ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times

Η κατακραυγή από δύο αλλεπάλληλα επεισόδια – την κατά λάθος καύση ενός αντιτύπου του Κορανίου από αμερικανούς στρατιώτες, και τη σφαγή 16 αφγανών αμάχων από έναν αμερικανό στρατιώτη που έπαθε αμόκ – θέτει σε κίνδυνο την στρατηγική του Μπαράκ Ομπάμα για ομαλή απόσυρση από το Αφγανιστάν.

Το σχέδιο του προέδρου των ΗΠΑ για το 2012 είχε δύο στόχους: Πρώτον, να επιταχύνει την εκπαίδευση των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας ώστε να μπορούν να αναλάβουν αποστολές. Και, δεύτερον, να πείσει τους πολέμαρχους των Ταλιμπάν να λάβουν μέρος σε διαπραγματεύσεις, ώστε να τερματιστεί μια δεκαετία συνεχούς πολέμου.

Κάποτε ο Ομπάμα και οι σύμβουλοί του ήλπιζαν ότι μέχρι σήμερα οι Ταλιμπάν θα είχαν εξαντληθεί και ότι αργά ή γρήγορα θα συμμετείχαν σε ειρηνευτικές συνομιλίες. Αλλά σε συζητήσεις την Κυριακή, τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στην Καμπούλ, αμερικανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι ομολόγησαν ότι τα τελευταία γεγονότα μπορούν να ενισχύσουν τους σκληροπυρηνικούς εντός των Ταλιμπάν, οι οποίοι διαφωνούν για διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις των ΗΠΑ, οι οποίες ούτως ή άλλως αποσύρονται σταδιακά από την χώρα. Επιπλέον, θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τα επόμενα δύο χρόνια για να εκμεταλλευθούν την αντίθεση του λαού για την ξένη κατοχή.

«Ο φόβος», είπε ένας αμερικανός στρατιωτικός αξιωματούχος, «είναι ότι όλα αυτά τα επεισόδια μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι θα λένε ότι δεν μεταχειριζόμαστε με σεβασμό την θρησκεία και τον λαό του Αφγανιστάν. Και ενώ όλοι ξέρουμε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο – σκεφθείτε πόσους έχουν σκοτώσει οι Ταλιμπάν, χωρίς να έχουν αναλάβει ούτε μια φορά την ευθύνη – είναι δύσκολο να αντιμετωπίσεις μια τέτοια αντίληψη».

Οι ΗΠΑ έχουν έρθει αντιμέτωπες με το ίδιο πράγμα στο Ιράκ, όπου το 2005 αμερικανοί πεζοναύτες σκότωσαν 26 άοπλους ιρακινούς, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά, στη Χαντίτα, μια απομακρυσμένη πόλη στην επαρχία Ανμπάρ. Εκείνο το επεισόδιο προκάλεσε μια από τις χειρότερες αιματοχυσίες του πολέμου.

Κανείς δεν προβλέπει το ίδιο αποτέλεσμα στο Αφγανιστάν, κυρίως επειδή οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι αποχωρούν, εκτός από κάποιες μικρές ειρηνευτικές δυνάμεις που σκοπεύουν να αφήσουν στη χώρα.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, καταθέτοντας στη Γερουσία, ο ναύαρχος Τζέιμς Σταυρίδης, επικεφαλής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, διακήρυξε: «Πιστεύω ότι θα έχουμε μια μακροχρόνια συνεργασία ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στη Δημοκρατία του Αφγανιστάν».

Η ταχύτητα με την οποία αντέδρασε η Ουάσιγκτον στην είδηση της επίθεσης την Κυριακή – ένα μακελειό που λέγεται ότι το έκανε ένας αμερικανός στρατιώτης από μόνος του – δείχνει πόσο βαθιές είναι οι ανησυχίες για το γεγονός ότι θα είναι όλο και πιο δύσκολο να πειστεί ο αφγανός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι για μια τέτοια συνεργασία με το ΝΑΤΟ.

Ο Καρζάι κατηγορείται εδώ και πολύ καιρό ότι είναι μια μαριονέτα στα χέρια των Aμερικανών. Αλλά για πολλούς Aμερικανούς – ακόμη και για όσους υποστήριζαν κάποτε την αποστολή στο Αφγανιστάν, και στα δύο κόμματα – αυτά τα επεισόδια και οι αναπόφευκτες αντιδράσεις που προκαλούν, δείχνουν πόσο αναγκαίο είναι να αναζητήσουν γρήγορα οι δυνάμεις των ΗΠΑ την έξοδο από το Αφγανιστάν.