Δεν ξέρουμε πριν από πόσα εκατομμύρια χρόνια σχηματίστηκε, σε μια νόηση προγονική του ανθρώπου, η έννοια «εμείς». Πάντως, αρκετά πριν εντυπωθεί στις ανθρώπινες γλώσσες. Αλλά την ανθρώπινη νόηση, ειδικά, επρόκειτο να τη χαράξει ανεξίτηλα. Χωρίς την έννοια του ανήκειν στην κοινότητα, την έννοια που ενώνει και διαιρεί, που ενώνει διαιρώντας και διαιρεί ενώνοντας, οι άνθρωποι σε ελάχιστες στιγμές μπόρεσαν να φανταστούν τους εαυτούς τους.
Βέβαια, το περιεχόμενο των νοητικών σχημάτων της συλλογικής ταυτότητας και ετερότητας είναι ιστορικό. Στα γραπτά κατάλοιπα του πρόσφατου παρελθόντος, ας πούμε διακόσια χρόνια πίσω, εύκολα θα βρει κανείς περιφρονητικές αναφορές Γάλλων για τους Βρετανούς και Γερμανών για τους Γάλλους. Τον ίδιο εκείνο καιρό στα «φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», για να πάρουμε την έκφραση του Κοραή, κυκλοφορούσαν για τους Γραικούς, «το λαό που ετοιμαζόταν να γίνει έθνος», κατά την έκφραση του ιδίου, διαφορετικές γνώμες. Οι φιλέλληνες και οι ελληνοσκεπτικιστές χάραξαν με τη ματιά τους τη φαντασιακή εσωτερικότητα του νεόκοπου έθνους. Και από τότε που το έθνος άρχισε να βλέπει, κοιτάζει τον έξω κόσμο μέσα από τις γραμμές εκείνης της ματιάς, στην οποία πρωτοφανερώθηκε. Το συλλογικό είδωλο είναι και καθρέφτης, ταυτόχρονα.
Κάθε ιδιαιτερότητα, αν επιδιώκουμε την ερμηνεία, χρειάζεται να αναπλαισιωθεί στη γενικότητα. Ιδανικά, μπορεί να οριστεί από πολλές κανονικότητες που τέμνονται. Το σύνδρομο της αναδελφότητας υπερβαίνει την εθνική τυπολογία. Στα μέλη των κοινοτήτων των Ελλήνων, των Τούρκων, των Αράβων και των Παστούν, για παράδειγμα, διαδίδεται εξίσου εύκολα η αντίληψη ότι ο υπόλοιπος κόσμος εχθρεύεται και υπονομεύει τους Ελληνες, τους Τούρκους, τους Αραβες και τους Παστούν, αντίστοιχα. Ωστόσο, όταν αναρωτιόμαστε αν οι φίλοι μας οι Γερμανοί είναι εχθροί μας, δεν εκδηλώνουμε απλά την εμμονή μας σ’ ένα σύνδρομο υπανάπτυξης. Ο περί την Ελλάδα λόγος που κυκλοφορεί στους διαύλους δημοσιότητας των ευρωπαίων εταίρων μας και ο σύστοιχος λόγος περί των εταίρων μας που αρθρώνεται στα εγχώρια κανάλια μπορεί να ιχνηλατηθεί, χωρίς ιδιαίτερο μυστήριο, σε δύο ρίζες: παραγωγική ανισότητα και πολιτική υστέρηση. Οι ρίζες αυτές αφορούν την Ευρώπη και συνδυαστικά ορίζουν την αποτυχία της ολοκλήρωσής της.
Ο ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός έγινε θύμα της αυταπάτης του ότι η ενιαία διακρατική αγορά συνεπάγεται συρρίκνωση των επί μέρους κρατών πέρα και από το κρίσιμο όριο των εθνικών αντιστάσεων. Ομως όσο ο πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας έμενε άθικτος τόσο οι ανισομεγέθεις εταίροι θα κανιβαλίζονταν μεταξύ τους, πρώτα οικονομικά και ύστερα ιδεολογικά. Το αποτέλεσμα των οικονομικών καταρρεύσεων εντός ευρωζώνης συνδέεται πλέον κατά τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο με την κατασκευή εκατέρωθεν εικόνων που παραπέμπουν σε εθνικές καρικατούρες. Η Ευρώπη δεν θα γλιτώσει τόσο φτηνά από τα παλιά της φαντάσματα. Ακόμα χειρότερα, η ετεροβαρής οικονομική αλληλεξάρτηση και οι εθνικισμοί που αποχαλινώνονται στο έδαφος της ανυπαρξίας πολιτικής ενοποίησης συνδέονται σ’ ένα κλειστό εκρηκτικό κύκλωμα. Μάλλον, εμείς οι Ευρωπαίοι, με το τόσο ασθενικό «εμείς», βρισκόμαστε σε σταυροδρόμι. Η διάρρηξη του γαλλογερμανικού άξονα είναι ίσως ζήτημα εβδομάδων. Ή, πάλι, η ενδεχόμενη συνειδητοποίηση αυτής της απειλής να οδηγήσει σε υπερβάσεις προς την κατεύθυνση της μεταεθνικής Ευρώπης. Τα οικονομικά εργαλεία θα επιστρατευθούν ξανά με την παράπλευρη προσδοκία ότι θα φέρουν αποτελέσματα και στις νοοτροπίες: μετά το ευρώ, παίρνει σειρά το ευρωομόλογο.
Εν αναμονή της κοσμοχαλασιάς ή της κοσμογονίας, μπορούμε να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε τους Ελληνες και τους Γερμανούς ως συμπαγή υποκείμενα. Ο εγχώριος λόγος που αντιπαραθέτει τον Ελληνα στον Γερμανό είναι λόγος πολιτικής χειραγώγησης. Το τελευταίο που χρειάζονται οι κάτοικοι αυτής της χώρας είναι να ενωθούν σαν γροθιά ενάντια σε μια δήθεν ξένη επιβουλή. Η ίδια η σκέψη είναι επίβουλη: αρκετοί, και μεταξύ τους αρκετοί πολιτικοί ιθύνοντες, θα ήθελαν να κρυφτούν πίσω από το ενιαίο εθνικό σώμα για συνεχίσουν να παρασιτούν στα υπολείμματα του εθνικού κορμού. Καλύτερα να δούμε τη συνθετότητα των πραγμάτων. Στη Γερμανία, όπως και στην Ελλάδα, πολλές αντίρροπες δυνάμεις συγκρούονται και ενίοτε συντίθενται. Στη Γερμανία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, έχει επιτευχθεί μια «εθνική συμφωνία» ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους στη βάση της κατανομής παραγωγικού εισοδήματος. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Γερμανία, ο κομματικός ιστός που ακόμα διατρέχει το συνεχές ανάμεσα στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα συγκαλύπτει τη διάκριση ανάμεσα σε σφαίρες δραστηριότητας και συνιστά ένα θλιβερό υποκατάστατο του παραγωγικού ιστού.
Και στις δύο χώρες όμως η κοινή γνώμη εκφράζεται μέσα στο ευρωπαϊκό πολιτικό κενό. Η χονδροειδής ηθικολογία στην οποία καταφεύγουν πολλοί θεωρούμενοι ως εκφραστές της γερμανικής κοινής γνώμης είναι η άλλη όψη του πολιτικού ελλείμματος της Ευρώπης, στο οποίο αντιστοιχεί ένα έλλειμμα ευρωπαϊκής συλλογικής ταυτότητας, του ευρωπαϊκού «εμείς». Η πολιτική διεύθυνση της Ευρώπης γίνεται με συρροή μικρών αυτοσχέδιων πραξικοπημάτων. Φαίνεται ότι κορυφαίοι γερμανοί πολιτικοί χάνουν κάποτε και την αίσθηση της νομιμοποιητικής βάσης των πολιτικών τους πράξεων ή τουλάχιστον των πολιτικών τους λόγων. Η υπαγόρευση πολιτικών εξελίξεων εκτός γερμανικής επικράτειας αίρει ένα ταμπού που ορθά και ωφέλιμα για την Ευρώπη είχε σχηματιστεί υπό το βάρος της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Αλλά δεν μπορεί να αποσιωπηθεί η μαζική εσωτερική αντίδραση των πιο προοδευτικών γερμανικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές. Η αποσιώπηση βολεύει αρκετούς δικούς μας πολιτικούς που θα ήθελαν να εξοστρακίσουν την εγχώρια απελπισία στο βολικό ομοίωμα ενός εξωτερικού εχθρού.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ