Η προχθεσινή Συμφωνία δεν παρέχει καμία εγγύηση ότι η ελληνική οικονομία θα βγει από το αδιέξοδο της ύφεσης και του χρέους. Αντίθετα, θα διαπιστωθεί σύντομα ότι οι στόχοι πάλι δεν επιτυγχάνονται και θα χρειαστούν ξανά μέτρα που θα πλήξουν τα ίδια νοικοκυριά και τους ίδιους εργαζομένους. Για άλλη μία φορά διαπράττονται τα εξής μοιραία λάθη:
1. Η μείωση των κατώτερων και βασικών μισθών συρρικνώνει δραστικά τα χαμηλά εισοδήματα, πράγμα που θα επιτείνει την καθίζηση της οικονομίας. Τα νοικοκυριά, για να αμυνθούν στην αβεβαιότητα από το λιγότερο εισόδημά τους, θα αποταμιεύσουν περισσότερο και η ύφεση θα μεγαλώσει.
2. Η προσαρμογή γίνεται ξανά κυρίως σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι έχουν ήδη πληγεί επανειλημμένως. Κάθε φορά που πέφτουν οι δουλειές της επιχείρησης δέχονται ένα κήρυγμα ότι πρέπει να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους «για να μην κλείσει το μαγαζί». Από αυτή την προσαρμογή των εργαζομένων αυξήθηκαν την τελευταία χρονιά και οι εξαγωγές και όχι από κανέναν σχεδιασμό πολιτικής.
3. Τα οφέλη της απασχόλησης από την πτώση των μισθών θα είναι πολύ μικρά. Οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που έγιναν τα δύο τελευταία χρόνια στον ιδιωτικό τομέα δεν οφείλονται στο δήθεν υψηλό κόστος εργασίας αλλά στη συρρίκνωση της ζήτησης και της ρευστότητας. Με την πτώση των μισθών ίσως γίνουν μερικές προσλήψεις, αλλά θα είναι περισσότερες οι απώλειες θέσεων εργασίας από την καχεξία της οικονομίας. Η παραγωγικότητα στο όνομα της οποίας απαιτήθηκαν οι αξιοθρήνητες περικοπές θα πληγεί από την αίσθηση κακοπληρωμής και οι ελληνικές επιχειρήσεις θα στερηθούν πολλά στελέχη που δεν αντέχουν άλλο να είναι τα πειραματόζωα της εσωτερικής υποτίμησης.
Στην πραγματικότητα το νέο μνημόνιο όχι μόνο δεν θα διευκολύνει αλλά θα ακυρώσει την ανάγκη αλλαγών που πράγματι έχει ανάγκη η χώρα. Θα προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις πίσω από τις οποίες θα οχυρωθούν εύκολα όσοι αρνούνται την ανάγκη προσαρμογής στον κρατικό τομέα. Το βλέπουμε να γίνεται διαρκώς και να οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα: οι καταργήσεις άχρηστων δημόσιων φορέων αναβάλλονται κάθε φορά για μελέτη από την αρχή, ενώ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κλείνουν και απολύουν χωρίς καν προειδοποίηση. Οι αμέτρητες προσλήψεις οικογενειακών και κομματικών συγγενών στο Δημόσιο παραμένουν στο απυρόβλητο, ενώ οι ισοπεδωτικές περικοπές οδηγούν στην ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση των ικανών στελεχών της διοίκησης. Δεν προχωράει καμία αποκρατικοποίηση στις ΔΕΚΟ, ενώ ανακοινώνονται κάθε τόσο αυξήσεις τιμολογίων που επιβαρύνουν ξανά τα νοικοκυριά. Η αποτυχία του φορολογικού μηχανισμού να μαζέψει έσοδα προκαλεί έναν νέο γύρο φόρων επί των ιδίων φορολογουμένων.
Εχοντας χάσει εντελώς τη μάχη της ανάπτυξης, έχοντας αποτύχει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του χρέους, το μνημόνιο κάνει τη μοιραία κίνηση πανικού: αντί να βγει από τον κύκλο ύφεσης και αποτυχίας αλλάζοντας τις λάθος πολιτικές, τις εντείνει θεωρώντας ότι φταίνε όλοι οι υπόλοιποι. Η χώρα για να παραμείνει στο ευρώ πρέπει επειγόντως να διαπραγματευθεί μια εναλλακτική στρατηγική ανάπτυξης, παραγωγικών μεταρρυθμίσεων και διαφύλαξης του εισοδήματος των εργαζομένων, όπως ήταν κάποτε οι στόχοι της ένταξης. Η στρατηγική εξαθλίωσης που ακολουθείται όχι μόνο δεν βελτιώνει τις σχέσεις Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά λες και έχει βαλθεί να τις κάνει χειρότερες, μέχρι τελικής ρήξης.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ