Το ευρώ ήταν ένα κρίσιµο βήµα στην προσπάθεια για την οικονοµική ενοποίηση της Ευρώπης. Ηταν επίσης ένα ενδιάµεσο βήµα που προωθούσε το όραµα της πολιτικής ενοποίησής της. Η θεσµοποίηση της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής και οι αυστηροί κανόνες στην άσκηση της εθνικής δηµοσιονοµικής πολιτικής δηµιουργούσαν το υπόβαθρο για µια πράγµατι ενιαία οικονοµική πολιτική _ που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ένωση.

Στη δεκαετία της ύπαρξής του το ευρώ ισχυροποίησε τη θέση της Ευρώπης στην παγκόσµια οικονοµία και επάξια ανταγωνίστηκε το δολάριο ως ένα διεθνές αποθεµατικό νόµισµα (reserve currency), σταδιακά αυξάνοντας την ισοτιµία του έναντι όλων σχεδόν των σηµαντικών νοµισµάτων της παγκόσµιας οικονοµίας. Λειτούργησε έτσι ως ένας από τους κύριους παράγοντες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας στις περισσότερες τουλάχιστον χώρες που το υιοθέτησαν. Παράλληλα, µείωσε το κόστος του χρήµατος και αύξησε τον όγκο των συναλλαγών για τις χώρες που το χρησιµοποιούσαν, ενώ ευνοϊκές θεωρούνται οι επιπτώσεις του στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Ειδικά στην Ελλάδα χρησίµευσε ως µέσο για τον έλεγχο του πληθωρισµού, αλλά δεν συνεισέφερε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Σήµερα το ευρώ περνά τη µεγαλύτερη κρίση από τη γέννησή του. Τα αίτια οφείλονται σε δύο σύνθετους παράγοντες. Ο πρώτος αφορά το ίδιο το ευρώ. Ως κοινό νόµισµα σε µια ατελή οικονοµική ένωση δεν διαθέτει τους θεσµούς που στηρίζουν ένα ενιαίο «εθνικό» (sovereign) νόµισµα: τη δυνατότητα της πλήρους εναρµόνισης της δηµοσιονοµικής – και όχι µόνο της νοµισµατικής – πολιτικής και τη λειτουργία της κεντρικής τράπεζάς του ως δανειστού έσχατης ανάγκης (lender of last resort). Ο µονοµερής στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να λειτουργεί µόνον ως εγγυητής της νοµισµατικής σταθερότητας βάζει το ευρώ σε µειονεκτική θέση απέναντι σε άλλα νοµίσµατα που έχουν την υποστήριξη πλήρως αναπτυγµένων κεντρικών τραπεζών (ΗΠΑ, Ηνωµένο Βασίλειο, Ιαπωνία κτλ.) – και οι οποίες κατά κανόνα έχουν αποστολή και την προώθηση της ανάπτυξης. Ο δεύτερος παράγων οφείλεται στη θεµελιώδη ανισορροπία που έχει επιφέρει η παγκοσµιοποίηση. Στη σύγκρουση δηλαδή ανάµεσα στο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα και στα εθνικά (ή υπερεθνικά όπως το ευρωπαϊκό) συστήµατα εξουσίας. Αυτή η ανισορροπία, που εξελίχθηκε στο ασύµµετρο σοκ της κρίσης του 2008, αντιµετωπίζεται µε ασύµµετρους τρόπους, χειροτερεύοντας έτσι την κρίση. Η διόρθωση π.χ. της ανισορροπίας µέσα στη ζώνη του ευρώ, εντελώς άδικα κατά πολλούς, επιβάλλει όλο το κόστος της προσαρµογής στις ελλειµµατικές χώρες.

Τούτες τις ηµέρες, οι αγορές διαπιστώνουν την αδυναµία της ΕΚΤ να αντιµετωπίσει την κρίση µε τους όρους και τα όπλα των άλλων κεντρικών τραπεζών. ∆ιαβλέπουν την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την πλήρη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

Ετσι, οι αγορές σταµάτησαν να θεωρούν το ευρώ ένα διεθνώς αποθεµατικό νόµισµα και ένα ενιαίο «εθνικό» νόµισµα και διαφοροποιούνται (όπως δείχνουν τα spreads) µε αναφορά πλέον στα κράτη της ευρωζώνης. Εχουµε έτσι το γαλλικό, το ιταλικό, το ελληνικό ευρώ, κτλ. Οι πλεονασµατικές χώρες θεωρούνται «ηθικές», αλλά η ανάγκη για εισροές κεφαλαίων ώστε να ορθοποδήσουν οι «ανήθικες» ελλειµµατικές παραµένει και δεν έχει σχέση µε την… ηθική αλλά µε την απόδοση. Και οι αποδόσεις στις χώρες µε σκληρά προγράµµατα προσαρµογής δεν είναι συνήθως ελκυστικές. Σήµερα το ευρώ δίνει µάχη για τη ζωή του. Προς το παρόν οι αγορές δείχνουν δυσαρέσκεια για την ατολµία που χαρακτηρίζει τις πολιτικές αποφάσεις των ευρωπαίων ταγών. Σύντοµα θα φανεί αν η µάχη αυτή θα περάσει σε επόµενο στάδιο ολοκληρωτικής σύγκρουσης αγορών και εθνικών συστηµάτων εξουσίας ή αν θα λήξει µε ειρήνη στην παγκόσµια οικονοµία. Ενα πράγµα είναι όµως σχετικά σίγουρο: η σηµερινή κατάσταση στη ζώνη του ευρώ δεν είναι µακρόχρονα βιώσιµη.

Ο κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ).


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ