«Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε;» (Ιω. 14, 9)
Ο Οδυσσέας Ελύτης, αναφερόμενος σε μια από τις αναρίθμητες ποιητικές εκφράσεις στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ομολογεί: «Τι έκφραση μεγάλου ποιητή – Θεέ μου!» (Η μαγεία του Παπαδιαμάντη). Το χωρίο που προκάλεσε τον ανυπόκριτο θαυμασμό του νομπελίστα προέρχεται από το διήγημα του σκιαθίτη συγγραφέα «Το καμίνι»: «Τα άστρα, το έν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων».
Το έργο του Ελύτη όπου γίνεται λόγος για τη μαγεία του Παπαδιαμάντη («όσοι λευκοφόροι, εννοήτωσαν») πρωτοδημοσιεύθηκε το 1976. Πέντε χρόνια αργότερα, ο ποιητής Νίκος Φωκάς στη μελέτη του υπό τον τίτλο «Συμβολή στην επιβεβαίωση μιας διάδοσης» (ότι, δηλαδή, ο Παπαδιαμάντης είναι ποιητής) αναγνωρίζει ευκρινώς στη λογοτεχνία του Σκιαθίτη «πρωτογενείς ποιητικούς άθλους» (Φώτα ολόφωτα, σ. 203).
Περιορίζομαι σ’ αυτές τις δύο αναφορές, οι οποίες, προστιθέμενες στις σχετικές ομολογίες του Μαλακάση και του Βάρναλη για τον ποιητή της Σκιάθου, αναιρούν εκ του ασφαλούς την (υποθετική) «αμηχανία που προκαλούν οι υπερβολικοί επετειακοί έπαινοι για την ποιητική πεζογραφία του Παπαδιαμάντη» (Δημήτρης Μαρωνίτης, «Τα χρέη της χρονιάς», «Το Βήμα», 8.1.2012).
Θα διατυπώσω την ένστασή μου όσο πιο απλά γίνεται. Συμμετείχα (ως εισηγητής κυρίως) στα σημαντικότερα συνέδρια και στις κυριότερες επετειακές εκδηλώσεις της περασμένης χρονιάς για τον Παπαδιαμάντη. Αναφέρω ενδεικτικά το Γ’ Διεθνές Συνέδριο (Σκιάθος και Αθήνα), την εκδήλωση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ στον «Παρνασσό» και το Πανελλήνιο Συμπόσιο (διεπιστημονικός απολογισμός) που διοργάνωσε το ΑΠΘ.
Δεν διέκρινα καμία απολύτως αμηχανία για τον ποιητή Παπαδιαμάντη•ούτε μεταξύ των εισηγητών ούτε μεταξύ των συνέδρων. Προφανώς, διότι «ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος» («Λαμπριάτικος Ψάλτης»). Αν, παραταύτα, υπάρχει κάποια αμηχανία, αυτή πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε όσους πίστευαν ότι το έργο του Παπαδιαμάντη «δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι μέσα στο χρόνο» («Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος», επιμ. Παν. Μουλλάς, 1974).
Υπερτιμημένη η ποιητική γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ισχυρίζεται ο κ. Μαρωνίτης, θεωρώντας ότι «πρόκειται μάλλον για ρυθμική καλλιφωνία» (τρέχα γύρευε!), ενώ «από τις σημαντικότερες όψεις της διηγηματικής του ευφορίας» ξεχωρίζει με (αστήρικτη) βεβαιότητα «τη δαιμονολογική του ευαισθησία και τον παιδόφιλο ερωτισμό του» (πού τον είδε;).
Οσον αφορά τη δαιμονολογία, σκέφτομαι πως κάτι παραπάνω θα ήξερε ο Παλαιός, όταν έγραφε «μέγας τις ήλθε δαίμων, ώστε μη φρονείν καλώς» («Πέρσαι», στ. 725). Αλλά και ο Νεώτερος, όταν έγραφε: «Δαίμονες και Δαιμόνισσες / δαιμονίζονται στην ακτή / χαριεντίζονται μεταξύ τους / ετοιμάζουν τα νέα δαιμονάκια / που θα βασιλέψουν / σ’ αυτή τη γη / που είναι πια δική τους» (Μίλτος Σαχτούρης, «Δαιμονολόγιο», «Εκτοτε»).
Οσον αφορά το δεύτερο «desideratum», πρέπει να γίνει κατανοητό πως άλλο πράγμα ο (ανύπαρκτος, σε κάθε περίπτωση) «παιδοφιλικός ερωτισμός» και άλλο πράγμα ο έρωτας του κάλλους και η περιγραφή του (απίστευτες, εν προκειμένω, οι επιδόσεις του Παπαδιαμάντη). Η εγκάρδια γνωριμία του Σκιαθίτη με τα (αλληλοπεριχωρούμενα) πρόσωπα και πράγματα οδηγεί συνήθως σε μια τρυφερή σχέση με αυτά, ενώ η απόδοσή τους διά λέξεων («μετ’ έρωτος» όμως και στοργής) καταλήγει σε αναπαραστάσεις ασύλληπτης ομορφιάς, οι οποίες, εντούτοις, «διαβαίνουν επί το πρωτότυπον».
Η πραγματογνωσία του Παπαδιαμάντη, ασυνήθιστης πληρότητας και ποιότητας, είναι αποτέλεσμα πρωτίστως εμπειρικής σχέσης και αντικειμενικής σπουδής. Οταν όμως ο Γέροντας της Σκιάθου αναπαύεται, «πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος» («Η Πεποικιλμένη») και «με την φαντασίαν του γρηγορούσαν» («Θέρος-έρος»), τότε στην αντικειμενική σπουδή του προστίθενται οι ιδιότητες της συμπαθούσης διαισθήσεως και της ευφάνταστης αντιλήψεως. Τότε «το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας» («Στην Αγι-Αναστασά»), οπότε ο απαράμιλλος διαχρονικός γλωσσικός οπλισμός του Παπαδιαμάντη και η αδιαμφισβήτητη σφραγίδα της δωρεάς φροντίζουν για τα υπόλοιπα αδιακρίτως και ακατακρίτως: «Ομματα έλαμπαν, παρειαί ανθούσαν, χαμόγελα ανέτελλαν, άσματα εν ψιθυρισμώ, και αισθήματα εν εμβρύω, και βαθείαι πνοαί και ελαφροί στεναγμοί, και αύραι της νεότητος ερρίπιζον, αέριζον, εδρόσιζον τα σώματα και τας καρδίας» («Ωχ! Βασανάκια» – Καμιά σχέση με παιδοφιλίες και τέτοια).
Το πρόβλημα με τον σκιαθίτη συγγραφέα είναι να αντιληφθούμε πως η μισή λογοτεχνία του γράφεται «επί πτίλων αύρας νυκτερινής» («Ο ξεπεσμένος δερβίσης») και σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, που σώζει χαρακτήρα ηδονικό και ικετευτικό, ενώ η άλλη μισή ακροβατεί στην επικράτεια του τραγικού. Μόνο που στη μικρά πολίχνη της Σκιάθου (και στην ενδοχώρα, βεβαίως) δεν υπάρχουν μεγέθη βασιλικών οίκων αλλά μικροάγιοι του ανθρώπινου πόνου: υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι.
Εν κατακλείδι: «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος» (τίτλος ποιήματος του Νίκου Καρούζου – και τιμής) είναι ο απόλυτος εκφραστής του χαροποιού πένθους, που χαρακτηρίζει τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων. Ο σκιαθίτης Γέροντας, αρκετές δεκαετίες πριν ιστορήσουν ποιητικά ο Ελύτης την «Τρελή ροδιά» της υπαρξιακής ευδαιμονίας και ο Σαχτούρης τον «Τρελό λαγό» της καλπάζουσας δυστυχίας, είχε προχωρήσει στον δικό του λογοτεχνικό συμψηφισμό, «ποιήσας τα αμφότερα έν» (Εφ. 2, 14).
Κατάφερε να διαλύσει ποικιλοτρόπως «το μεσότοιχον του φραγμού» και, μακριά από εκκωφαντικούς θορύβους, υπενθύμισε στο «γνησιώτερον μέρος του απλού λαού» («Νεκρός ταξιδιώτης») ότι το θαύμα είναι εδώ, «κτήμα ες αεί των επιγιγνομένων», υπό μορφήν περίλαμπρης «ποιητικής πεζογραφίας» και περίτεχνων ποιητικών μεταφρασμάτων, διά των οποίων «ρήγνυται ο Ιορδάνης»΄ τουτέστιν, η ιστορία τέμνεται χωρίς, παραδόξως, να διαιρείται…

Ο κ. Στέλιος Παπαθανασίου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και Θεολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ