Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, σε καφενεία, σουπερμάρκετ, οικογενειακά γεύματα και λοιπές συγκεντρώσεις θα υπήρχε κάποιος που θα αναφερόταν στο πόσο «ρεζίλι» γίναμε. Ρεζίλι, είτε αυτό πρόκειται για πολιτική, είτε για αθλητικά, τεχνολογικά, εκπαιδευτικά, εμπορικά, αγροτικά, πολιτιστικά, τουριστικά, καλλιτεχνικά ή κοινωνικά επιτεύγματα (ή μάλλον, αποτυχίες). Το φαινόμενο «γίναμε ρεζίλι» προϋπάρχει της κρίσης, και υποδεικνύει ότι υπάρχει μια – ίσως ασυνείδητη – αίσθηση ντροπής μέσα στον κάθε Έλληνα. Προσπαθεί να κρυφτεί από την ντροπή του, αλλά οι συνεχείς «αποτυχίες» επιβεβαιώνουν το φόβο της ανεπάρκειας. Κοινωνικά μιλώντας, ο συνδυασμός φόβου και ντροπής οδηγεί στη βία. Ο φόβος και η ντροπή μας είναι όχι μόνο επικίνδυνες για την κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα, αλλά δηλητηριώδεις ως προς την πιθανή υγιή ανάκαμψή μας.

Πριν όμως αναφερθώ στους κινδύνους, διερωτώμαι: σε ποιους, κάθε τόσο, γινόμαστε ρεζίλι; Στους ξένους; Αυτοί «οι ξένοι» ποιοι είναι; Είναι ένας συγκεκριμένος λαός; είναι η Δύση; Μήπως είναι μια απροσδιόριστη ομάδα «καλύτερων» στους οποίους θέλαμε να μοιάσουμε και ποτέ δεν καταφέραμε, μάλλον ακριβώς επειδή θέλαμε να τους μοιάσουμε; Επίσης, ξέραμε άραγε σε τι θέλαμε να τους μοιάσουμε, ή απλά, ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε προσωπικά και υπεύθυνα τα δαιδαλώδη και μυριάδες κενά μέσα στην κοινωνία μας, διψούσαμε να ξεφύγουμε από αυτά, και να δούμε τους εαυτούς μας σε αυτό που φανταζόμασταν ότι είναι αυτό το «έξω»;

Η έλλειψη πλούτου στη χώρα μας κατά τον δεκατο ένατο και εικοστό αιώνα μάς στέρησε το δικαίωμα (το οποίο είχαν πολλοί Ευρωπαίοι) να ταξιδέψουμε και να δούμε τον κόσμο πέραν της δικής μας περιορισμένης πραγματικότητας. Έχοντας εσωτερικές διαφορές να λύσουμε, περάσαμε ένα μεγάλο ποσοστό των δύο αυτών αιώνων να ακολουθούμε τα χνάρια των ειδώλων και καθοδηγητών μας, και να προσπαθούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ του επαρχιακού και κλειστού, οικογενειακού χτες με το αναπτυξιακό, πολλά υποσχώμενο αύριο. Βρεθήκαμε απροετοίμαστοι μέσα στο σταυροδρόμι της Ευρωπαϊκής ανάπτυξης, και νομίσαμε ότι βρήκαμε έναν γονιό να μας συντροφεύει στο κάθε μας βήμα, ξεχνώντας ότι έχουμε πλούτο, σύνορα, γεωστρατηγική θέση και πολλά ανεκμετάλλευτα (δικά μας) συμφέροντα.

Το ότι, συλλεκτικά, μας ενδιαφέρει να δείξουμε μια εικόνα διαφορετική από αυτό που είμαστε είναι, όπως διαπίστωσα, βαθειά ριζωμένο στη συλλογική μας κουλτούρα, και ο πιο κοντινός χαρακτηρισμός που μπορώ να του αποδώσω είναι η λέξη «κόμπλεξ».

Η κάθε μας προσπάθεια να αποδείξουμε ότι είμαστε «μπροστά» ήταν ένας πρόχειρος επίδεσμος στο πληγωμένο «Εγώ» μας, το οποίο αντί να μικρύνουμε, εμπλουτίζοντας τους εατούς μας με γνώσεις, καλύτερη ιατρική περίθαλψη, επιστημονική έρευνα, ευκαιρίες σε νέες ιδέες και πνεύματα, πέσαμε στην παγίδα της σύγχρονης Μεγάλης Ιδέας: τη φαινομενική σπουδαιότητα.

Το κόμπλεξ που βλέπω να διακατέχει τον ελληνικό λαό είναι παρόμοιο με αυτό κάποιων χωρών οι οποίες έχουν στο παρελθόν κατακτηθεί. Χώρες τις οποίες με μεγάλη ευκολία (και άγνοια για το τι πραγματικά σημαίνει ο όρος) όλοι ονομάζουμε «τρίτος κόσμος». Παρ’ολ’αυτά, με τον όρο του κόμπλεξ δεν αναφέρομαι σε μια Οθωμανική κατάκτηση, μόνο, αλλά σε μια μετ-Οθωμανική πραγματικότητα όπου νομίσαμε ότι ήμαστε ελεύθεροι. Είδαμε τους λαούς της Ευρώπης σαν φίλους μας. Πιστέψαμε ότι μας στήριξαν στην Επανάσταση διότι στα μάτια τους ήμασταν «Ευρωπαίοι». Και για κάποιους ίσως να ήμασταν έτσι. Μήπως όμως ο Λόρδος Βύρων, «ο Φιλέλληνας», αγαπούσε την Ελλάδα όπως οι Οριενταλιστές αγαπούσαν την Ινδία; Μήπως κλείσαμε τα μάτια στην αλήθεια ότι ανήκαμε, για τους «ξένους», στους λαούς που κοιτούσαν με ρομαντισμό, ως κάτι εξωτικό, προγονικό και οπισθοδρομικό; Ίσως στην παράλειψη της παραδοχής ότι υπήρξαμε υποχείρια ξένων λαών σε γεωστρατηγικά παιχνίδια οφείλεται η σημερινή μας έλλειψη ισχύος απέναντι σε αυτούς τους «φίλους».

Η γλώσσα μας είναι γεμάτη με παροιμίες για το φαίνεσθαι και το διαχωρισμό μεταξύ ενός μυστικού, εσωτερικού χώρου όπου δρούμε ελεύθεροι (π.χ. το «σπίτι μας») και του εξωτερικού «καθως πρέπει» εαυτού μας. Φοβόμαστε, λόγω του κόμπλεξ μας να παραδεχτούμε στους «ξένους» ότι δεν τα καταφέραμε να τους μοιάσουμε. Επί δεκαετίες αντιγράφαμε «τον ξένο», στην αρχιτεκτονική μας, στη μουσική μας, στις τέχνες μας, στον κινηματογράφο μας, στην αισθητική μας. Δεν καταφέραμε να καινοτομήσουμε σε τίποτα, διότι κοιτούσαμε πάντα να αντιγράψουμε και να αποδείξουμε. Αναρωτιέμαι αν το κάναμε για τους άλλους μόνο, ή προσπαθούσαμε να πείσουμε και τον δικό μας εαυτό.

Παράδειγμα: «Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει».

Κι αν το σπίτι αυτό ήταν ετοιμόρροπο – δεν είχε σημασία. Η παροιμία αυτή καθρεφτίζει την προσήλωσή μας σε οικογενειακά ιδεώδη τα οποία βοηθούν να μείνουμε ενωμένοι, αλλά είναι και υπεύθυνα για την έλλειψη δικαιοσύνης και τη διαφθορά. Εάν δεν ασχολούμασταν τόσο να παινεύουμε τα σπίτια μας, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, ίσως τους είχαμε δώσει μια ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι. Εάν ήξεραν όλα τα παιδιά του χτες ότι δεν υπάρχει μια γνωριμία να τους εξασφαλίσει την επαγγελματική τους κατάρτιση, ίσως γίνονταν καλύτεροι. Και ίσως η Ελλάδα να μπορούσε να απορροφήσει τους καλύτερους, αντί να τους διώχνει στο εξωτερικό.

‘Αλλο παράδειγμα: «Δεν βγάζουμε τα άπλυτά μας στη φόρα».

Μπορεί να είμαστε σάπιοι και να το ξέρουμε, αυτό όμως πρέπει να μείνει κρυφό, διότι νομίσαμε για πολύ καιρό ότι όλος ο κόσμος είναι σαν την Ελλάδα, και ότι θα μας κουτσομπολέψει. Δεν συνειδητοποιήσαμε – ακριβώς γιατί οι Έλληνες δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν άλλους τόπους παρά μόνο να ψωνίσουν αντικείμενα και σύμβολα από αυτούς – ότι κανέναν (πέρα από εμάς) δεν ενδιέφερε αν η Ελλάδα ήρθε πέμπτη σε ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, έαν έκανε μια μεγάλη γέφυρα στο Ρίο-Αντίριο ή αν κέρδισε τη Eurovision. Ενδιέφερε όμως, πολλούς, οταν έπεσε το σκέπαστρο στον αρχαιολογικό χώρο του Ακρωτηρίου Θήρας στη Σαντορίνη και πλάκωσε έναν βρετανό τουρίστα προ επταετίας.

Αντί να αναγνωρίσουμε αυτή τη μανιώδη πάλη μας για μια θέση στον ήλιο και να σταματήσουμε την επιστροφή (για να αισθανθούμε καλύτερα) στη «λαμπρή» αρχαία ιστορία μας, συνεχίσαμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας τόσες δεκαετίες. Το σπίτι μας γέμισε άπλυτα που τα στριμώχναμε στο ντουλάπι για να μην τα βλέπουμε μέχρι που κατάκτησαν το σπίτι μας, κι ενώ το σπίτι κατέρρεε κάτω από το βάρος των απλύτων εμείς συνεχίζαμε να κάνουμε μεγάλα έργα, όπως το Ρίο Αντίρριο και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και πολλά άλλα, με δανεικά χρήματα. Πιαστήκαμε στη δίνη της μεγαλομανίας, και ξεχάσαμε να αγαπάμε ό,τι ήταν δικό μας. Μα πάνω από όλα, χάσαμε το ένα πράγμα που μπορεί να κρατήσει ένα λαό στην πορεία της ανάπτυξης: την ταυτότητά μας.

Χωρίς ταυτότητα, η ντροπή για το ποιοι είμαστε μεγαλώνει. Έχουμε αρκετό ιστορικό απόθεμα (ευτυχώς) και κατεγραμμένη πολιτισμική κληρονομιά από τα οποία αντλούμε σιγουριά και δύναμη για να συνεχίσουμε να παλεύουμε για την επιβίωση. Αισθανόμαστε, ίσως, ότι χάσαμε το δρόμο μας και μεγαλοπιαστήκαμε, σαν μικρά παιδιά που ξεγελάστηκαν από μεγάλες υποσχέσεις. Με την κρίση, επήλθε, επιτέλους, η αμφισβήτηση προς τα διαχρονικά ‘δυτικά’ είδωλά μας. Σταματήσαμε να βλέπουμε τα μέρη αυτά ως «μπροστά» και εμάς «πίσω» και καταλάβαμε ότι με το να προσπαθούμε να μοιάσουμε σε έναν (απροσδιόριστο, ακόμα) άλλο λαό δεν θα καταφέρουμε παρά να είμαστε πάντα ντροπιασμένοι.

Παρολαυτά, ακόμα αισθανόμαστε αδικημένοι και προδωμένοι. Όχι μόνο από τους «ξένους», αλλά και από τους «δικούς μας». Από αυτούς που, σαν παλιοί φεουδάρχες, τα έκαναν πλακάκια με τους δυνατούς για να εξασφαλίσουν τη δική τους ευημερία με τίμημα την υγιή ανάπτυξη του λαού. Ο θυμός μας δεν πρέπει να σβήσει προς αυτούς τους ανθρώπους, αλλά πρέπει να διοχετευθεί με σωστό τρόπο ώστε να καταπολεμήσει τη διαφθορά και να επέλθει δικαιοσύνη, όχι το χάος.

*Η κυρία Αλεξία Λιακουνάκου είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος, συγγραφέας και απόφοιτος – (MA) School of Oriental and African Studies, UK