Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για πληροφόρηση γύρω από τη χρηματοπιστωτική μας κρίση. Παρά την τεράστια αυτή ποσότητα πληροφόρησης κάποιες πλευρές της κρίσης παραμένουν παραγνωρισμένες ή αθέατες. Μια πρώτη σιωπή αφορά την έλλειψη συγκροτημένης ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής επικεντρωμένης στη σύγκλιση. Αν υπήρχε αυτή η στρατηγική θα είχε μεταξύ των άλλων σαν αποτέλεσμα την αποφυγή δημιουργίας της κρίσης. Αντίθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση με μέτρα που έλαβε, και κυρίως με προγράμματα που προώθησε, συνέβαλε στη σημερινή βαθιά και επικίνδυνη κρίση.

Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν μειώνεται η ευθύνη των πολιτικών της Ελλάδας στη δημιουργία της δημοσιονομικής κρίσης. Τα εισερχόμενα από την ΕΕ χρήματα θεωρήθηκαν «μάνα εξ ουρανού» και η απορρόφησή τους άκριτη προτεραιότητα. Συνυπεύθυνοι, όμως, είναι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που σήμερα παριστάνουν τους τιμητές. Η Ευρώπη δέσμια εθνικών επιδιώξεων και απότοκος συγκερασμών δεν στάθηκε ικανή να χαράξει αναπτυξιακή στρατηγική με πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Έκρυψαν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και ακόμη και σήμερα που η παγκόσμια κρίση θέτει τα θέματα με ιδιαίτερη ένταση επιμένουν σε εθνικές και κοντόφθαλμες τακτικές και στρατηγικές.

Με σοβαρές ευθύνες της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της αγροτικής παραγωγής της Ελλάδας εμφανίστηκαν έντονα προβλήματα αναπτυξιακής προοπτικής. Χωρίς ουσιαστική αποτίμηση της δυναμικής των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων επιδοτήθηκαν προϊόντα, όπως το βαμβάκι, τα οποία αλλιώς ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν προοπτική. Κατά συνέπεια η αγροτική παραγωγή έγινε μόνιμα δέσμια των χρηματικών εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αγρότες μετατράπηκαν σε ένα είδος εξαρτημένου από το κράτος και την Ε.Έ. επαγγελματία. Οδηγήθηκαν στο να εγκαταλείψουν μη επιδοτούμενες καλλιέργειες οι οποίες είχαν σημαντικά μικρότερες αποδόσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο η αυτοκατανάλωση και η μικρή μη επιδοτούμενη παραγωγή μειώθηκε. Δεν αναπτύχθηκαν μονάδες παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και οι εισαγωγές αυξήθηκαν.

Αυτή η στροφή στον καταναλωτισμό του αγροτικού νοικοκυριού ευνοούσε, βέβαια, τις εξαγωγές των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε όταν αναδιαμορφώθηκαν οι αγροτικές επιδοτήσεις. Μάλιστα οι αλλαγές έφεραν πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα γιατί αντί των παραγόμενων ποσοτήτων επιδοτήθηκαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα. Μ’αυτό τον τρόπο ήλθε η αδιαφορία για την παραγόμενη ποσότητα και σε πολλές περιπτώσεις φτάσαμε στην πλήρη εγκατάλειψη της παραγωγής αφού το κυρίως εισόδημα που προερχόταν από τις επιδοτήσεις ήταν έτσι κι αλλιώς κατοχυρωμένο και η καθαυτό παραγωγή απέδιδε ελάχιστα ή μηδενικά οφέλη.

Οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ από αυτή την εγκατάλειψη των καλλιεργειών ήταν και είναι σημαντικές αφού επηρεάστηκαν αρνητικά όχι μόνο τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα αλλά και οι συναφείς δραστηριότητες εμπορίου και μεταποίησης. Η οπτική των αλλαγών στην κοινή αγροτική πολιτική αφορούσε την λογική μοιράσματος της πίτας σε μια ΕΕ που διευρυνόταν προς τα ανατολικά. Έλειψε ο προβληματισμός αναδιαμόρφωσης στη βάση της επίτευξης μεγαλύτερων αναπτυξιακών στόχων. Επιπλέον δεν ευνοήθηκαν ενέργειες καθετοποίησης της παραγωγής με αποτέλεσμα να εισάγουμε προϊόντα τα οποία θα μπορούσαμε να τυποποιήσουμε όπως π.χ. συσκευασμένους χυμούς πορτοκαλιών και φαρμακευτικό βαμβάκι.

Στον τομέα της μεταποίησης οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν τεράστιες. Μεταξύ των άλλων ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στα όρια του επιτρεπτού δανεισμού επιδοτούνταν επιχειρήσεις για να μεταφέρουν δραστηριότητες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού επιδοτήθηκαν να μετακινηθούν με ιδιαίτερα δυσμενή αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, σαν σε μαγική εικόνα, η Ελλάδα μετατράπηκε από εξαγωγέας κεφαλαίων και μεγάλος επενδυτής σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε υπερχρεωμένο και δύσκολα διασώσιμο εταίρο.

Στο τομέα της κατάρτισης η όποια δυναμική υπήρχε με την ανάπτυξη της λαϊκής επιμόρφωσης την δεκαετία του ’80 αποδυναμώθηκε αφού η κατάρτιση σταμάτησε να βασίζεται στο ενδιαφέρον του εκπαιδευομένου. Οι καταρτιζόμενοι πληρωνόταν για να συμμετάσχουν στην κατάρτιση με αποτέλεσμα η διάθεση για την επιδότηση να επισκιάσει τη διάθεση για μάθηση και η αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού να παραμείνει κενό γράμμα. Βαθμιαία τα προγράμματα κατάρτισης μετατράπηκαν σε προγράμματα επιδότησης ανέργων και πλουτισμού ιδιωτών καταρτιζόντων.

Ένα πιο πρόσφατο κραυγαλέο παράδειγμα αποτελεί η επιδοτούμενη δημιουργία κέντρων αποκατάστασης τα οποία χάρις στα κονδύλια της ΕΕ φύτρωσαν σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί να ήταν χρήσιμη η δημιουργία τους αλλά ενώ βρισκόμασταν στα όρια υπερχρέωσης, αυτή ήταν η επιδότηση στην οποία έπρεπε να κατευθυνθεί η χώρα; Πρόκειται για μια επιδότηση που ενέτεινε την αύξηση των δαπανών υγείας την ίδια χρονική στιγμή που ήταν δυσχερής η κάλυψη σημαντικών δαπανών όπως των δαπανών των νοσοκομείων.

Είναι σαφείς, λοιπόν οι ευθύνες της ΕΕ στην δημιουργία της κρίσης χρέους. Το τραγικότερο όλων είναι ότι εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης παίρνονται μέτρα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία αλλά οξύνουν τα προβλήματα. Η περιοριστική πολιτική μειώνει τις θέσεις εργασίας, δρακόντειοι νόμοι δυσχεραίνουν την απασχόληση των συνταξιούχων, οι μετανάστες φεύγουν, οι Έλληνες αρχίζουν να μεταναστεύουν και κατά συνέπεια το εργατικό δυναμικό της χώρας μειώνεται. Επί πλέον η εφαρμοζόμενη πολιτική στρέφει τους εργαζόμενους ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα στην συνταξιοδότηση. Οι ανωτέρω καταστάσεις οδηγούν σε μαύρη εργασία, μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του δημόσιου χρέους τόσο σαν ποσοστό του ΑΕΠ όσο και ανά εργαζόμενο.

Η μόνη διέξοδος από την κρίση είναι η οικονομική ανάπτυξη. Αλλιώς η βύθιση της ελληνικής οικονομίας θα πάρει τέτοιες διαστάσεις που δεν θα διαφέρει και πολύ από την άτακτη χρεοκοπία. Η μείωση της ελληνικής συμμετοχής στο 5% αποτελεί κοροϊδία για μια χώρα που δυσκολεύεται να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Θα πρέπει άμεσα να επιδιωχθεί ο μηδενισμός της ελληνικής συμμετοχής τουλάχιστον για τα χιλιάδες ημιτελή έργα. Τα ελάχιστα μέτρα ενίσχυσης της απασχόλησης που εξαγγέλλονται συνεχίζουν να κινούνται στο ίδιο αποτυχημένο πλαίσιο συνταγών. Παραδείγματος χάριν το πρόγραμμα εκτέλεσης έργων με αυτεπιστασία προβλέπεται να απασχολήσει 120.000 άτομα στους δήμους την επόμενη τριετία.

Τι πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία θα έχουν τα έργα αυτά των δήμων; Θα ενισχυθεί με κανένα από αυτά ο παραγωγικός ιστός της χώρας; Ποια είναι η αναπτυξιακή προοπτική με την οποία πρέπει να είναι συμβατό το κάθε μέτρο ενίσχυσης της απασχόλησης; Την ίδια μονιμότητα που επιζητούν για τις περικοπές δαπανών και την αύξηση εσόδων οι τροϊκανοί πρέπει να επιδιώξουν οι Έλληνες πολιτικοί για τα θετικά αποτελέσματα που θα έχουν τα μέτρα οικονομικής ανάπτυξης.

Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί αναπτυξιακή δέσμη μέτρων που θα αναβαθμίζει το παραγωγικό δυναμικό σε τομείς με προοπτική και θα απευθύνεται και στην ελληνική μικρή επιχείρηση. Αυτό είναι το διακύβευμα των ημερών που έρχονται. Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θέλουν το πλεονέκτημα της ανάπτυξης του παραγωγικού ιστού για τις χώρες τους τότε πρέπει να πληρώσουν και το λογαριασμό των δανείων. Η συνεχιζόμενη βύθιση της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπει πλέον την παραμικρή ολιγωρία.

Ο κ. Αντώνης Α. Αντωνίου είναι Δρ. Οικονομικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Paris 1 – Sorbonne