Η παράδοση ήθελε το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών να συμβαδίζει με το αντίστοιχο των πανεπιστημιακών, καθώς η πολιτεία θεωρούσε ότι οι δύο αυτές κατηγορίες δημοσίων λειτουργών έχουν ιδιαίτερα αυξημένες ευθύνες και η ανταπόκριση σε αυτές απαιτεί και ιδιαίτερα αυξημένα προσόντα και διαρκή αφοσίωση στο καθήκον. Η παράδοση αυτή τηρήθηκε μέχρι το 2008! Δεν μπόρεσε να αντέξει περισσότερο σε μια Ελλάδα που κάθε έννοια δικαίου είχε καταστρατηγηθεί και κάθε πραγματική αξία είχε υποβαθμιστεί. Το 2008 οι αποδοχές των δικαστικών γνώρισαν αύξηση της τάξεως του 80% (!), ενώ αυτές των πανεπιστημιακών παρέμειναν καθηλωμένες στα επίπεδα του 2004. Η κατάσταση αυτή εξακολουθεί βέβαια να υπάρχει και σήμερα με αποτέλεσμα, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, οι αποδοχές του δεκαπενθημέρου ενός δικαστή να είναι προκλητικά μεγαλύτερες από τις μηνιαίες αποδοχές ενός πανεπιστημιακού αντίστοιχης βαθμίδας!

Η προεξαγγελθείσα απόφαση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σύντομα σε νέες περικοπές (20%) σε όλα τα ειδικά μισθολόγια θα ανοίξει αναπόφευκτα τη συζήτηση και θα πρέπει όλα να ειπωθούν δημόσια. Το πρώτο και βασικό ερώτημα που ανακύπτει φυσιολογικά είναι τι άλλαξε ξαφνικά το 2008 ώστε να δικαιολογείται η διαφοροποίηση των μισθολογίων που αναφέραμε παραπάνω. Πειστική απάντηση δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν απόψεις για προφανή συναλλαγή μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας ή, σε μια πιο «ήπια» και γενικόλογη εκδοχή, για προνομιακή μεταχείριση εκ μέρους του κράτους των κλάδων που καταφέρνουν να ασκούν πίεση.

Πρόκειται, προφανώς, για το κλασικό νεοελληνικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο, όποιος έχει στα χέρια του κάποιας μορφής εξουσία την αξιοποιεί για να βολέψει τον εαυτό του! Το δεύτερο ερώτημα θέτει τις σημερινές διαστάσεις του προβλήματος. Θα αποκαταστήσει την διαταραχθείσα ισορροπία η σημερινή κυβέρνηση, όπως οφείλει, ή θα προσποιηθεί ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα (ούτε ηθικό, ούτε λογικό, ούτε οικονομικό!) και θα εφαρμόσει απλά τις προσφιλείς της οριζόντιες περικοπές; Το πρόβλημα δεν προσφέρεται για γενικόλογες ρητορείες γιατί είναι χαρακτηριστικά απλό. Η στοιχειώδης αίσθηση δικαίου (αντίθετα με τις διακηρύξεις των θεσμικών εκπροσώπων της δικαιοσύνης) απαιτεί επάνοδο στην προτέρα κατάσταση. Αυτό σημαίνει πρακτικά εξίσωση (τουλάχιστον!) του μισθού δικαστικών και πανεπιστημιακών. Η λογική προτείνει εξίσωση προς τα πάνω, αλλά η οικονομική συγκυρία μάλλον επιβάλλει εξίσωση σε κάποιο ενδιάμεσο επίπεδο ή προς τα κάτω. Σε αυτό το δίλημμα καλείται να απαντήσει η κυβέρνηση.

Η δικαστική εξουσία από τη πλευρά της φαίνεται αποφασισμένη να υπερασπιστεί αυτά που θεωρεί μισθολογικά κεκτημένα και ετοιμάζεται μάλιστα για τη μάχη όχι μόνο επεξεργαζόμενη καινούργιες επικοινωνιακές πρακτικές, αλλά και εισάγοντας νέες εννοιολογικές διακρίσεις που θα τις ζήλευε και ο ίδιος ο Ερμογένης. Όποιος παρακολούθησε τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αυτιά (ΣΚΑΙ, Σάββατο, 18 Φεβρουαρίου 2012) μπορεί να βεβαιώσει ότι η επιχειρηματολογία του υπέρ του μισθολογικού δικαίου των δικαστών εμφανίστηκε ως επί τη ευκαιρία αναφορά σε μια συζήτηση με πολλούς προσκεκλημένους που ασχολούνταν με θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος! Υποτίθεται ότι έτσι το μήνυμα διαχέεται αβίαστα και επηρεάζει αποτελεσματικότερα! Ήταν, βέβαια, φανερό ότι η παρουσία του εκπροσώπου των δικαστών δεν εξυπηρετούσε την γενικότερη συζήτηση, αλλά μόνον την προσέγγιση του συγκεκριμένου, συνδικαλιστικού χαρακτήρα, θέματος.

Στο επίπεδο της επιχειρηματολογίας το καινούργιο στοιχείο ήταν η επιχειρηθείσα διάκριση μεταξύ άμεσων δημοσίων λειτουργών, που είναι βέβαια οι δικαστές, και έμμεσων (;) που δεν κατονομάζονται. Είναι προφανές, όμως, τι έχει κατά νου ο ομιλητής. Άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, που ρητά αναφέρονται στο Σύνταγμα (χωρίς βέβαια καμία διάκριση σε άμεσους και έμμεσους) είναι οι Καθηγητές των ΑΕΙ, και αυτούς προσπαθεί εντέχνως (δικολαβικά!) να βάλει στη γωνία ο εκπρόσωπος της Δικαιοσύνης! Το επιχείρημα ισχυρίζεται τα εξής: Επειδή οι δικαστές αποτελούν μια ξεχωριστή, ανώτερη στην ουσία, κατηγορία δημόσιων λειτουργών, δεν είναι σωστό να θεωρείται ότι έχουν ειδικό μισθολόγιο ούτε να γίνονται συγκρίσεις με τα λεγόμενα ειδικά μισθολόγια∙ η συζήτηση περί ειδικών μισθολογίων, περικοπών, κλπ., αφορά τους έμμεσους (!) δημόσιους λειτουργούς! Υπάρχει προφανώς μια παρεξήγηση: η αναγνώριση της ρητορικής φύσης του νόμου συμβάλλει στην καλύτερη απονομή δικαιοσύνης, αλλά η αποδοχή της ρητορικής φύσης της πραγματικότητας δεν είναι παρά μια επεξεργασμένη και διευρυμένη εκδοχή του «είσαι ό,τι δηλώσεις»!

Τα υπόλοιπα επιχειρήματα είναι τα γνωστά, τα σχετιζόμενα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου: η σταδιοδρομία του δικαστή δεν μπορεί να αρχίσει πριν τα τριάντα του χρόνια, ο δικαστής εργάζεται και στο σπίτι του και δεν έχει ωράριο. Δεν αμφισβητεί κανείς φαντάζομαι την αλήθεια αυτών των θέσεων. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση λόγω της πολυπλοκότητας της αποστολής τους (διδακτικό, ερευνητικό, καθοδηγητικό, διοικητικό, κλπ., έργο) αντιμετωπίζουν οι πανεπιστημιακοί. Το γνωρίζει αυτό ο εκπρόσωπος της θεσμικής δικαιοσύνης και γι’ αυτό προσπαθεί να αποφύγει τις συγκρίσεις – δικαιολογημένα, γιατί οι συγκρίσεις δεν τον ευνοούν σε κανένα επίπεδο. Έχουν, όμως, νόημα οι συγκρίσεις αυτού του τύπου; Σε μια κοινωνία, όπως η δική μας, όπου δεν υπάρχει αίσθηση του μέτρου, όπου αρχές και αξίες γίνονται παίγνιο εκ πλαστελίνης στα χέρια της «εξουσίας» και όπου η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή του βολέματος, οι συγκρίσεις πρέπει να γίνονται και να διατυπώνονται δημόσια. Αυτό βοηθάει όλους μας να επανακτήσουμε σαφή γνώση της θέσης και των ορίων μας. Δεν είναι πρόθεσή μου να προχωρήσω περαιτέρω τη σύγκριση αυτή τη στιγμή. Σκοπός μου είναι απλά να συμβάλω στην προώθηση μιας συζήτησης που ούτως ή άλλως άνοιξε με την αθώα εκείνη συνέντευξη του σαββατιάτικου πρωινού.

*Ο κ. Καραδήμας Δημήτρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.