Παίρνω ευκαιρία από την πρόσφατη αναφορά του υπουργού οικονομίας, Ευάγγελου Βενιζέλου που πολλές φορές επαναλαμβάνει (καθώς και άλλοι βουλευτές) ότι πρέπει να σταθούμε στο «ύψος των περιστάσεων». Σαν καραμέλα πιπιλίζεται αυτή η φράση ξανά και ξανά. Οι πολίτες δεν στερούνται την κοινή λογική και αυτή η εμμονή στην ρητορεία μου δημιουργεί δυσφορία που απαιτεί κάποιες εξηγήσεις.

Δύο βασικές αρχές κυριεύουν το πολιτικό και κοινωνικό μας σύστημα αυτή την στιγμή. Η πρώτη αρχή είναι ο φόβος για χρεοκοπία και η δεύτερη η πίεση για την αποδοχή των αλλαγών που θέλουν η Τρόικα και κυβέρνηση να επιβάλλουν. Ο φόβος δημιουργεί ένταση, δυσαρμονία, αβεβαιότητα, σύγχυση και ένα αίσθημα απελπισίας. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και έτσι οι πολίτες σκάβουν να βρουν έστω και λίγα ακόμη αποθέματα ελπίδας.

Η δεύτερη αρχή είναι ότι η πίεση για αλλαγές δημιουργεί ψυχοσωματικές φοβίες με τις αυτοκτονίες να ανεβαίνουν, κρούσματα κλινικής κατάθλιψης αυξάνονται, η προσπάθεια για μετανάστευση μεγαλώνει, η εγκληματικότητα και ληστείες γίνονται καθημερινή συνήθεια. Πως θα ήταν αν όλοι οι βουλευτές δεν είχαν τα άτομα να τους παρέχουν καθημερινή προστασία για μερικές μέρες;

Να σταθείς στο «ύψος των περιστάσεων» είναι φράση που χρησιμοποιείται και στην ουσία επικαλείται συναίνεση, συμφωνία, συμβιβασμό. Η ιδέα του φόβου συνεχίζει να παίζει για το ποιες θα είναι οι συνέπειες και έτσι είναι ένας επικοινωνιολογικός τρόπος για να «πείσεις τον άλλον».

Έτσι οι πολιτικοί χρησιμοποιούν κάτι που φαίνεται εξωτερικά ανώτερα ηθικό για να δημιουργήσουν ενοχή στον αντίπαλο για τους λόγους που διαφώνησε με τις ιδέες και προτάσεις του. Αυτό το μήνυμα των «περιστάσεων» αντιλαλεί από την βουλή και στα αυτιά των απλών πολιτών που εκπέμπει. Σαν να ήταν ηθικό κάλεσμα οι καθημερινές πολίτες συλλογίζονται την ευθηνή να το εκπληρώσουν.

Αν όλη αυτή η ρητορεία είναι ποτέ να βρει τόπο και άκρη ας ξεκαθαριστεί επιτέλους για ποιο «ύψος περιστάσεων» αναφερόμαστε.

Η δυσφορία του νοήματος της πρότασης δημιουργεί τάση για πολυερμηνεία και δυσερμηνεία. Αυτή η κατάσταση βοηθά αυτόν που είναι ποιο πολιτικά ισχυρός. Ο λόγος είναι απλός γιατί έχει και μεγαλύτερο έλεγχο στο πως αναφορές που γίνονται τελικά ερμηνεύονται.

Έτσι ας θυμόμαστε τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Πρώτον – Αυτός που στέκεται στο «ύψος των περιστάσεων» είναι αυτός/αυτή που έχει γνώσει για το ποιες οι περιστάσεις είναι. Αυτή την στιγμή υπάρχει μεγάλο χάσμα γνώσης μεταξύ του λαού και των πολιτικών που δεν γεφυρώνεται εσκεμμένα ή άθελα.

Δεύτερον – ο καθημερινός πολίτης αντιμετωπίζει μια πραγματικότητα καταστάσεων από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει και όμως προσπαθεί με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί. Στο τεράστιο τοίχος των περιστάσεων ο απλός πολίτης στέκεται και διαμορφώνει καταστάσεις και ευκαιρίες. Αυτό δεν είναι υπέρβαση των περιστάσεων; Πώς αυτή η προσπάθεια αναγνωρίζεται και επιβραβεύεται;

Τρίτον – Το ύψος των περιστάσεων περιέχει ευθύνες και είναι δυσανάλογο με βάση τη δύναμη του κάθε ατόμου να επηρεάσει την κοινωνία. Σε ένα πλαίσιο κοινοβουλευτισμού η δύναμη είναι συγκεντρωμένη σε άτομα που έχουν την εξουσία να νομοθετήσουν και να εκδιώξουν, να επιβάλουν και να τιμωρήσουν, να διατάξουν και να απαιτήσουν. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε δύο ασύγκριτα μεγέθη.

Το κάλεσμα να σταθούμε στο «ύψος των περιστάσεων» έχει σκοπό να δημιουργήσει συναίνεση και μια διφορούμενη ερμηνεία για το τι είναι να κάνουμε. Η συνεχή επιμονή σε αυτή την πρόταση έχει επικοινωνιολογικό σκοπό και η χρήση της από πολιτικούς και ας γίνει με μεγαλύτερο σεβασμό.

* Ο Στέφανος Αβακιάν είναι καθηγητής στον κλάδο της Οργανωσιακής Συμπεριφοράς και Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στο πανεπιστήμιο Brighton στην Αγγλία.
s.avakian@brighton.ac.uk