Το 1953 ο λογοτέχνης Τόμας Μαν ζήτησε μιλώντας σε φοιτητές στο Αμβούργο να έχουν στόχο «όχι μια γερμανική Ευρώπη, αλλά μια ευρωπαϊκή Γερμανία». Αυτή η φράση ξανακούστηκε αρκετές φορές την εποχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών. Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια παραλλαγή που ελάχιστοι είχαν διαβλέψει: μια ευρωπαϊκή Γερμανία μέσα σε μια γερμανική Ευρώπη.
Η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο είναι μια ευρωπαϊκή Γερμανία, με την πλούσια, θετική έννοια του όρου που μιλούσε ο Μαν. Είναι ένα ελεύθερο, πολιτισμένο και δημοκρατικό κράτος, με νόμους, με κοινωνική και περιβαλλοντική συνείδηση. Προφανώς δεν είναι τέλειο, αλλά εξίσου καλό με τις υπόλοιπες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες – σίγουρα η καλύτερη Γερμανία που είχαμε ποτέ.
Λόγω της κρίσης, ωστόσο, που έχει ενσκήψει στην ευρωζώνη, αυτή η ευρωπαϊκή Γερμανία βρίσκεται, άθελά της, στο κέντρο της γερμανικής Ευρώπης. Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η Γερμανία είναι το αφεντικό στην ευρωζώνη. Και το ότι έχουμε πλέον ένα δημοσιονομικό σύμφωνο που υπογράφτηκε από 25 κράτη-μέλη της ΕΕ είναι κάτι που ήθελε κυρίως το Βερολίνο. Οι απελπισμένοι και φτωχοί Ελληνες ακούν από τους Γερμανούς ότι «πρέπει να κάνουν τα μαθήματά τους». Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γερμανίδα καγκελάριος τώρα, διαμέσου μιας σειράς εμφανίσεων στο πλευρό του Νικολά Σαρκοζί, λέει στους Γάλλους ποιον να ψηφίσουν στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Ολοι πλέον λένε πως η Ευρώπη ηγείται από το δίδυμο «Μερκοζί», αν και η αλήθεια είναι πως θα ταίριαζε καλύτερα ο όρος «Μέρκελζι».
Η Γερμανία δεν επιδίωξε αυτή την ηγετική θέση. Αυτό που συνέβη οφείλεται περισσότερο στον νόμο των «ακούσιων συνεπειών». Ολοι οι γερμανοί καγκελάριοι, από τον Χέλμουτ Σμιτ ως τον Χέλμουτ Κολ, είχαν ως όραμά τους μια Ευρώπη ενωμένη διαμέσου μιας νομισματικής ένωσης, αλλά ήταν η Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν αυτή που επέμενε να γίνουν βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, αρχικά στο πλαίσιο της γερμανικής επανένωσης.
Ωστόσο, είκοσι χρόνια μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, φάνηκε πως το ευρώ έκανε πολύ καλό στη γερμανική οικονομία, ενώ πολιτικά, η νομισματική αυτή ένωση έβαλε τη Γερμανία στη θέση του οδηγού και τη Γαλλία στη θέση του συνοδηγού.
Ωστόσο μέχρι στιγμής η Γερμανία αποδεικνύεται ένας νευρικός και όχι τόσο ικανός οδηγός και υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Ο ένας είναι πως δεν ήθελε και τόσο να μπει στη θέση αυτή. Ο άλλος είναι πως υποπτεύεται ότι όλοι οι υπόλοιποι συνεπιβάτες στο αυτοκίνητο θέλουν να πληρώσει η ίδια για τη βενζίνη, για το φαγητό, ίσως και για τη βραδινή διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο. Επίσης, υπάρχει αυτή η δυσάρεστη αίσθηση ότι θα είναι ούτως ή άλλως καταδικασμένοι, είτε αναλάβουν το τιμόνι είτε όχι. Και στην περίπτωση αυτή θυμόμαστε ξανά τη μεταπολεμική επίκληση του Τόμας Μαν.
Αν η Γερμανία επιβάλλει την παρουσία ενός επιτρόπου που θα επιβλέπει τις περικοπές του προϋπολογισμού στην Ελλάδα, αυτός αναπόφευκτα θα αποκαλείται «γκαουλάιτερ» (σ.σ.: ο επικεφαλής μιας διοικητικής περιφέρειας, επί ναζιστικού καθεστώτος). Εξάλλου η πολιτική ελίτ της Γερμανίας δεν είναι συνηθισμένη να παίζει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την αντίστοιχη γαλλική, η οποία «ψοφάει» για έναν τέτοιο ρόλο. Οι Γάλλοι θέλουν να αναλάβουν τα ηνία, αλλά δεν μπορούν. Ενώ οι Γερμανοί που μπορούν, δεν θέλουν.
Οπότε, απαιτούνται δύο πράγματα. Πρώτον, όλοι οι Γερμανοί να διαβάσουν αυτή την ομιλία του Τόμας Μαν, ώστε να καταλάβουν την ιστορική διάσταση της σημερινής ευρωπαϊκής πρόκλησης. Το κεντρικό νόημα της ομιλίας του λογοτέχνη στους νέους της εποχής εκείνης μπορεί να συνοψιστεί με δυο λέξεις: «Ναι, μπορούμε». Δηλαδή ακριβώς το σύνθημα «Yes, we can» του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Δεύτερον, οι Γερμανοί να λάβουν όση βοήθεια μπορούν από τους φίλους τους, καθ’ ότι δεν θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Μπορεί να γελάμε ώρες ώρες με τον Σαρκοζί, αλλά το έχει πιάσει το νόημα, σε αντίθεση με τον βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, η απόφαση του οποίου να εξαιρέσει τη χώρα του από τη δημοσιονομική συνθήκη της νέας Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτελεί καθαρή τρέλα.
Το μακρινό 1953 η Βρετανία έκανε ό,τι μπορούσε για να σταθεί στα πόδια της η κατεστραμμένη μεταπολεμική Γερμανία. Θα ήταν κοντόφθαλμο, σχεδόν ανόητο για τη Βρετανία, ένα κράτος που παίζει τόσο σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στην Ευρώπη, να αφήσει σήμερα τη Γερμανία μόνη της στη θέση του ηγέτη – έναν ρόλο που ουδέποτε ζήτησε, για τον οποίο δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και για τον οποίο έχει ανάγκη κάθε δυνατή βοήθεια.

Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ