Η ψήφιση του νέου Συμφώνου Σταθερότητας μπορεί ίσως να αποτελέσει μια καλή βάση για το μέλλον, όμως τώρα χρειάζονται γενναία μέτρα και μηχανισμοί που να δώσουν οριστική λύση στο πρόβλημα χρέους.
Τρεις είναι κατά την άποψή μας οι επιλογές που θα πρέπει το γρηγορότερο να εξετάσει το Συμβούλιο Κορυφής.
Η πρώτη επιλογή σχετίζεται με την αύξηση της δύναμης πυρός των δύο ταμείων, του προσωρινού (EFSF) και του μόνιμου (ESM), όπως αυτό προτείνεται απ’ όλους τους διεθνείς οργανισμούς αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πλην της Γερμανίας, η οποία μέχρι πρότινος αντιδρούσε. Τελικά η κυρία Μέρκελ υπέκυψε, έκανε τη στροφή της και προτείνει στο κοινοβούλιό της αυτές τις ημέρες την παράλληλη λειτουργία των δύο μηχανισμών με κεφάλαια αθροιστικά 700 δισ. ευρώ. Με μια πιθανή συμμετοχή του IMF, όπως ζητείται, οι δυνατότητες παρέμβασης των ταμείων μπορεί να πλησιάσουν και το 1 τρισ. ευρώ. Το ερώτημα αν τα κεφάλαια του νέου μηχανισμού θα είναι επαρκή για να καθησυχάσουν τις αγορές θα απαντηθεί σύντομα από τις ίδιες.
Η δεύτερη επιλογή αποσκοπεί στη χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως τελικού δανειστή για τις οικονομίες που δεν είναι σε θέση να προσφύγουν στις αγορές για δανεισμό (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία), αλλά και για εκείνες που πληρώνουν υπέρογκα επιτόκια (Ισπανία, Ιταλία). Κάτω από τη διεύθυνση του νέου της διοικητή Mάριο Ντράγκι, αυξήθηκε σημαντικά η ρευστότητα κυρίως των ευρωπαϊκών τραπεζών, χωρίς όμως αυτή να περάσει και στην πραγματική οικονομία. Οι φόβοι της Γερμανίας για αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων και εδώ διαψεύστηκαν. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς αμφιβολία έχει βοηθήσει, θα μπορούσε όμως με μια απλή δήλωση, ότι θα αγοράζει απεριόριστα ομόλογα των χωρών που προσφέρονται, να αποτελέσει τη λύση του προβλήματος.
Η τρίτη επιλογή, που θεωρώ ότι είναι η καλύτερη, αφού προσφέρει μια μόνιμη λύση για την ευρωχώρα, είναι η δημιουργία ενός Κοινού Ταμείου Διαχείρισης Χρεών, όπως αυτό προτάθηκε προσφάτως από το συμβούλιο των πέντε σοφών της Γερμανίας. Το ταμείο θα συγκεντρώσει όλα τα χρέη των χωρών (περίπου 2,5 τρισ. ευρώ), τα οποία ξεπερνούν το όριο του 60% της Συνθήκης του Mάαστριχτ επί του ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο η εξυπηρέτηση του χρέους θα γίνει με χαμηλότερα επιτόκια, που μπορεί μεν να κοστίσει στις χώρες με αξιολόγηση ΑΑΑ κάτι παραπάνω, σώζεται όμως το ευρώ που τους δίνει καλύτερες προοπτικές. Η λύση αυτή προϋποθέτει βέβαια το νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών, καθώς και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών, κάτι που είναι ακόμη ζητούμενο για πολλές χώρες.
Εκείνο που τελικά έχει σημασία είναι ότι η Ευρώπη θα πρέπει, όποια λύση και αν επιλέξει, να δράσει γρήγορα, γιατί στο τέλος μπορεί να κερδίσει την αξιοπιστία των αγορών, θα έχει χάσει όμως την εμπιστοσύνη των πολιτών, με τραγικές συνέπειες.

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ