ΤΟ ΒΗΜΑ – PROJECT SYNDICATE

Η Τουρκία έχει γίνει τις τελευταίες εβδομάδες η αιχμή του δόρατος μιας κοινής προσπάθειας Δύσης, Αράβων και Τουρκίας που αποσκοπεί στο να αναγκάσει τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ της Συρίας να εγκαταλείψει την εξουσία. Πρόκειται για μεγάλη στροφή στην τουρκική πολιτική γιατί τα δυο τελευταία χρόνια η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκανε το παν για να καλλιεργήσει καλές σχέσεις με την γειτονική Συρία.
Η αλλαγή πλεύσης όσον αφορά τη Συρία έχει κοστίσει στην Τουρκία ακριβά στις σχέσεις της με το Ιράν, κύριο υποστηριχτή του καθεστώτος του Ασαντ το οποίο η Τουρκία είχε επίσης προσεγγίσει στα πλαίσια της πολιτικής του υπουργού Εξωτερικών Αχμεντ Νταβούτογλου των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες».
Αξίζει να θυμηθούμε ότι μόλις πριν από λίγους μήνες οι Αμερικανοί μαίνονταν για την προδοσία, όπως την εκλάμβαναν, της Τουρκίας. Κατά την άποψή τους, η Τουρκία επαναπροσανατόλισε την εξωτερική της πολιτική, στρεφόμενη προς τη Μέση Ανατολή και μακριά από την Ευρώπη _ μια στροφή που αντικατοπτριζόταν στην επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ και την βελτίωση εκείνων με το Ιράν και τη Συρία.
Οι Αμερικανοί θεώρησαν ότι υπάρχει αντίφαση στην προσπάθεια της Τουρκίας να τα έχει καλά τόσο με την Ευρώπη όσο και με την μουσουλμανική Μέση Ανατολή και ότι η απόφαση της Αγκυρας να βελτιώσει τις σχέσεις με τους μουσουλμάνους γείτονές της είχε πρωτίστως θρησκευτικά και ιδεολογικά κίνητρα για το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Η πρόσφατη ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν αποδεικνύει το αντίθετο και φανερώνει μια μη ιδεολογική εξωτερική πολιτική που υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας όπως τα ορίζει η εκάστοτε πολιτική ελίτ της χώρας.

Η δυσαρέσκεια του Ιράν για το ότι η Τουρκία «πρόδωσε» τον Ασαντ εντάθηκε λόγω της πρόσφατης απόφασης της κυβέρνησης Ερντογάν να εγκαταστήσει στη Μαλάτια μια μονάδα του ΝΑΤΟ έγκαιρης αντιπυραυλικής προειδοποίησης _ που θα παρακολουθεί την πυραυλική δραστηριότητα του Ιράν. Σύμφωνα με τους Ιρανούς, το σύστημα του ΝΑΤΟ θα εξουδετερώσει την ιρανική αποτρεπτική ικανότητα απέναντι στο Ισραήλ και συνεπώς αυξάνει τις πιθανότητες ενός ισραηλινού ή αμερικανικού πλήγματος κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Οι Ιρανοί έφθασαν στο σημείο να προειδοποιήσουν την Τουρκία ότι η Μαλάτια θα αποτελέσει τον πρώτο στόχο των αντιποίνων τους.

Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ μπορεί να πλήξει την ιρανική πυραυλική δραστηριότητα από διάφορα σημεία εκτός της Μαλάτιας. Η ιρανική απειλή λοιπόν αποτελεί περισσότερο έκφραση δυσαρέσκειας παρά αυθεντική ανησυχία ότι η Μαλάτια περιορίζει την αποτρεπτική ικανότητα του Ιράν.
Οι εντάσεις μεταξύ Ιράν και Τουρκίας αντικατοπτρίζουν τρεις μεγαλύτερες αλήθειες. Πρώτον, η Αραβική Ανοιξη και ιδίως η εξέγερση στη Συρία έφεραν στο φως τον υποβόσκοντα ανταγωνισμό των δυο πλευρών για επιρροή στη Μέση Ανατολή και στον αραβικό κόσμο. Δεύτερον, η στροφή της Τουρκίας προς ανατολάς δεν είναι θρησκευτικής ή ιδεολογικής έμπνευσης αλλά βασίζεται σε στέρεους στρατηγικούς και οικονομικούς υπολογισμούς. Οσο η ρευστή κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να εξελίσσεται, η Τουρκία θα προσαρμόζει αναλόγως την πολιτική της. Τέλος, η Τουρκία έχει επενδύσει υπερβολικά πολλά στις στρατηγικές της σχέσεις με το ΝΑΤΟ, και κυρίως με τις ΗΠΑ, για να τις χαραμίσει με αντάλλαγμα αβέβαια οφέλη στις σχέσεις με το Ιράν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία θα επιστρέψει στην παραδοσιακή στρατηγική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, προσέγγιση που καθόρισε την τουρκική εξωτερική πολιτική στον ψυχρό πόλεμο και την δεκαετία που ακολούθησε. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει δεσμευτεί για την στρατηγική αυτονομία της χώρας και για μεγαλύτερο ακτιβισμό στη Μέση Ανατολή. Όμως γνωρίζει καλά ότι οι πολιτικές αυτές δεν πρέπει να στοιχίσουν στην Τουρκία τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Η Τουρκία προσπαθεί σκληρά να διατηρήσει την παλαιά της σχέση με τη Δύση και συγχρόνως να οικοδομήσει νέες σχέσεις με τους μουσουλμάνους γείτονές της. Οι ηγέτες της Τουρκίας καταλαβαίνουν ότι η χώρα θα διατηρήσει καλύτερα και θα ενισχύσει την επιρροή της προς τις δυο πλευρές αν έχει καλές σχέσεις με αμφότερες.

*O κ. Mohammed Ayoob είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν