Ολοι οι δικαστικοί λειτουργοί, καθ’ όλη τη διάρκεια που υπηρετούμε τη Δικαιοσύνη, έχουμε αντιληφθεί ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα, τα οποία οφείλονται στις διαρθρωτικές δομές του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Οτι εδώ και δεκαετίες δεν γίνονται τομές, που θα οδηγούσαν σε διύλιση (φιλτράρισμα) των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν της, έτσι ώστε να επαρκεί ο χρόνος για τις ουσιώδεις περιπτώσεις όπου απαιτείται παροχή έννομης προστασίας, που θα απλοποιούσαν τις σχετικές διαδικασίες και τον τρόπο απονομής του δικαίου και που, τέλος, θα εξασφάλιζαν μια γρήγορη και ποιοτική ταυτόχρονα απονομή του δικαίου. Διαπιστώνουμε διαχρονικά, με μεγάλη λύπη και απογοήτευση, ότι τα αυτονόητα δεν γίνονται αντιληπτά, προεχόντως από την εκτελεστική λειτουργία, που έχει την ευθύνη της ορθής διάρθρωσης των δομών της Δικαιοσύνης και την πρόταση των οικείων νομοθετικών κανόνων που θα οδηγούσαν σε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα.
Στο Δικαστικό Σώμα εισάγονται άνθρωποι που έχουν σημαντικές νομικές σπουδές, έχουν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μελετώντας, έχουν υψηλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και διήλθαν από διαδικασία εξετάσεων στις οποίες επέτυχαν συναγωνιζόμενοι μεγάλο αριθμό άλλων υποψηφίων.
Δεν αναρωτιέται λοιπόν όποιος επιθυμεί την επίλυση των προβλημάτων στον χώρο της Δικαιοσύνης πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι – ή έστω μεγάλο μέρος τους – να εμφανίζονται ως ανεπαρκείς, ως δικαστές που ολιγωρούν ή καθυστερούν ή αδιαφορούν για τον δικαστικό τους ρόλο; Γιατί, πράγματι, με προεξάρχοντες την εκτελεστική εξουσία και μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά δυστυχώς και τμήματος του νομικού κόσμου, οι δικαστές εμφανίζονται ως οι υπεύθυνοι της δυσλειτουργίας του δικαστικού συστήματος.
Η εκτελεστική δε εξουσία, δυστυχώς διαχρονικά, αντί να σκύψει με πραγματικό ενδιαφέρον και ευθύνη στα διαρθρωτικά προβλήματα της Δικαιοσύνης, ενεργεί με τρόπο υποτιμητικό, μειωτικό και ενίοτε εμπαθή απέναντι στους δικαστές, ξεχνώντας, πέραν του μεγάλου έργου που ήδη φέρνουν εις πέρας, ότι η δικαστική εξουσία είναι κατά το Σύνταγμά μας ισότιμη και τίποτε λιγότερο και ότι ουδέν δικαίωμα έχουν να βάλλουν κατά της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της. Επιδιώκει, έτσι, πότε να τους εμφανίσει ως δημοσίους υπαλλήλους, και μάλιστα ιδιαίτερα καλοπληρωμένους, και ούτε καν ως φορείς συνταγματικής λειτουργίας, πότε ως «τεμπέληδες», πότε ως αδιάφορους για το καθήκον τους και άλλα πολλά. Και εκεί που ο δικαστικός λειτουργός προσπαθεί, με αξιοσημείωτο ήθος, σθένος και φιλοτιμία και μέσα σε μια άγρια γι’ αυτόν καθημερινότητα, να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του, έχει ν’ αντιμετωπίσει διαρκείς και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις, που τον παρουσιάζουν στην κοινωνία ως το αίτιο που το δικαστικό σύστημα εμφανίζει δυσλειτουργίες, είτε αυτές οι επιθέσεις έχουν να κάνουν με περαιτέρω περικοπή των ήδη μειωμένων αποδοχών του, που θα τον οδηγήσει και ήδη τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαθλίωση, είτε με εντατικοποίηση της ήδη εξουθενωτικής εργασίας του, για την οποία ο ίδιος δεν ευθύνεται, είτε με την απειλή πειθαρχικών διώξεων, με μη προαγωγή και με τιμωρία για τις όποιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και εν γένει με την υποβολή του σε ένα καθεστώς σχεδόν καθημερινής οικονομικής και υπηρεσιακής τρομοκρατίας.
Και αναρωτιέται εύλογα ο δικαστικός λειτουργός: Γιατί όλα αυτά; Γιατί εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τις πεπαλαιωμένες δομές του δικαστικού συστήματος και τις δυσλειτουργίες που αυτό παρουσιάζει, και που δεν τόλμησαν οποιαδήποτε σημαντική τομή όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, μετακυλίουν στα μάτια της κοινωνίας τις ευθύνες τους και εμφανίζουν τον δικαστή ως υπεύθυνο; Γιατί του επιτίθενται αντί να τον αφήσουν απερίσπαστο και να τον ενισχύσουν, όπως έχουν υποχρέωση, στην εκτέλεση του έργου του; Γιατί δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν με σθένος και παρρησία τα πραγματικά προβλήματα της Δικαιοσύνης, τα οποία απαιτούν πρώτα βούληση και ορθή πληροφόρηση, και μετά χρόνο, σκέψη και συνεργασία με τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και όλον τον νομικό κόσμο; Γιατί προτείνουν νομοθετικούς κανόνες εμφανώς μικρής διάρκειας και αποτελεσματικότητας, εμφανιζόμενοι ότι αγνοούν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Δικαιοσύνη; Γιατί αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη ότι διαχρονικά υποτίμησαν τον ρόλο και το έργο της Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα σήμερα από διάφορες πλευρές (Ευρωπαϊκή Ενωση, οικονομικοί οργανισμοί κ.λπ.) να τους υποδεικνύεται το αυτονόητο και λογικό, και φυσικά όχι μόνο για όσους ασχολούνται με τη νομική επιστήμη, ότι η σταθερότητα και ανάπτυξη της χώρας απαιτεί ένα ορθό και λογικό δικαστικό και δικαιικό σύστημα και δικαστές που απολαμβάνουν πραγματική λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία;
Ευχόμαστε οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, και σε άλλα πολλά, να μην είναι αυτές που, δυστυχώς, με βάση και τα παραπάνω, εμείς οι δικαστικοί λειτουργοί και όλοι οι πολίτες που πραγματικά ανησυχούν, αναγκαζόμαστε να πιθανολογούμε. Ευχόμαστε αυτή η νοοτροπία εις βάρος της Δικαιοσύνης να αλλάξει. Οσοι σκέφτονται ιδιοτελώς ή κοντόφθαλμα θα αντικρίσουν μια ιδιαίτερα, πλέον, δυσμενή πραγματικότητα μπροστά τους.
Η κυρία Μαρία-Γεωργία Τσάμη είναι πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, μέλος του ΔΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ