Η ώρα της αλήθειας έφτασε. Σε λίγες μέρες – πιθανόν και ώρες – η Γερμανία θα ανοίξει τα χαρτιά της και θα αποδειχτεί αν τελικώς ήταν ειλικρινής ο πάγιος ισχυρισμός της ότι επιθυμεί την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, ή όχι.

Διότι από τα ως σήμερα δείγματα γραφής του Βερολίνου, ουδέν προκύπτει μετά βεβαιότητος: Tόσο στις διαπραγματεύσεις για το λεγόμενο PSI, δηλαδή το κούρεμα της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας, όσο και στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την τρόικα, ο γερμανικός παράγων μάλλον δυσκόλεψε, παρά διευκόλυνε τα πράγματα. Ίσως αυτή είναι η διαπραγματευτική τακτική που επέλεξε το Βερολίνο, ίσως όχι.

Το βέβαιο πάντως είναι .ότι λαμβανομένης υπόψιν της πολιτικής αφασίας στην Αθήνα, (την οποία η αξιοπρεπής στάση του κ Λουκά Παπαδήμου αδυνατεί να μεταβάλει), η ελληνική οικονομία βρίσκεται προς το παρόν κάπου «μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης».

Στο PSI το Βερολίνο διαπραγματεύτηκε (και διαπραγματεύεται) πολύ σκληρά, υποχρεώνοντας, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, τους ανά τον κόσμο ιδιώτες κατόχους των ελληνικών ομολόγων να χάσουν το μέγιστο τμήμα της ονομαστικής αξίας των τίτλων που έχουν στη διάθεσή τους. Και αυτό παρά το γεγονός ότι επισήμως η γερμανική πλευρά έχει αναγνωρίσει πως τα «φέσια» στους ομολογιούχους ήταν μια μάλλον κακή ιδέα, η οποία στο μέλλον (και για άλλες χώρες) δεν θα επαναληφθεί.

Σε σχέση με την Ελλάδα επέμεινε ωστόσο, με τη δικαιολογία πως πρόκειται για «ειδική περίπτωση» χώρας. Και όχι μόνο αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα η Ελλάδα θα υποχρεωθεί τις επόμενες μέρες να προχωρήσει σε «οργανωμένη», μερική στάση πληρωμών, επιβάλλοντας σε όλους τους ιδιώτες ομολογιούχους, είτε το θέλουν είτε όχι, να αποδεχτούν τα όσα Αθήνα και Βρυξέλλες συμφώνησαν με την πλειονότητά τους.

Στην περίπτωση αυτή οι «ασφαλισμένοι» ομολογιούχοι, δηλαδή οι κάτοχοι των CDS θα αποζημιωθούν, αλλά ο αρμόδιος για τις περιπτώσεις αυτές οργανισμός ο ISDA δεν θα κηρύξει την Ελλάδα σε πτώχευση. Αντίστοιχες συμπεριφορές αναπτυσσόμενων χωρών τις οδήγησαν κατά το παρελθόν σε πολυετή αδυναμία πρόσβασης για δανεισμό στις διεθνείς αγορές. Συνήθως πάνω από δέκα χρόνια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, χώρας του ευρώ, οι οικονομικοί αναλυτές της ευρωζώνης, με πρώτους τους Γερμανούς, βεβαιώνουν πως θα απαιτηθεί πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Λίγα χρόνια Είθε.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι η μεγιστοποίηση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στο κόστος διάσωσης της Ελλάδας συνεπάγεται ελαχιστοποίηση του κόστους του δημόσιου τομέα, του γερμανικού συμπεριλαμβανομένου. Κάτι που οι Γερμανοί ψηφοφόροι εκτιμούν δεόντως, εκτινάσσοντας προς τα άνω, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τη δημοτικότητα της κυρίας Μέρκελ.

Σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις για το νέο πρόγραμμα αρωγής στην Ελλάδα, αποτελεί κοινό μυστικό ότι το Βερολίνο είναι ο ηθικός αυτουργός της ακαμψίας της τρόικας η οποία ζητεί άμεσες και ριζικές αλλαγές σε όλα τα θεωρητικώς σημαντικά μέτωπα. Κάτι που θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η «Αντάντ» την ηττημένη στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία.

Παρά το γεγονός ότι οι πάντες πλέον στην Ευρώπη έχουν αντιληφθεί πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χώρας, λίγοι είναι αυτοί που συμφωνούν με τη γερμανική αντίληψη περί «βίαιης προσαρμογής» σε όλους τους τομείς. Πόσο μάλιστα όταν είναι σαφές ότι τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι βαθιά και δεν είναι δυνατόν να λυθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο η γερμανική εμμονή στην αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων «εδώ και τώρα» δημιουργεί συχνά την εντύπωση ότι στόχος του Βερολίνου δεν είναι η οικονομική ανάρρωση της Ελλάδας, αλλά η ώθησή της στην εκούσια αναζήτηση μια πόρτας εξόδου από τη ζώνη του ευρώ.

Προς την κατεύθυνση αυτή ωθούν άλλωστε τη χώρα, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα, πολλές εσωτερικές δυνάμεις. Για το Βερολίνο η κατάσταση αυτή συνιστά μια ακόμη απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι μια «ειδική περίπτωση» χώρας, της οποίας τα προβλήματα διαφέρουν ριζικά από τα προβλήματα των άλλων χωρών της ευρωζώνης.

Η αντίληψη ότι η Ελλάδα συνιστά «ειδική περίπτωση» ενισχύεται ασφαλώς από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται στο εσωτερικό της χώρας το λεγόμενο μνημόνιο. Η «αδυναμία» μεγάλων τμημάτων του πολιτικού κατεστημένου και της κοινής γνώμης να αντιληφθούν ότι η χώρα – αν και όχι τυπικώς – ουσιαστικώς έχει πτωχεύσει, αλλά και η εδραιωμένη σε πολλούς πεποίθηση ότι «για όλα φταίει το μνημόνιο», δημιουργεί αμφιβολίες για το βαθμό επαφής των ελληνικών αρχών και «ελίτ» με την πραγματικότητα.

Και αυτό διότι παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι στον κόσμο αντιλαμβάνονται ότι η έλλειψη αναπτυξιακών δράσεων στην αντιμετώπιση της κρίσης ήταν λάθος, ελάχιστοι υποστηρίζουν ότι η έξοδος των χωρών της ευρωζώνης από αυτήν μπορεί να γίνει χωρίς εξαιρετικά επώδυνα μέτρα, χωρίς πρόσκαιρη αύξηση της ύφεσης και της ανεργίας. Στην Ελλάδα παραδόξως πως επικρατεί σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση ότι υπάρχουν και πλουσιοπάροχοι τρόποι εξόδου μιας χώρας από την πτώχευση. Κάτι που ασφαλώς ενισχύει την επιχειρηματολογία εκείνων των γερμανικών εντύπων και πολιτικών δυνάμεων που θεωρούν ότι η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ είναι εκ των ων ουκ άνευ για την υπέρβαση της κρίσης.

Οι δυνάμεις αυτές, ακραία αντιδραστικές, αρνούνται μεταξύ άλλων να καταλάβουν ότι η επικράτηση των γερμανικών προτύπων στην ευρωζώνη, (ακόμη και των επιτυχημένων) προϋποθέτει χρόνο και χρήμα. Κάτι που για παράδειγμα είχαν καταλάβει πριν από δεκαετίες οι ΗΠΑ, επιβάλλοντας μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ την ηγεμονία τους στη Δυτική Ευρώπη.

Σήμερα στην Ευρώπη χρόνο και χρήμα έχει κυρίως το Βερολίνο και το μείζον ερώτημα είναι πως θα τα χρησιμοποιήσει. Αν τα χρησιμοποιήσει σωστά και με μακροπρόθεσμο πολιτικό όραμα, ίσως σωθεί η Ελλάδα, το ευρώ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία κ.α.