Ο μεταπολεμικός κόσμος δοκιμάστηκε συχνά από οικονομικές κρίσεις. Καμία από αυτές ωστόσο, από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 ως την κρίση στην αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου που απετέλεσε την αφετηρία της σημερινής παγκόσμιας ύφεσης, δεν οδήγησε σε ακυβερνησία και κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Τα πολιτικά συστήματα των δυτικών χωρών έδειξαν ικανά να απορροφούν τους κοινωνικούς κραδασμούς και να μην επιτρέπουν στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις να εξελιχθούν σε κρίσεις συστημικές.
Ας αναφέρουμε κάποια παραδείγματα που πλαισιώνουν τα παραπάνω: Το οικολογικό κίνημα και τα πράσινα κόμματα στη δεκαετία του 1970 στη Γερμανία και στις σκανδιναβικές χώρες θεωρήθηκαν αποτέλεσμα του μεταβιομηχανισμού και των ατομοκεντρικών αξιών που αναδείχθηκαν στον μεταπολεμικό κόσμο. Συγχρόνως, ήταν συνέπεια της συρρίκνωσης της πολιτικής εμπιστοσύνης προς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που εν μέσω κρίσης εξορθολόγιζαν τις κοινωνικές δαπάνες και αύξαιναν τη φορολογία. Παρ’ ότι διέθεταν αντισυστημικό προφίλ και πολιορκούσαν από τα αριστερά τη Σοσιαλδημοκρατία, οι Πράσινοι εμπλούτισαν τη δημοκρατία και εξελίχθηκαν σε φερέγγυους παράγοντες της διακυβέρνησης.
Δεν συνέβη το ίδιο με την κομματική οικογένεια της λαϊκιστικής άκρας Δεξιάς, αρκετά νεότευκτα κόμματα της οποίας εκείνη την εποχή (π.χ. τα κόμματα της Προόδου σε Δανία και Νορβηγία), εξάπτοντας τις διαθέσεις διαμαρτυρίας της κοινωνίας απέναντι στους θεσμούς, στους πολιτικούς και στις αρχές της συναινετικής διακυβέρνησης, περιόριζαν κι άλλο την ήδη δοκιμαζόμενη εμπιστοσύνη και υποστήριξη προς το πολιτικό σύστημα.
Παρ’ ότι υποστηρίζεται το αντίθετο, οι οικονομικές κρίσεις δεν μετατρέπονται αυτομάτως σε συστημικές κρίσεις. Συγκυρίες οικονομικής κρίσης δεν είναι οι πλέον κατάλληλες για την ενδυνάμωση της λαϊκιστικής άκρας Δεξιάς, η οποία βλέπει τη δύναμή της να μεγαλώνει όταν υπάρχει δυσφορία με το πολιτικό σύστημα παρά σε συνθήκες αναπτυξιακής υστέρησης της οικονομίας. Ωστόσο, υποσκάπτοντας η λαϊκιστική άκρα Δεξιά την υποστήριξη προς το κομματικό και πολιτικό σύστημα και απελευθερώνοντας μορφές εχθρότητας που ελλοχεύουν στην κοινωνία, συμβάλλει στην ενεργοποίηση και διάχυση απ’ άκρου εις άκρον του κομματικού φάσματος ενός εξτρεμιστικού δυναμικού που παρέμενε αδρανές. Συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα της κρίσης σήμερα;
Ο κεντρομόλος κομματικός ανταγωνισμός και τα πολυσυλλεκτικά χαρακτηριστικά των κυβερνητικών κομμάτων δημιούργησαν ένα συνεκτικό κομματικό σύστημα στη Μεταπολίτευση. Επί χρόνια ΠαΣοΚ και ΝΔ απορροφούσαν ό,τι βρισκόταν ανάμεσά τους (το Κέντρο), αλλά και ό,τι ανήκε στην ευρύτερη περιοχή και στις παρυφές του ιδεολογικού πεδίου τους. Ως τη δεκαετία του 1990 στον χώρο από την Κεντροδεξιά ως άκρα Δεξιά διαφέντευε η ΝΔ και από την Κεντροαριστερά ως την κομμουνιστική Αριστερά ήταν κυρίαρχο το ΠαΣοΚ. Τέλος στην παραταξιακή κυριαρχία ΝΔ και ΠαΣοΚ έβαλε η δημιουργία του ΛΑΟΣ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα δύο κυβερνητικά κόμματα αντιμετωπίζουν την απώλεια της ηγεμονικής θέσης τους στο εσωτερικό της παράταξης όπου ανήκουν.
Στην Ελλάδα της βαθιάς οικονομικής και πιστωτικής κρίσης εκδηλώνεται ένας πρωτόγνωρος ριζοσπαστισμός και κινητοποίηση στα άκρα. Με τη διαφορά ότι άκρα δεν είναι μόνον ό,τι βρίσκεται στο τέλος των δύο πόλων του κομματικού συστήματος, αλλά άκρα υπάρχουν και μέσα στα κόμματα διακυβέρνησης, και στα άκρα ανήκουν πολλοί που αποχωρούν ή διαγράφονται από τα κόμματα αυτά. Στο ΠαΣοΚ έχει απομείνει ένας φιλοευρωπαϊκός εκσυγχρονιστικός πυρήνας, γεγονός που αποτελεί ευκαιρία σταδιακά να αποστασιοποιηθεί από το λαϊκιστικό παρελθόν του και να εξελιχθεί σε ένα προσαρμοσμένο στα ελληνικά προαπαιτούμενα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Παρά τις εμμονές του κ. Σαμαρά και του περιβάλλοντός του σε ακραίες λαϊκιστικές και εθνικοπατριωτικές εγκλήσεις, ένα τμήμα της άκρας Δεξιάς εγκαταλείπει τη ΝΔ δημιουργώντας στα δεξιά της έναν πρωτόγνωρο συνωστισμό από κομματίδια-πομφόλυγες. Από αυτά κανένα ενδεχομένως να μην μπει στην επόμενη Βουλή, όλα μαζί όμως δημιουργούν εκβιαστική πίεση στην παράταξη από την οποία προέρχονται και κυρίως στο κομματικό σύστημα.
Από ένα τυπικό σύστημα που συνέκλινε στο Κέντρο, το ελληνικό κομματικό σύστημα τείνει να εξελιχθεί σε ένα δίτροπο σύστημα με ενισχυμένα τα άκρα του. Ενα τέτοιο σύστημα αποτελεί κλασική περίπτωση μη μετριοπαθούς κομματικού συστήματος, τα ισχυρά άκρα του οποίου θα αποτρέπουν τη σύγκλιση των συναινετικών δυνάμεων. Αν θέλαμε να δούμε πώς φθάσαμε εδώ, θα ήταν μυωπικό να ρίχναμε όλο το βάρος στην οικονομική κρίση και στους μόνιμους ενοίκους των άκρων. Αν πράγματι θέλουμε να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα στα οποία έχουμε εμπλακεί, είναι ανεύθυνο, σε μια συγκυρία που ευνοεί την υπερπροσφορά των προϊόντων του εξτρεμισμού, να εξασφαλίσουμε πολιτική ζήτηση γι’ αυτά. Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα, τα υπεύθυνα κόμματα και η ελληνική κοινωνία μόνο να χάσουν έχουν από τη βεβιασμένη προσφυγή στις κάλπες, που θα αποτελέσει τη σκηνή για μια άνευ προηγουμένου παράσταση των διαλυτικών για την κοινοβουλευτική δημοκρατία διαθέσεων των άκρων.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ