Οι συμφωνίες διακανονισμού του ελληνικού χρέους με τον μηχανισμό του λεγόμενου PSI+ είναι καθοριστικής σημασίας για να μπορέσει να ξαναγίνει βιώσιμο και η Ελλάδα να ξαναβγεί κάποτε στις διεθνείς αγορές. Υπάρχει όμως ακόμη ένα εμπόδιο για την καθολική εφαρμογή του μηχανισμού, καθώς μερικά επενδυτικά κεφάλαια δεν θέλουν να συμμετάσχουν και σκοπεύουν να καταγγείλουν την Ελλάδα ότι ανατρέπει μονομερώς τις συμφωνίες έκδοσης των ομολόγων. Για να τους αντιμετωπίσει η Ελλάδα θα ψηφίσει τις «ρήτρες συλλογικής δράσης», τα λεγόμενα CACs, με τις οποίες η πλειονότητα των πιστωτών μπορεί να επιβάλει τους όρους ανταλλαγής ακόμη και σε όσους δεν συμφωνούν.
Εδώ αρχίζει να αναπτύσσεται μια βιομηχανία κερδοσκοπίας. Οσοι είχαν επενδύσει σε ασφάλιστρα πτώχευσης (τα λεγόμενα CDS) θα επιχειρήσουν να αποδείξουν με προσφυγές σε διεθνή δικαστήρια ότι ο διακανονισμός του ελληνικού χρέους ισοδυναμεί με καθεστώς χρεοκοπίας και ότι οι συλλογικές ρήτρες δεν μπορούν να θεσπιστούν αναδρομικά. Η θεατρική υποβάθμιση την οποία έκανε ο οίκος Fitch την περασμένη εβδομάδα εξυπηρετούσε θαυμάσια αυτό το επιχείρημα των κερδοσκόπων και μερικοί πιστεύουν ότι ίσως και να έγινε με αυτόν τον σκοπό.
Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι δικαστικές διεκδικήσεις των κερδοσκόπων δεν θα έχουν καμία τύχη, ώστε η μείωση του χρέους να γίνει γρήγορα και απρόσκοπτα. Και σε αυτή τη μάχη έχει σημαντικά επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα είχε προ δεκαετίας αποδεχθεί τη λογική των συλλογικών ρητρών και είχε μάλιστα συμβάλει στην προώθησή τους στην ΕΈ και διεθνώς. Το 2003 ως εκπρόσωπος του Eurogroup είχα δηλώσει στη συνέλευση του ΔΝΤ ότι τα κράτη-μέλη αποδέχονται την εφαρμογή τους και τα επόμενα χρόνια θα προσάρμοζαν τις εκδόσεις ομολόγων σε αυτό το καθεστώς για να μετριάσουν τις συνέπειες τυχόν αναδιάρθρωσης του χρέους τους, όσο απίθανο και να φάνταζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο την εποχή εκείνη.
Αν και η Ιταλία που διαδέχθηκε την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή προεδρία δεν ήταν εξίσου ένθερμη, πολλά κράτη προχώρησαν στην αποδοχή της λογικής των συλλογικών ρητρών και στη σταδιακή εφαρμογή τους. Εναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 2004, η Οικονομική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης διεπίστωνε ότι για την περίπτωση της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Αυστρίας «σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών ή εξαιρετικών καταστάσεων, πλειοψηφία 75% των πιστωτών έχει το δικαίωμα να προσλάβει αντιπροσωπευτικό διαπραγματευτή και να συγκαλέσει συνέλευση των ομολογιούχων».
Θα μπορούσαν ενδεχομένως αργότερα να γίνουν και άλλα βήματα πιο λεπτομερούς κατοχύρωσης των συλλογικών ρητρών, αλλά φαίνεται ότι πιο πολλή ενέργεια αφιερωνόταν από τις μετέπειτα κυβερνήσεις στην απαξίωση παρά στην προστασία της ελληνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση όμως απολύτως κανείς επενδυτής δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι η Ελλάδα δρα τώρα μονομερώς και απροειδοποίητα, δεδομένου ότι είχε εγκαίρως αποδεχθεί μαζί με όλα τα κράτη της ΕΈ την αρχή των συλλογικών ρητρών σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης. Και αυτό θα εφαρμόσει με τον επικείμενο νόμο εξειδίκευσης προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή την αναδιάρθρωση του χρέους. Οι μόνοι που δικαιολογημένα απαιτούν πλήρη εξόφληση των ομολόγων είναι οι μικροκαταθέτες, οι οποίοι τοποθέτησαν τις αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου πιστεύοντας ότι θα τύχουν της ίδιας προστασίας με τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς κερδοσκοπικά σχέδια των μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων για να απομυζήσουν επιπλέον πόρους από το Ελληνικό Δημόσιο και να φέρουν εμπόδια στην πιο κρίσιμη στιγμή της αναδιάρθρωσης του χρέους προς ίδιον όφελος. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε τα δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν τις προσφυγές τους στην Αργεντινή αποκαλούνται «μοσκίτος» (=κουνούπια).

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ