Το Βήμα, The Project Syndicate

Ο Άγιος Βασίλης ήρθε νωρίς αυτό τον χρόνο για τέσσερα πρώην στελέχη της Washington Mutual (WaMu), μίας μεγάλης αμερικανικής τράπεζας που κατέρρευσε το φθινόπωρο του 2008. Το ταμείο εγγυοδοσίας των Ηνωμένων Πολιτειών (Federal Deposit Insurance Corporation, FDIC) είχε καταθέσει αγωγή εναντίον των τεσσάρων για ενέργειες που περιελάμβαναν τεράστια οικονομικά ρίσκα τη στιγμή που «γνώριζαν ότι η αγορά ακινήτων ήταν μία φούσκα». Το FDIC προσπάθησε να αποσπάσει 900 εκατ. δολάρια, αλλά τα στελέχη πέτυχαν συμβιβασμό με μόνο 64 εκατ., ποσό που καταβλήθηκε σχεδόν εξ ολόκληρου από τους ασφαλιστές τους. Από την τσέπη τους δεν βγήκαν τελικά πάνω από 400.000 δολαρια.

Τα στελέχη βέβαια έχασαν τη δουλειά τους και πια δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν επιπλέον αποζημίωση. Αλλά, σύμφωνα με το FDIC, οι τέσσερις τους κέρδισαν περισσότερα από 95 εκ. δολάρια από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2008. Επομένως αποχωρούν απείρακτοι και με τεράστια ποσά μετρητών. Αυτο συμβαίνει όταν τα στελέχη του χρηματοπιστωτικού κλάδου αμείβονται με βάση την γενική απόδοση της επιχείρησης τους, χωρίς να υπολογίζεται το ρίσκο που παίρνουν: όταν τα πράγματα πάνε καλά, θησαυρίζουν: όταν το ρίσκο αποκτά σάρκα και οστά και γίνεται χασούρα, δεν χάνουν (σχεδόν) τίποτε.

Την ίδια στιγμή, οι ενέργειές τους – και παρόμοιες ενέργειες άλλων τραπεζιτών – ευθύνονται άμεσα τόσο για την άνοδο στις τιμές των ακινήτων όσο και την καταστροφική κατάρρευση που ακολούθησε. Η κατάρρευση είχε πολλές και διαφορετικές επιπτώσεις για τους μη τραπεζίτες, μεταξύ των οποίων και η απώλεια περισσότερων από οκτώ εκατομμυρία θέσεις εργασίας.

Επίσης, οδηγεί σε λιτότητα – οι φόροι αυξάνονται και οι κυβερνητικές δαπάνες μειώνονται σε τοπικό και πολιτειακό επίπεδο. Στο ομοσπονδιακό επίπεδο, η δημοσιονομικη συζήτηση γιά το έλλειμα συνεχιζεται, αλλά είναι πολύ πιθανό πως θα οδηγήσει σε νέες περικοπές και συρρικνώσεις.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Αμερικανοί πρέπει να «σφίξουν το ζωνάρι». Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα συζήτηση, ειδικά σε μία περίοδο που η ανεργία κυμαίνεται ακόμη πάνω από το 8% (με την πρόσφατη μείωση να οφείλεται στην απόφαση πολλών εργαζομένων να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες ανεύρεσης δουλειάς, αποχωρώντας από την αγορά εργασίας). Η καλπάζουσα λιτότητα δύσκολα θα βοηθήσει την οικονομία να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.

Αλλά τι συμβαίνει με την κυβερνητική στήριξη στις μεγάλες τράπεζες; Μήπως περιορίζεται καθόλου υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες; Δυστυχώς, όχι: η κυβερνητική υποστήριξη παραμένει, είτε έμμεσα – επιτρέποντας στις τράπεζες να είναι «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» – είτε άμεσα, μέσω διαφόρων ειδών στήριξης από την ομοσπονδιακή τράπεζα Fed.

Η λογική – ισως είναι καλύτερα να την ονομάσουμε ιδεολογία – πίσω από τη στήριξη των μεγάλων τραπεζών είναι ότι είναι απαραίτητες για να την ανάκαμψη της οικονομίας. Αλλά αυτή η θέση μοιάζει όλο και πιο αμφιλεγόμενη, αφού οι τράπεζες «κάθονται» πάνω σε τεράστιες ποσότητες ρευστου, ενώ οι αξιόχρεοι καταναλωτές και επιχειρήσεις ειναι απρόθυμες να δανειστούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρώπη σήμερα, όπου η πραγματικότητα είναι πολύ πιο άχαρη. Οι τράπεζες γίνονται αποδέκτες ολοένα και μεγαλύτερων πακέτων διάσωσης, ενώ οι χρεωμένες χώρες κόβουν τα κοινωνικά τους προγράμματα και σαν αποτέλεσμα αντιμετωπίζουν κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτική αστάθεια. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία δανείστηκαν πολλά και τώρα οι πολίτες τους αντιμετωπίζουν τις συνέπειες. Αλλά οι τραπεζίτες δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχες συνέπειες για την υπερπροσφορά δανείων.

Φυσικά κάποιοι μεγάλοι ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες και – ποιος ξέρει; – κάποια στελέχη τους ίσως τελικά να απολυθούν. Αλλά πιστεύει κανείς ότι οι άνθρωποι που οδήγησαν στο χείλος της καταστροφής τις ευρωπαϊκές τράπεζες θα εγκαταλείψουν τις θέσεις τους χωρίς να έχουν συγκεντρώσει μεγάλο προσωπικό πλούτο; Για τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών δεν υπάρχει στα αλήθεια λιτότητα – ούτε τώρα ούτε στο μέλλον.

Οι διαδηλωτές του «Καταλάβετε το Όλμπανι», εξέδωσαν πρόσφατα μία δυνατή ανακοίνωση, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «Τα συμφέροντα εκείνων που αγοράζουν επιρροή ικανοποιούνται σε βάρος του Λαού, από τον οποίο εκπορεύεται η δίκαιη ισχύς της κυβέρνησης. Πιστεύουμε ότι αυτή η αποτυχία του συστήματός μας βρίσκεται στον πυρήνα πολλών αλληλένδετων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία, και η επίλυση τους είναι ζωτικής σημασίας για ένα δίκαιο μέλλον. Εμείς επομένως απαιτούμε πραγματική δημοκρατία, αποχωρισμένη από τη διαβρωτική επιρροή της συγκεντρωτικής οικονομικής δύναμης, και καλούμε όλους όσους μοιράζονται αυτό τον κοινό στόχο να σταθούν μαζί μας προκειμένου όλο αυτό να τελειώσει».

Ομως οι μεγάλες τράπεζες αντιπροσωπεύουν την απόλυτη συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας στις σημερινές οικονομίες. Ειναι ικανές να αντισταθούν σε κάθε ουσιαστική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που θα μπορούσε να αλλάξει τους τροπους με τους οποίους αποζημιώνουν τα στελέχη τους. Τον τρόπο με τον οποιο πάντα κερδίζουν και ποτέ δεν χάνουν.

Αλλά ο καπιταλισμός δεν έχει καμμιά σχέση με την οικονομία της αγοράς, αν δεν συνοδεύεται από την προοπτική της αποτυχίας. Αυτό που βλέπουμε σημερα σε λειτουργία είναι ενα μεγάλης κλίμακας, αδιαφανές και επικίνδυνο σχέδιο κυβερνητικής επιδότησης, προς όφελος μιάς πολύ μικρης ομάδας ακραία πλούσιων ανθρώπων.

Ο Τζον Χάντσμαν, ένας από τους υποψηφίους γιά το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, δηλώνει ευθέως πως πρέπει να οδηγήσουμε σε υποχρεωτική διάσπαση τις μεγαλύτερες τράπεζες ωστε να γινουν ασφαλέστερες. Κανείς άλλος υποψήφιος δεν αντιμετωπίζει σοβαρά και μετωπικά το πρόβλημα: το να λες «θα τις αφήσουμε να καταρρεύσουν» δεν είναι απάντηση, όταν η κατάρρευση των μεγα-τραπεζών μπορεί να προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά.

Πρέπει να πάρουμε μαθήματα τόσο από τη WaMu όσο και από το κίνημα «Καταλάβετε». Και στις δύο περιπτώσεις, το μάθημα είναι το ίδιο: η υπερσυγκεντρωση είναι ένα σπουδαίο, διαρκές δώρο – αλλά όχι γιά εσένα.

* Ο Σάιμον Τζόνσον είναι καθηγητής στο ΜΙΤ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο ΔΝΤ και συνιδρυτής του οικονομικού μπλογκ http://BaselineScenario.com.