Το Σαββατοκύριακο που είχε ήλιο και οι Αθηναίοι αισθάνονταν ότι η άνοιξη ήταν κοντά, η Ελλάδα δεν ήταν στα διεθνή πρωτοσέλιδα, και η αισιοδοξία δεν φαινόταν μια παράλογη στάση ζωής, σε ένα τραπέζι γνωστών μου ένας είπε «μια χούντα χρειαζόμαστε». Από όσο κατάλαβα το σκεπτικό του ήταν ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η ατιμωρησία και ότι μια αυστηρή, δεξιά- προς τα άκρα κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλει την τήρηση των νόμων. Έμεινα με την εντύπωση ότι καταλάβαινε το ακραίο και το γραφικό τέτοιων δηλώσεων, γιατί ήταν νέος στα 35, ψηφοφόρος του ΠαΣοΚ στο παρελθόν, αλλά μετά η κουβέντα πήγε στο μεταναστευτικό το οποίο υποστήριζε επίσης ότι είναι σοβαρότερο πρόβλημα για την Ελλάδα από ότι το οικονομικό. Σε μια αποστροφή ειπώθηκε ότι θα πρέπει να αφήσουμε και ένα καράβι από αυτούς να πνιγεί προς παραδειγματισμό, και εκεί κάπου σταμάτησα να ακούω. Προφανώς ήταν μία από αυτές τις καφενειακές συζητήσεις όπου πολλά λέγονται και λίγα εννοούνται, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι το παραδοσιακό καφενείο είχε καταφέρει να βρει το δρόμο του στις κουβέντες των 30 κάτι που στο χέρι κρατάνε τεύχη του Interview και του Vanity Fair.

Δεν ήταν η μόνη ακραία και συντηρητική άποψη που έχω ακούσει τελευταία, και κάθε φορά που λέγεται κάτι παρόμοιο μου έρχεται στο μυαλό αμέσως μια κουβέντα που είχα με έναν δημοσιογράφο της Wall Street Journal τον περασμένο Σεπτέμβριο. Τον είχα ρωτήσει τότε πως βλέπει να εξελίσσεται η χρονιά για την Ελλάδα και μου είχε προβλέψει ένα μηνιαίο πρόγραμμα λιτότητας, και ανεργίας λέγοντας ότι θα κατέληγε σε κοινωνική αναταραχή το καλοκαίρι και ίσως αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος. Καθώς επαληθεύονταν μήνα με το μήνα οι εκτιμήσεις ενός ανθρώπου που δεν έμενε καν σε αυτή τη χώρα, θυμόμουν κάθε φορά αυτή τη φράση του για την πολιτειακή ανατροπή.

Δεν φοβάμαι ότι θα γίνει καμία χούντα το καλοκαίρι. Αλλά από αυτά που βλέπω και διαβάζω υπάρχει πια περισσότερος χώρος στην Ελλάδα για συντηρητισμό, επιθετικότητα και μισαλλοδοξία και αυτά είναι χαρακτηριστικά που πολιτικά εκφράζονται από την άκρα δεξιά. Προφανώς είναι η εποχή για καυγάδες γιατί η πίεση της κρίσης μάς αφυπνίζει τα επιβιωτικά ένστικτα. Σπρωχνόμαστε μεταξύ μας σαν συνωστισμένοι μέσα σε ένα πλήθος που περιμένει να μπει σε ένα γήπεδο. Οι πόρτες δεν ανοίγουν και όλο και περισσότερος κόσμος καταφθάνει. Οι Ελληνες τσακώνονται παντού εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Στους δρόμους με τα αυτοκίνητα, στις γειτονιές για την θέση του κάδου και τη μείωση του ενοικίου. Διεκδικούμε ζωτικό χώρο καθώς η καινοφανής ανέχεια κάνει την πόλη να στενεύει γύρω μας.

Ταυτόχρονα είμαστε μια κοινωνία που ψάχνει να επανορίσει τις ηθικές της αξίες και τα πρότυπά της γιατί έχουμε καταλάβει ότι κάτι δεν έχει πάει και πολύ καλά εκεί. Διχογνωμούμε για το τί πρέπει να κρατήσουμε και τί να πετάξουμε, ψάχνουμε να βρούμε τα αληθινά και τα ουσιαστικά. Αυτό είναι και καλό και αναγκαίο, αλλά συμβαίνει με τους όρους του πεζοδρομιακού τσαμπουκά, γιατί δεν έχουμε εκπαιδευθεί στην διαφωνία. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ καμία κουλτούρα debate. Δείτε όσους έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν στον προβεβλημένο δημόσιο διάλογο. Δεν έχουν καμία ικανότητα να συμπυκνώνουν λόγο και επιχειρήματα στον απαιτούμενο χρόνο, συνέχεια παραπονιούνται ότι δεν έχουν ολοκληρώσει. Το κοινό από την άλλη φαίνεται να εκτιμά τον συναισθηματικό λόγο και την έλλειψη ψυχραιμίας, και μάλλον τα θεωρεί πλεονεκτήματα γιατί εκφράζουν πάθος. Δύο Ελληνες που διαφωνούν δεν θα διασταυρώσουν επιχειρήματα, θα προσπαθούν απλώς να μιλήσουν περισσότερο και πιο δυνατά από τον άλλο. Συμβαίνει στην τηλεόραση ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που γίνεται στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών μας γιατί ανάμεσα σε αυτά τα δύο περιβάλλοντα δεν παρεμβάλλεται κανένα σχολείο και κανένα πανεπιστήμιο που να μας μαθαίνει το θάρρος και την τεχνική της υποστήριξης μίας θέσης ακούγοντας την αντίθετη.

Οσοι μένουμε στην Ελλάδα και δεν επιλέγουμε το ρίσκο της μετανάστευσης γινόμαστε πιο συντηρητικοί. Ακριβώς όπως η ανεργία μας στέλνει πίσω στα πατρικά έτσι και στο επίπεδο των ιδεών και της στάσης ζωής επιστρέφουμε σε αυτά που θεωρούμε δοκιμασμένα από την προηγούμενη γενιά, στις ρίζες των ιδεολογιών που μοιραζόμαστε, όσο γίνεται πιο μακριά από τα τελευταία 15 χρόνια Δουλεύει σε πολλά επίπεδα. Αν είσαι αριστερός μπορεί να φαντασιωθείς την Ελλάδα με δραχμή αυτάρκη εκτός της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αν είσαι δεξιός μια Ελλάδα περισσότερο ασφαλή, περισσότερο νομοταγή, ιδανικά πιο gentrified σαν το Bowery του Giuliani. Αν είσαι μέλος της μεσαίας τάξης (και ποιος δεν είναι σε αυτή τη χώρα) ίσως ξαφνικά να αρχίσεις να δυσπιστείς βλέποντας τα όμορφα, σπάνια και ακριβά πράγματα που δεν μπορείς να έχεις στις βιτρίνες και τα περιοδικά. Πολύ πιθανό τα ρούχα, το φαγητό, η μουσική και η τέχνη (ακόμα χειρότερα αν παράγονται στο εξωτερικό) να σου φαίνονται ύποπτα ως φορείς επιφανειακών ηθών, ύπουλες εκφράσεις του ηδονιστικού και αμοράλ lifestyle που μας έφερε σε αυτά τα χάλια. Το μπαρ της γειτονιάς είναι πιο κοντά, και ο ελληνικός στίχος σε εκφράζει πιο άμεσα, και ίσως η μαμά σου να είχε δίκιο ότι πρέπει να βρεις ένα καλό παιδί που να μπορείς να βασιστείς πάνω του. Όπως οι άνθρωποι της βιομηχανικής επανάστασης εξιδανίκευαν τα μικρά σπίτια στα λιβάδια καταφεύγουμε κι εμείς σε φαντασιακές εικόνες και ιδέες του παρελθόντος. Ξαφνικά η διαμάχη Ανατολής και Δύσης που συμβαίνει στην Ελλάδα εδώ και 200 χρόνια είναι σαν να μην έχει τόση σημασία, γιατί έτσι κι αλλιώς επιλέγουμε τα πιο συντηρητικά κομμάτια και από τις δύο κοσμοθεωρίες.

Μαζί με το συντηρητισμό πάει κι ο λαϊκισμός και ο συνδυασμός τους στην πιο ακραία μορφή του έχει τα αποτελέσματα που βλέπουμε στο βίντεο με τις καρέκλες και τα γιαούρτια κατά του Νταλάρα. Στην πιο ήπια είναι ένα από όλα αυτά τα κείμενα λεκτικών τσακωμών και ξεκατινιάσματων στην mainstream αρθρογραφία, στα blogs και στα social media του τελευταίου μήνα. Από αυτά που μου έρχονται στο μυαλό ένα μου έλεγε ότι δεν θα πρέπει να μου αρέσει η αστεία διαφήμιση με τον τύπο που πουλάει λουκάνικα γιατί προβάλλει μια κατάπτυστη Ελλάδα, ένα άλλο μου έλεγε ότι θα πρέπει να στενοχωριέμαι περισσότερο που θα είμαι άνεργος από το αν θα καούν μερικά κτήρια του κέντρου, και μετά άπειρα που μου έλεγαν ότι η Imako διέφθειρε τα ήθη μας.

Δεν θέλω να υιοθετήσω καμία από αυτές τις απόψεις που μου αυτοπροβάλλονται με retweets και likes ως αυταπόδεικτες αλήθειες. Για τη διαφήμιση του Μαυροματάκη θεωρώ ότι το να πιστεύεις ότι χαϊδεύει τον απαίδευτο Ελληνα της εργατικής τάξης είναι (τηρουμένων των αναλογιών) σαν να βλέπεις σε ένα καλοκαιρινό το La Terra Trema και να γυρνάς και να λες στο διπλανό «πάμε να φύγουμε με έχουν μιζεριάσει τώρα αυτοί οι ψαράδες». Για το αν μου επιτρέπεται να κλαίω και το Αττικόν και τη σύνταξη του πατέρα μου μαζί, δεν μου φαίνεται λογικό να εμπιστευθώ σε κανένα γραφιά που βλέπει τη ζωή από το Galaxy της Σταδίου να μου βάζει προτεραιότητες στη λύπη. Για όσα γράφτηκαν για την Imako ξέρω ότι τα περισσότερο ήταν από προσωπική εμπάθεια κατά του Πέτρου Κωστόπουλου. Το πώς και το γιατί δεν με νοιάζει και πολύ, δεν τα ξέρω, όπως δεν ξέρω γιατί ο Ιάγος ήθελε να καταστρέψει τον Οθέλλο. Τα υπόλοιπα ήταν αποτέλεσμα της σύγχυσης για του τι ήταν πραγματικά το lifestyle, πώς πέρασε από την πρωτοπορία στο mainstream και αναμείχθηκε με το κοσμικό ρεπορτάζ και την ζωή των πλουσίων, μέχρι που τελικά δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις εύκολα. Είναι εντυπωσιακό όμως ότι lifestyle θεωρείται το δελτίο του Star (που είναι στην πραγματικότητα κοσμικό ρεπορτάζ συν χαζομάρα) και όχι οι Πρωταγωνιστές του Θεοδωράκη που ως φόρματ πατάει ακριβώς στα προσωποκεντρικά ρεπορτάζ που πρωτοέκαναν τα lifestyle περιοδικά. Θεωρώ το συμφυρμό των εννοιών, την παράλειψη των λεπτομερειών και το bullying της μέσης γνώμης, λαϊκισμό, και επειδή μάλιστα εκδηλώθηκε με επιθετικότητα, φασιστικής αισθητικής.

Χρειαζόμαστε τις απαντήσεις και επειδή η πολιτική δεν μπορεί να παράγει αφηγήσεις ικανές να μας εξάψουν και να μας κινητοποιήσουν το συζητάμε μεταξύ μας. Είναι μερικοί που το έχουν πάρει χαμπάρι και σκέφτονται ότι κάτι μπορεί να βγει από αυτό, παραπάνω page views, νομιμοποίηση ως εκφραστής του λαού τους, ό,τι ψάχνει κανείς. Από την άλλη ξέρω ότι το κείμενο γνώμης είναι το πιο εύκολο πράγμα που μπορεί να γράψει ένας δημοσιογράφος. Δεν χρειάζεται να σηκώσεις ούτε μισό τηλέφωνο, δεν χρειάζεται κανένα ρεπορτάζ, το μόνο προαπαιτούμενο είναι να έχεις μία άποψη για ένα θέμα της επικαιρότητας, και αν είσαι και έμπειρος δημοσιογράφος τις 500 λέξεις τις έχεις σε 15 λεπτά.

Όπως όλα τα κείμενα που είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, αυτού του είδους τα άρθρα μπορούν – με προϋποθέσεις – να έχουν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες γιατί αισθάνονται ότι ταυτίζονται με τον υπογράφοντα. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία μπορεί να έχει ένα κείμενο αν γραφτεί έτσι ώστε να δημιουργεί πόλωση, να δημιουργεί φανατικούς φίλους και εχθρούς, να υποστηρίζει κάτι ακραίο. Πρέπει να ξέρεις ποιο είναι το ακροατήριό σου και να του προσφέρεις έναν δαιμονοποιημένο Αλλο. Αν είσαι ας πούμε δεξιός columnist δεν είναι κακή ιδέα να προκαλείς τους αριστερούς, γιατί συσπειρώνεις αυτούς που πραγματικά θέλεις γύρω σου. Αν το μήνυμά σου μάλιστα μπορεί να συνοψιστεί σε έναν τίτλο και ανεβεί online, θα κάνει και το γύρο των social media που έχουν τη δυνατότητα να μεγεθύνουν την απήχηση και το εύρος της. Είναι σαν να μιλάς με ένα χωνί στο αυτί του follower σου, και με όλα τα shares και τα retweets πάνω από μία φορά την ημέρα.

Απόψεις τραβηγμένες από τα μαλλιά, υπεραπλουστεύσεις, προβοκατόρικοι επιθετικοί τίτλοι, ξεκάθαροι λίβελοι, οι σχολιαστές στην ψηφιακή εποχή των media επαναλαμβάνουν όσα έχουν μάθει όλα αυτά τα χρόνια από τα πρωτοσέλιδα των mainstream εφημερίδων και των κοκορομαχιών στα talk shows. Αν το παράδειγμα είναι οι μεγαλοδημοσιογράφοι που έχουν κάνει καριέρα επενδύοντας στην δημοσιογραφία εντυπωσιασμού (sensationalist journalism) γιατί να αποκλειστούν όλοι οι wannabe opinion makers; Αν ο Καρατζαφέρης έχει δυσανάλογο τηλεοπτικό χρόνο σε σχέση με την απήχησή του στο εκλογικό σώμα, επειδή λαϊκίζει και ατακάρει, γιατί ένας γραφιάς να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ίδιες τεχνικές για να ανακοινώσει την ύπαρξή του;