Με τα σημερινά δεδομένα, ένα πράγμα φαντάζει πλέον βέβαιο: η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, με πιθανότερη ημερομηνία εκλογών τις 29 Απριλίου.
Σε αυτές τις πενήντα έξι ημέρες που μεσολαβούν ως τις κάλπες (και εκτός από τα Πάθη του Κυρίου…) αναμένεται να διευθετηθούν ακόμη δύο βασικά ζητήματα:
l Η δανειακή σύμβαση και η ανταλλαγή των ομολόγων, οι οποίες θα κλείσουν μέσα στο επόμενο 15ήμερο.
l Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠαΣοΚ στις 18 Μαρτίου.
Λογικά λοιπόν από τότε και μετά δεν θα υπάρχει κανένα ουσιαστικό εμπόδιο για την ενεργοποίηση της εκλογικής διαδικασίας. Απλώς, η παρεμβολή του Πάσχα ίσως μεταθέσει τις εκλογές για τις 29 Απριλίου.
Ως εκ τούτου, η ίδια η ζωή φαίνεται να λύνει ένα ζήτημα – το ζήτημα των εκλογών – που πυροδότησε αντιδικίες και προβληματισμούς, που ενεργοποίησε σκοπιμότητες ή μεθοδεύσεις, που προκάλεσε ακόμη και την παρέμβαση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αυτοπροσώπως.
Το λύνει μάλιστα κατά έναν τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις ή επιφυλάξεις. Απλώς όσοι είχαν επενδύσει σε μια παρατεταμένη εκτροπή από τη δημοκρατική νομιμότητα θα πρέπει τώρα να αναθεωρήσουν τις επιδιώξεις τους.
Ακόμη κι έτσι όμως το ερώτημα του μετεκλογικού τοπίου παραμένει απολύτως ανοιχτό – ευλόγως, θα μου πείτε: Τα μετεκλογικά τοπία τα διαμορφώνουν οι εκλογές…
Και παραμένει ανοιχτό επειδή σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις παλαιότερες εκλογικές αναμετρήσεις τώρα τίθεται για πολλούς ένα πιο σύνθετο ερώτημα: Ποιος θα κυβερνήσει μετά τις εκλογές αυτόν τον τόπο;
Λάθος ερώτημα, επιτρέψτε μου να πω. Ποιος θα κυβερνήσει; Μα όποιος έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Οι δημοσκοπήσεις βεβαίως καταγράφουν έναν εντυπωσιακό πολυκερματισμό των πολιτικών δυνάμεων – αν και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτή θα είναι και η τελική εικόνα της κάλπης…
Ακόμη κι έτσι όμως, και όπως κι αν τις διαβάσει κανείς, όλα δείχνουν ότι η ΝΔ και το ΠαΣοΚ θα διαθέτουν από κοινού μια πλειοψηφία που θα ξεπερνάει άνετα τις 180 έδρες – ακόμη και το Σύνταγμα θα μπορούν να αλλάξουν, που λέει ο λόγος!
Με άλλα λόγια και παρά τις δυσοίωνες προφητείες, είναι εξαιρετικά απίθανο να βγει η Ελλάδα από τις κάλπες με ένα πρόβλημα διακυβέρνησης. Το αντίθετο: οι κάλπες του 2012 μπορούν με ευκολία να αναδείξουν μια κυβερνητική πλειοψηφία που θα είναι και ευρύτερη και ισχυρότερη από αυτήν του 2009.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, τα πραγματικά ερωτήματα βρίσκονται αλλού.
Πρώτον, αν η διαχείριση της κρίσης στη χώρα μας μπορεί να γίνει από μία μόνο παράταξη, όσο υψηλό εκλογικό ποσοστό κι αν συγκεντρώσει.
Η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική – το απέδειξε η διετία Παπανδρέου με τον πιο πειστικό τρόπο…
Δεύτερον, αν η κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα μπορεί να ασκηθεί από «τεχνικές κυβερνήσεις», όπως αυτή του Μάριο Μόντι, στην Ιταλία, ή ακόμη και του Λ. Παπαδήμου.
Η απάντηση είναι και εδώ αρνητική.
Αφενός επειδή η εμπειρία του τελευταίου τετραμήνου δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική – ακόμη ψάχνουν να βρουν υπουργό Προστασίας του Πολίτη!..
Αφετέρου επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει τις «μη πολιτικές» προσωπικότητες που θα μπορούσαν να σηκώσουν αποτελεσματικά το βάρος μιας διακυβέρνησης σε τόσο κρίσιμες στιγμές. Αν υπήρχαν, θα τους ξέραμε.

Αντιλαμβάνομαι τη δυσφορία όσων είχαν εκλάβει το πείραμα Παπαδήμου (χωρίς καμία ευθύνη του Παπαδήμου, προφανώς!..) ως μια ευκαιρία ξεχαρβαλώματος του πολιτικού συστήματος και εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος στο οποίο άλλοι θα εκλέγονται και άλλοι θα κυβερνούν.
Εχω την εντύπωση όμως ότι οι επιδιώξεις τους ήταν εξαρχής υποθηκευμένες: κανένας πολιτικός αρχηγός, κανένα πολιτικό κόμμα και κανένα πολιτικό σύστημα δεν προσφέρονται να αυτοκαταργηθούν απλώς για να ικανοποιήσουν τις επιδιώξεις όσων θέλουν να τους υποκαταστήσουν – δικαίως ή αδίκως, αδιάφορο…
Υπό αυτή την έννοια, το μετεκλογικό τοπίο μπορεί να φαίνεται ανοιχτό αλλά δεν είναι καθόλου άδηλο.
Θα ενισχυθούν τα άκρα; Να το δεχτώ. Αλλά θα ενισχυθούν τόσο όσο να αποσταθεροποιήσουν τη δημοκρατία; Πολύ αμφιβάλλω.
Οι ίδιες δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την άνοδό τους δείχνουν μια ευρεία πλειοψηφία της τάξεως του 75%-80% σταθερά προσανατολισμένη στην Ευρώπη και σε ό,τι την προσδιορίζει.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία βεβαίως ότι οι εκλογές αυτές θα αλλάξουν πολλά πράγματα, πολλές νοοτροπίες, ίσως και πολλά πρόσωπα.
Αλλά τι έχει μείνει ίδιο στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια; Ποιο είναι τελικά το πρόβλημα; Και γιατί θα πρέπει να μας φοβίζουν τέτοιες αλλαγές;
Ακόμη περισσότερο όταν (όπως συμβούλευε και ο πρίγκιπας Ντι Σαλίνα στον «Γατόπαρδο») πρέπει να αλλάξουν όλα για να μην αλλάξει τίποτε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ