Εκκινώντας από μια απλουστευτική διάζευξη, δύο κύριες μορφές επικοινωνίας καταγράφονται στον χώρο της πολιτικής ζωής: η ωραιοποιητική (κατά Πλάτωνα καλλυντική) και η ενημερωτική.
Η πρώτη, η ωραιοποιητική, προσβλέπει στο να προσελκύσει – όπως το ρήμα απροσχημάτιστα δηλώνει – κάποιους στη βάση της ευχαρίστησης που θα τους προκαλέσει αυτό που βλέπουν, διαβάζουν, ακούνε ή και φαντάζονται. Ετσι υφαρπάζεται η συγκατάθεσή τους για κάτι, ενώ έχουν τη συναρπαστική ψευδαίσθηση ότι ανεπηρέαστα προσχωρούν σε αυτό που τους προτείνεται.
Η άλλη επικοινωνία, η ενημερωτική, προϋποθέτει ότι μας πληροφορούν τόσο πάνω στα γεγονότα όσο και πάνω στις εντυπώσεις που προκαλούνται από αυτά, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Ο,τι λέγεται δείχνει να είναι λογικά ελέγξιμο ώστε συγκρινόμενο με άλλη υπόθεση να προσλαμβάνεται κριτικά.
Στον τόπο μας η κατά κανόνα κυρίαρχη πολιτική επικοινωνία είναι η ωραιοποιητική. Εξ απαλών ονύχων, εγκοινωνιζόμεθα στο να προστρέχουμε σε ό,τι μας ευχαριστεί και να προσπερνάμε γρήγορα ό,τι μας δυσκολεύει, εκτρέποντάς το προς έναν άλλο χώρο του χρόνου στον οποίο δεν μετέχουμε. Εχοντας μάθει να επιδιώκουμε με κάθε τρόπο την ικανοποίηση των επιφανειακών αναγκών μας, στην «παροντική» «μικρή διάρκεια», αποστρεφόμαστε την υπηρέτηση των αντικειμενικών συμφερόντων της κοινωνίας. Κατειλημμένοι από τα «εγώ» του σήμερα παραβλέπουμε τα «εμείς» του αύριο περιφρονώντας κάθε ηθική διαχρονία. Κάτι τέτοιο όμως αποβαίνει εναντίον της ίδιας της ιδέας του ορισμού της Πολιτικής. Εναντίον δηλαδή σε ό,τι οργανωτικά ευγενέστερο φαντάστηκε ο άνθρωπος για να υπηρετήσει τους άλλους.
Σε αυτές τις ώρες όμως, ώρες δυσβάσταχτες, το ερώτημα με ποια επικοινωνία θα βαδίσουμε, με την ωραιοποιητική ή την ενημερωτική, αποβαίνει καίριο. Αυτή τη φορά η προσέλευση των κομμάτων και των ηγεσιών τους ενώπιον του ελληνικού λαού δεν θα γίνει ούτε με αποσιωπήσεις ούτε με αμφισημίες. Κανείς δεν θα ανεχθεί την εφαρμογή της αρχής της τακτικής ασάφειας ώστε μέσα από έναν πολυσυλλεκτικό λόγο να νομίσει πως ακούει ό,τι επιθυμεί. Σε κάποια ερωτήματα, απολύτως μεταξύ τους διασυνδεδεμένα και συνεξαρτώμενα, ο θυμωμένος λαός θέλει ιδιαίτερα συγκεκριμένες απαντήσεις.
Α. Θα πουν τα κόμματα και οι ηγεσίες τους στους πολίτες αν σκέφτονται, και πώς, να αποϊδιωτικοποιηθούν ώστε να επαναπολιτικοποιηθούν στη βάση ενός γενικού δημοσίου συμφέροντος; Δεν είναι αυτά οι ιστορικά αναντικατάστατοι θεσμικοί διαμεσολαβητές ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία;
Β. Θα παραδεχθούν ότι για κάποια διακυβεύματα, όσο κι αν επιθυμούν τα κόμματα να προφυλάξουν την ιδεολογική τους ταυτότητα, την «ετερότητά» τους, είναι υποχρεωτικώς «συγκλιτικά»; Και ότι όσο γίνεται ενωμένα και με τη δέουσα αξιοπρέπεια θα αντιμετωπίσουν όσα απαράδεκτα ζητούνται – ενώ υπάρχουν και παραδεκτά – από «Εκείνους» που, υπονομεύοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την Πολιτική Ευρώπη, ασκούν ηγεμονευτική επικυριαρχία.
Γ. Θα προχωρήσουν τα κόμματα στον αποεπαρχιωτισμό (τοπικό και θεματικό) του βουλευτικού ρόλου και στην πολυεπίπεδη αποπελατοποίηση του συνόλου του πολιτικού συστήματος ώστε να καταστεί απροσωπόληπτο και λειτουργικό;
Δ. Θα βεβαιώσουν τους πολίτες πόσο είναι ανυποχώρητα αποφασισμένα να επιβάλουν την οργανωσιακή μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης; Ωστε αυτή να είναι και διεθνώς, δηλαδή αναπτυξιακά και επιχειρησιακά, ανταγωνιστική;
Ε. Θα εγγυηθούν στους πολίτες ότι θα απαιτήσουν από τους πάσης φύσεως διοικητικούς λειτουργούς να εφαρμόζουν τις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι να τις τροποποιούν – με παρανομοθετικές εγκυκλίους – και να ασκούν έτσι, και αντισυνταγματικότατα, διοικητική συγκυβέρνηση;
Ολα τα παραπάνω δεν είναι λεπτομέρειες αλλά συνιστούν τις δομολειτουργικές προϋποθέσεις έναρξης ενός πολιτικού προγράμματος εξόδου από την κρίση.
Αυτή τη φορά ας μην παραβλεφθεί ότι αυτός «ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας», ο μέχρι τώρα απεριόριστα προσωποκεντρικός και ελάχιστα θεματοκεντρικός, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος, πια, εκ νέου να γητευθεί για να απολαύσει την παραπλάνησή του.
Κι έπειτα, και κάτι ακόμα, το τελευταίο. Αυτή τη φορά δεν τίθεται στην επιλογή του κόσμου θέμα διάσωσης παρωχημένων προσώπων, ό,τι και αν προσέφεραν, ή παράτασης της πολιτικής ζωής όσων εκ τύχης ή εκ λάθους αναδειχθέντων. Ούτε τίθεται ως ενδεχόμενο ότι ο καλύτερα μακιγιαρισμένος θα εκλεγεί. Αυτό που τίθεται είναι η συλλογική διάσωση του «Ολου». Πάνω σ’ αυτήν την υπόθεση μελλοντικής επίδοσης ο καθένας θα μετρηθεί.
Ο έλληνας πολίτης – όπως κάθε άλλος νομίζω -, όσο και αν συνειδητοποιεί και τη δική του συνυπαιτιότητα, προσδοκά να ζήσει στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Και θέλει να πιστεύει πως η χώρα του δεν είναι τόσο μικρή για να μην μπορεί να διεκδικεί έναν ανταλλάξιμο ρόλο για κάποια θέματα για τα οποία και οι πιο μεγάλοι την έχουν ανάγκη.

Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ