Tο δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας ήταν το 2007 (πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση) μόλις 28,8% του ΑΕΠ και της Ισπανίας 42,1%, σαφώς κατώτερα του 60% που προέβλεπαν οι ευρωπαϊκές συνθήκες και κατώτερα από το χρέος της Γερμανίας που ήταν 65,3% του ΑΕΠ (ΟΟΣΑ, 2011). Επίσης, οι προϋπολογισμοί τους ήταν πλεονασματικοί. Ολοι συνεπώς γνωρίζουν ότι το πρόβλημα χρέους των ευάλωτων χωρών της ευρωζώνης δεν οφειλόταν στη χαλαρή δημοσιονομική διαχείριση, αλλά (με την εξαίρεση της Ελλάδας) στο «σπάσιμο» της χρηματοπιστωτικής φούσκας και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του τραπεζικού συστήματος. Δεν ήταν τα κρατικά ελλείμματα το πρόβλημα αλλά ο ιδιωτικός τομέας, τα βάρη του οποίου ανέλαβαν οι κρατικοί προϋπολογισμοί. Αν είναι έτσι, τότε το νέο δημοσιονομικό Σύμφωνο έγινε για να αποτρέψει φαινόμενα σαν αυτό της Ελλάδας. Μεγάλη μας τιμή. Δεν απαιτείται όμως Νομπέλ Οικονομίας για να γνωρίζει κάποιος ότι το ελληνικό μοντέλο δεν αποτελεί εξαγώγιμο προϊόν ή ότι το νέο Σύμφωνο – το οποίο ενισχύει στα όρια της ασφυξίας την ευρωπαϊκή δημοσιονομική πειθαρχία – δεν μπορεί να αποτρέψει τις αιτίες που αποσταθεροποίησαν χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία. Προς τι λοιπόν αυτό το συγκεκριμένο Σύμφωνο; Οι Γερμανοί είναι τόσο ανορθολογικοί; Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Οι ιδεολογικές εμμονές και η ανοησία περισσεύουν σε αυτή τη φάση της κρίσης.
Οι Γερμανοί αποσκοπούν στο να αντιμετωπιστεί η κρίση με το μικρότερο κόστος για τους ίδιους – και, προπάντων, να μην επιστρέψει ποτέ. Περιμένουν να περάσει η μπόρα. Ταυτόχρονα διαμορφώνουν τους θεσμικούς όρους (ή έτσι θεωρούν) ώστε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της οικονομίας τους να μη μετατρέπεται σε περιόδους ύφεσης σε κρίση χρέους για τους πιο αδύναμους εταίρους. Προτιμούν την οικονομική βύθιση της περιφέρειας, δηλαδή την απώλεια ευημερίας των άλλων, από τις κρίσεις χρέους, οι οποίες αποτελούν ευθεία μετωπική απειλή για το ευρώ – και άρα για τους ίδιους. Η στρατηγική αυτή είναι μινιμαλιστική (πιο μινιμαλιστική δεν γίνεται) και καλό θα ήταν να μην πουλιέται από τους ειδικούς ως «δημοσιονομική διακυβέρνηση». Για αυτό άλλωστε έχει τη στήριξη της γερμανικής κοινής γνώμης. Πέραν του ναρκισσισμού της κυριαρχίας, οι γερμανοί εργαζόμενοι, οι οποίοι υπέστησαν κύματα λιτότητας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, πλήρωσαν τον λογαριασμό της Ανατολικής Γερμανίας. Δεν επιθυμούν συνεπώς να ξαναπληρώσουν, σε διάστημα μόλις 20 ετών, τους κάθε φορά αναξιοπαθούντες της περιφέρειας. Πολύ δε περισσότερο που ως έθνος αποταμιευτών (που θεμελιώνει την οικονομική του ηθική στην ιδέα ότι κάποιος πρέπει να ζει με βάση τις δυνατότητές του) δεν κατανοούν τη γαλαντομία των πολιτικάντηδων, τον θορυβώδη καταναλωτισμό ή τη φοροδιαφυγή των «νεόπλουτων» της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Είναι η Ευρώπη, όπως σκιαγραφείται από το νέο Σύμφωνο, «γερμανική»; Ναι, περισσότερο από όσο νομίζουμε. Είναι γερμανική με μια βαθιά έννοια, η οποία υπερβαίνει τη γνωστή σε όλους εμμονή στην αντιπληθωριστική προτεραιότητα και στη δημοσιονομική πειθαρχία. Το ευρωπαϊκό σύστημα όλο και περισσότερο υιοθετεί το γερμανικό μοντέλο φιλελευθερισμού. Ο γερμανικός φιλελευθερισμός είναι φανατικά υπέρμαχος του ανταγωνισμού, αλλά δύσπιστος προς τις αγορές (γι’ αυτό επέμεινε στη συμμετοχή των ιδιωτών στο κούρεμα του ελληνικού χρέους). Η δυσπιστία αυτή τον διαφοροποιεί από τον αγγλοσαξονικό φιλελευθερισμό. Επίσης, αποδίδει μέγιστο ρόλο στη νομική ρύθμιση και λιγότερο στο κράτος, διότι θεωρεί ότι βασικές επιλογές πολιτικής δεν πρέπει να εξαρτώνται από τον κομματικό ανταγωνισμό. Αυτό τον διαφοροποιεί από τον κρατικιστικό γαλλικό φιλελευθερισμό. Οι προβλέψεις του νέου Συμφώνου (ο χρυσός κανόνας, η αυτόματη ενεργοποίηση ποινών, το δικαίωμα κράτους να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο), είναι χαρακτηριστικές του γερμανικού δόγματος. Το ίδιο ισχύει και για την παραδοσιακά μεγάλη ισχύ του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η ratio essendi της νέας μεταρρύθμισης είναι σκληρά γερμανική. Και μετατρέπει το ευρωπαϊκό μοντέλο πολιτικής οικονομίας στο πιο συντηρητικό του πλανήτη. Συνεπώς, η πολιτική της Μέρκελ έχει συνοχή, δεν είναι περιστασιακή, δεν απαντά απλώς στις έκτακτες ανάγκες της περιόδου. Για αυτό εμπεριέχει εμμονές, κουραστικά κλισέ, και διαπράττει πολλά λάθη. Και γι’ αυτό είναι συχνά τόσο αναποτελεσματική (βλ. Ελλάδα).
Σήμερα, μετά τρία χρόνια κρίσης και ανάδυσης πολλών νέων ιδεών για τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης, οι ηγεσίες της προτείνουν κάτι βαρετά παλαιό, βαρετά νεοφιλελεύθερο και πολιτικά αναξιόπιστο. Η νέα Ευρώπη, όπως περιγράφεται από το Σύμφωνο των «25», είναι πιο συντηρητική, πιο υφεσιακή (πόσο περισσότερο;), πιο γερμανική, περισσότερων ταχυτήτων και, προπάντων, λιγότερο ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Ωστόσο, το νέο Σύμφωνο διαθέτει ένα πλεονέκτημα που δεν είχε το Μάαστριχτ: είναι τόσο ανορθολογικό (είναι μια «παλαβομάρα» έγραψε ο W. Münchau στους «Financial Times») ώστε, αν τελικά εφαρμοστεί, η παραβίασή του θα γίνει ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχασαν την ευκαιρία που δημιούργησε η οικονομική κρίση για να προχωρήσουν στην «τρίτη θεμελίωση» της Ευρώπης, στην τρίτη μεγάλη μεταρρύθμιση στην ιστορία της. Η νέα Ευρώπη φέρει γερμανική σφραγίδα, αλλά δεν είναι γερμανική. Οι γερμανικές ελίτ γνωρίζουν άριστα ότι αν εγκαταλείψουν τις ισορροπίες της ευρωπαϊκής αρένας τίποτε δεν θα σώσει τη Γερμανία – σίγουρα όχι η οικονομική της δύναμη – από τις αντιγερμανικές συσπειρώσεις που θα προκαλούσε μια go-it-alone γερμανική στρατηγική. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Αριστεροί της Die Linke πάνε κόντρα στο ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού στη χώρα τους. Το γερμανικό έθνος, όπως όλα τα έθνη, έχει πολλές ταυτότητες. Το ίδιο και η Ευρώπη. Μόνο που στην Ευρώπη απουσιάζει αυτή τη στιγμή το συγκροτημένο αντίπαλο δέος. Αυτή η απουσία, αυτό το μη γεγονός, είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ