεί το γιατί και κυρίως, το με ποιο τρόπο, είμαστε μες στην Ευρώπη. Είναι επαρκείς οι τωρινοί θεσμοί της Ε.Ε., για να προωθηθεί η υπέρβαση της εθνικιστικής υπανάπτυξης; Που διαμορφώνονται νέοι συσχετισμοί, οι οποίοι θα αμφισβητούν και, στην συνέχεια, θα ανατρέπουν την σημερινή βάρβαρη εκδοχή της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης; Πως θα συνδεθούμε μ’ αυτούς; Με ποιες νέες επεξεργασίες θα συμβάλουμε στην διέξοδο από την κρίση; Σ’ αυτά και σε πολλά άλλα σημεία θα κριθεί, το μη αυτονόητο, μέλλον μας, κι όχι στην κατανομή ενοχών, ανάμεσα στο ΠαΣοΚ και την ΝΔ.

Κακά τα ψέματα. Το προεκλογικό σκηνικό, πριν καν αρχίσει η προεκλογική περίοδος, είναι γεμάτο με παρωχημένα έπιπλα. Η σκηνοθεσία πάσχει, όπως θα έγραφαν διάφοροι κριτικοί. Το έργο είναι της Σάρα Κέιν, αλλά οι σκηνοθέτες, της παλιάς σχολής, το ανεβάζουν σαν να είναι βουλεβάρτο. Μετά όλοι οι συντελεστές αναρωτιούνται γιατί δεν πέφτει ούτε ένα χειροκρότημα. Και, όπως πάντα, τα αποδίδουν όλα στις αδυναμίες του κοινού. Οι συντελεστές της προεκλογικής παράστασης δεν φταίνε σε τίποτα.