Η παγκόσμια κρίση βρήκε την Ελλάδα μέσα σε ένα «πυρπολημένο» και ευάλωτο οικονομικό περιβάλλον έτσι ώστε η έκρηξή της να λάβει δραματικές διαστάσεις. Στη χώρα μας οι στοιχειώδες άμυνες κατά του συνεχώς διογκούμενου χρέους δυστυχώς αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν. Τα πρώτα σημάδια εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80. Τότε το χρέος τριπλασιάστηκε και υπερέβη το ΑΕΠ της χώρας. Εκτοτε η κατάσταση σταδιακά επιδεινωνόταν, σε μικρότερο ωστόσο βαθμό. Το πρόβλημα όμως είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά, με αποτέλεσμα να έχουμε μια διαρκώς φθίνουσα πορεία της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Την πραγματικότητα αυτή επιχείρησε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ να τη διαστρέψει και να φορτώσει ολόκληρη τη διαχρονική κρίση χρέους της Ελλάδας στις τελευταίες κυβερνήσεις της ΝΔ. Η συκοφαντική αυτή εκστρατεία του ΠαΣοΚ κατά της ΝΔ γεννά εύλογα ερωτήματα: υποδηλώνει άραγε την αγωνιώδη προσπάθειά του να αποφύγει το πολιτικό κόστος ή μήπως κρύβεται η εκ των προτέρων απόφαση του κ. Παπανδρέου να οδηγήσει τη χώρα στο ΔΝΤ;
Τα οικονομικά ωστόσο προβλήματα της Ελλάδας έχουν βαθιές και διαχρονικές αιτίες. Οφείλονται κυρίως στην απρόσφορη και αναποτελεσματική αντιμετώπιση της δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία οδήγησε σε μεγάλες καταναλωτικές δαπάνες, ακόμη και σε περιόδους ανάπτυξης. Οφείλονται επίσης στις διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας. Ενα εκτενές δίκτυο φοροδιαφυγής εμπόδιζε συστηματικά τις εισπρακτικές αρχές να συγκεντρώσουν τους αναγκαίους πόρους, ενώ κατά τα τελευταία 30 χρόνια η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αλλοίωνε την εικόνα των στοιχείων της οικονομίας. Η δημοσιονομική εξάλλου κατάσταση της χώρας διογκώθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της μεγάλης δύναμης των συντεχνιών και των άλλων πελατειακών συστημάτων.
Είναι αλήθεια πως συχνά οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν σταθεροποιητικές πολιτικές, τις οποίες όμως δυστυχώς γρήγορα εγκατέλειπαν. Το 1985-87 η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου επέβαλε μια τέτοια πολιτική, με υπουργό Οικονομίας τον Κώστα Σημίτη. Γρήγορα όμως η πολιτική εκείνη αντικαταστάθηκε με την πολιτική Τσοβόλα («Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα»). Το ίδιο συνέβη και την περίοδο 1990-1993 με την κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη και υπουργό Οικονομίας τον Γ. Σουφλιά, οπότε εφαρμόστηκε μια πολιτική νοικοκυρέματος. Η πολιτική αυτή ωστόσο άλλαξε με την επάνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία το 1993.
Θα μπορούσαμε, συνεπώς, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων να αξιοποιήσουμε αποδοτικότερα και παραγωγικότερα τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας μας. Θα μπορούσαμε επίσης να εκμεταλλευθούμε ορθολογικότερα την ευνοϊκή συγκυρία της ένταξής μας στην ΕΕ και να μην τη σπαταλήσουμε με αντιπαραγωγικές πολιτικές. Θα μπορούσαμε ακόμη να διαχειρισθούμε καλύτερα τη λειτουργία του κράτους και να μην το αφήσουμε να διογκωθεί και να πνίξει την οικονομία με άχρηστες υπηρεσίες. Κυρίως όμως θα έπρεπε να τιθασεύσουμε τη «Λερναία ύδρα» της φοροδιαφυγής που ταλανίζει τη χώρα από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Και βέβαια, κάποια στιγμή θα έπρεπε να περιορίσουμε την ασύδοτη λειτουργία των παπανδρεϊκών «συνδικάτων-Φρανκενστάιν» που επί χρόνια αποτελούν εστίες διαφθοράς του κρατικού μηχανισμού.
Η σημερινή κατάσταση της χώρας, συνεπώς, θα ήταν αναμφισβήτητα διαφορετική αν είχαμε καταπολεμήσει όλες αυτές τις δυσπλασίες που δημιουργήθηκαν από δική μας υπαιτιότητα και αναπαράγονταν διαρκώς από ολόκληρο το σύστημα. Βέβαια, στη σημερινή κρίση συμβάλλουν και εξωτερικοί παράγοντες γιατί είναι παγκόσμια και συστημική. Ωστόσο, αν η Ελλάδα είχε καλύτερη συγκρότηση ή κρίση, δεν θα είχε οδηγήσει την οικονομία της στη σημερινή ύφεση και την κοινωνία της σε τέτοια βάλτωση.

Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός – ανεξάρτητος βουλευτής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ