«Το Βήμα» – «Project Syndicate»

«Και ο νικητής είναι ο»… υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος για την προεδρία της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ. Πριν από έναν μήνα μια πρόβλεψη διατυπωμένη με τόση σιγουριά θα ακουγόταν παρακινδυνευμένη, αν όχι βλακώδης. Υπήρχε ακόμη αβεβαιότητα. Τέσσερις υποψήφιοι κυριαρχούσαν στις δημοσκοπήσεις και κανείς δεν τολμούσε να προβλέψει ποιοι δύο από αυτούς θα περνούσαν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Το αποτέλεσμα έμοιαζε πιο ανοιχτό από ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία.

Αίφνης κάτι συνέβη – όχι ένα γεγονός από μόνο του (αν και ξεκίνησε με την πρώτη προεκλογική συγκέντρωση του Ολάντ στα μέσα Ιανουαρίου) αλλά μάλλον κάτι που έμοιαζε με μια ακατανίκητη διαδικασία η οποία συνοψίζεται ως εξής: η πλειοψηφία των Γάλλων επιθυμεί να τιμωρήσει έναν πρόεδρο που δεν είναι πλέον δημοφιλής.

Δεν θα είχαν ίσως τολμήσει να το κάνουν αν δεν είχαν βρει μια πειστική εναλλακτική. Ο Ολάντ έδωσε φωνή σε μια γενικευμένη επιθυμία για την απόρριψη του νυν Προέδρου, Νικολά Σαρκοζί.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ολάντ είναι χαρισματικός. Αντίθετα, παραμένουν οι αμφιβολίες για το ειδικό του βάρος και κυρίως οι σοβαρές ανησυχίες για τον ρεαλισμό και τη σοφία του προγράμματός του. Αλλά αντίθετα προς την πρώην σύντροφό του, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, η οποία διεκδίκησε την προεδρία απέναντι στον Σαρκοζί το 2007, μοιάζει και ακούγεται «αληθινός».

Από τώρα και στο εξής η προεκλογική εκστρατεία μετατρέπεται σε έναν κλασικό αγώνα Αριστεράς – Δεξιάς, αλλά με μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις στρατηγικές των δύο υποψηφίων. Ο Ολάντ επιθυμεί να μετατρέψει τις προεδρικές σε δημοψήφισμα για τον Σαρκοζί ο οποίος, δεδομένης της χαμηλής δημοτικότητάς του, προσπαθεί να μεταφέρει τον αγώνα στο πεδίο των αξιών και της εμπειρίας.

Η ουσία του μηνύματος του Σαρκοζί είναι η εξής: «Μπορεί να μη σας αρέσω προσωπικά (κάνετε λάθος, παρεμπιπτόντως, διότι δεν είμαι όπως νομίζετε, ενώ η εμπειρία μου στην εξουσία με έχει αλλάξει βαθιά), αλλά υποστηρίζετε τις συντηρητικές αξίες μου διότι αντιπροσωπεύουν αυτό που πραγματικά πιστεύετε. Σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα και τόσο βίαια, χρειάζεστε σταθερότητα και ασφάλεια. Μπορώ να σας τις προσφέρω».

Δίνοντας έμφαση στο ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στον ίδιο και τον Ολάντ, ο Σαρκοζί φλερτάρει, πιο ανοιχτά από ποτέ, με τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους της Μαρίν Λεπέν. Η στρατηγική αυτή μπορεί να έχει νόημα για τον πρώτο γύρο αλλά θα του γυρίσει μπούμερανγκ. Διότι θα χάσει τους κεντρώους ψηφοφόρους στον δεύτερο γύρο. Αυτοί είναι πρόθυμοι να ψηφίσουν έναν «έμπειρο», όχι όμως έναν «χριστιανό συντηρητικό» που απομακρύνεται από τις ανθρωπιστικές αξίες.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Γάλλοι αδικούν τον Πρόεδρό τους. Ο Σαρκοζί αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Καταλαβαίνοντας τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008, αντέδρασε γρήγορα και δυναμικά. Εισήγαγε μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού και του ανώτατου εκπαιδευτικού συστήματος. Ελαβε τις σωστές αποφάσεις επεμβαίνοντας στη Ακτή Ελεφαντοστού και στη Λιβύη.

Εν ολίγοις, ο Σαρκοζί προσπάθησε να μεταρρυθμίσει μια παραλυμένη χώρα. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την υψηλή ανεργία, δεδομένης της παγκόσμιας κρίσης.

Αλλά, εκτός αν συμβεί ένα θαύμα της τελευταίας στιγμής, ο Σαρκοζί μοιάζει καταδικασμένος να γίνει ο δεύτερος Πρόεδρος της μιας και μοναδικής θητείας στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας, μετά τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν.

Το 1981 ο Ζισκάρ ηττήθηκε ως αποτέλεσμα της «προδοσίας» του πρώην πρωθυπουργού του Ζακ Σιράκ ο οποίος έθεσε υποψηφιότητα απέναντί του. Το 2012 δεν προδίδει κανένας τον Σαρκοζί, αλλά ο ίδιος ο Πρόεδρος έχει προδώσει τις ελπίδες των οπαδών του.

Τις πρόδωσε κυρίως στην αρχή της προεδρίας του και ενδέχεται να τιμωρηθεί γι’ αυτό το 2012. Εχει αλλάξει προς το καλύτερο αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου και προφανώς όχι αρκετά για την πλειοψηφία των Γάλλων οι οποίοι, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, δεν μπορούν να ανεχθούν ούτε την ιδέα ότι θα τον βλέπουν στην οθόνη της τηλεόρασής τους για άλλη μια πενταετία.

*Ο κ. Dominique Moisi είναι συγγραφέας του βιβλίου «La Géopolitique de l’émotion» (σε ελεύθερη μετάφραση «Η γεωπολιτική του συναισθήματος»