Από το 1981 και εντεύθεν η ελληνική κοινωνία φαίνεται να περιορίζεται σε μια παθητική στάση απέναντι στις εξελίξεις. Μετά την ένταξη στην ΕΟΚ δεν υπάρχουν πλέον οράματα επιθετικού χαρακτήρα για την παραγωγή και εξαγωγή ιδεών, πνεύματος, τεχνολογίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Μόνος τομέας με επιθετική δράση παραμένει η ελληνική εμπορική ναυτιλία, η οποία όμως δραστηριοποιείται εκτός των εθνικών συνόρων.

Όλοι σχεδόν οι άλλοι τομείς είχαν περιορίσει αρχικά τη δράση τους στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών υπό καθεστώς προστασίας αλλά στη συνέχεια αφέθηκαν να υποκατασταθούν από εισαγωγές. Ο μιμητισμός αντικατέστησε τη γνήσια δημιουργικότητα. Η παράδοση ξεθώριασε και έγινε «ντεμοντέ». Η επιχειρηματικότητα ποινικοποιήθηκε ιδεολογικά και (με εξαίρεση τις κρατικοδίαιτες μονάδες) μαράζωσε. Φαεινές εξαιρέσεις επιχειρηματιών με ιδέες και όραμα πολεμήθηκαν και κατέρρευσαν. Οι διαρκώς αυξανόμενες εγχώριες ανάγκες καλύπτονταν όλο και περισσότερο από εισαγωγές (ακόμα και σε προϊόντα αγροτικά). Η δράση των ατόμων περιορίστηκε στη βελτίωση του «lifestyle» και κατέληξε σε άκρατο αμοραλισμό, ατομικισμό και σε επίδειξη χλιδής χρηματοδοτούμενης από δανεικά και επιδοτήσεις.

Με την ανατροπή των συμπεριφορών αυτών λόγω της κρίσης, ο ατομικισμός παραχώρησε γρήγορα τη θέση του σε μια μαζική διαμαρτυρία απευθυνόμενη στο πολιτικό σύστημα που θεωρείται και ο κύριος υπεύθυνος. Όμως, η συλλογική αυτή οργή εξυπηρετεί παράλληλα και τη συγκάλυψη της ατομικής ευθύνης του καθενός μας όταν στηρίζαμε ή ανεχόμαστε με τη στάση μας την κατάσταση του λαϊκισμού, του ερασιτεχνισμού, του ευδαιμονισμού και της διαφθοράς. Άν και η αξιοσημείωτη ανοχή του πληθυσμού στα σκληρότατα οικονομικά μέτρα μάλλον υποκρύπτει μια αίσθηση ενοχής σε προσωπικό επίπεδο, η όποια μαζική αντίδραση ασφαλώς εκτονώνει, έστω και αν στο τέλος καταλήγει σε απογοήτευση αφού κανείς δεν τιμωρείται, οι φοροφυγάδες δεν πιάνονται αλλά ούτε και ανάπτυξη (ελπίδα) διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό που κινητοποιεί συλλογικά τους Έλληνες μέσα στον ελληνικό χώρο δεν είναι τόσο η δημιουργική δράση όσο η συναισθηματική ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ. Το θρυλικό «ΟΧΙ» ήταν έκφραση ομόθυμης αντίδρασης στην απρόκλητη Ιταλική επίθεση. Η οργανωμένη αντίσταση κατά τη Γερμανική κατοχή ήταν αποτέλεσμα της ομόψυχης αντίδρασης ενάντια στον κατακτητή. Η επιτυχημένη παραγωγή γνήσιας λαϊκής μουσικής και κινηματογράφου κατά τις δεκαετίες ‘50 και ‘60 ήταν, σε μεγάλο βαθμό, έκφραση αντίδρασης στη φτώχεια και την κοινωνική καταπίεση. Και στις μέρες μας, το κίνημα των «αγανακτισμένων» ένωσε τις φωνές της αντίδρασης ενάντια στη διαφθορά και τον επερχόμενο οικονομικό μαρασμό, χωρίς να έχει προτείνει, μέχρι στιγμής, κάποια θετική δράση.

Αλλά και πολλοί από όσους προσπάθησαν να δημιουργήσουν μέσα στην ελληνική κοινωνία δεν επιβραβεύθηκαν αλλά η δράση τους δέχθηκε πανταχόθεν επιθέσεις στο πνεύμα του λαϊκού ανέκδοτου «να ψοφήσει και το μουλάρι του γείτονα», που εκφράζει ένα είδος αντιδραστικού φθόνου για τις επιτυχίες του πλησίον μας. Απορούμε συχνά πώς είναι δυνατόν τόσοι Έλληνες να διαπρέπουν στο εξωτερικό και όσοι φτασμένοι επιστρέφουν στην Ελλάδα να εκτίθενται άμεσα σε διασταυρούμενα πυρά από τους εγχώριους ομοειδείς και να αδρανοποιούνται. Εύλογα διερωτάται λοιπόν κανείς:

• Μήπως ο Έλληνας δρα συλλογικά μόνο ενάντια στην έξωθεν απειλή (ΑΝΤΙ-δρα); Γιατί δεν αξιοποιεί τις ικανότητές του σε συλλογική δημιουργική δράση ενώ έκθυμα στοιχίζεται για συλλογική αντίδραση;

• Είναι άραγε ο φθόνος υπέρμετρος στην ελληνική κοινωνία;

Στην Ελλάδα κυριαρχεί ακόμα η αρχέγονη αγροτική νοοτροπία: Σε μια κλειστή αγροτική κοινωνία «το χωράφι έχει όρια στην απόδοσή του, δηλαδή η πίττα είναι περίπου σταθερή και γνωστή. Άρα ό,τι παραπάνω χρήματα εμφανίζει κάποιος θεωρούνται ως αμφιλεγόμενης προέλευσης». Αντίθετα, χρήματα που αποδεδειγμένα κερδήθηκαν αλλού είναι κοινωνικώς αποδεκτά γιατί θεωρούνται ότι έχουν αφαιρεθεί από άλλους. Επί πλέον, στις μικρές κοινωνίες ο κοινωνικός έλεγχος είναι έντονος, άρα και ο σχετικός φθόνος.

Η σημερινή ελληνική κοινωνία περιλαμβάνει πολλές κλειστές ομάδες – μαγαζάκια με «αγροτική νοοτροπία»: Ό,τι παραπάνω αποκομίσει κάποιος θεωρείται ότι το αφαίρεσε από τα άλλα μέλη. Κατ’ επέκταση, κάθε νεοεισερχόμενος προκαλεί αντίδραση αφού θα διεκδικήσει ένα κομμάτι από την ίδια σταθερή πίτα (βλ. π.χ. κλειστά επαγγέλματα). Η κατάσταση αυτή κατοχυρώνει μεν τα μέλη της κάθε ομάδας αλλά δεν προάγει τον ανταγωνισμό, αναστέλλει τη δημιουργικότητα και δεν βοηθά την πίττα να μεγαλώσει. Δεν φαίνεται να έχουμε περάσει ακόμα στην «αστική» αντίληψη των πραγμάτων όπου η βιομηχανία, το εμπόριο και οι υπηρεσίες μπορούν να προσκομίσουν πολλαπλάσια κέρδη με τρόπους θεμιτούς και άρα η επιτυχία και το κέρδος δεν είναι κατ’ αρχήν κατακριτέα. Εδώ η πίτα μπορεί να μεγαλώσει προσφέροντας δυνατότητες για όλους όσοι διαθέτουν τα σχετικά προσόντα.

Στην αντίδραση, το κίνητρο που ενώνει τα άτομα είναι η κοινή αγανάκτηση. Η απλή διαμαρτυρία (που συχνά οδηγεί σε βιαιότητες και καταστροφές) εκτονώνει και ανακουφίζει, δεν παρέχει όμως από μόνη της καμία λύση. Και έτσι, ο φαύλος κύκλος της συντήρησης διαιωνίζεται.

Η αντίδραση έχει έναν κοινό και ευδιάκριτο για όλους εχθρό. Αντίθετα, οι στόχοι και η μεθόδευση που οδηγούν στη δημιουργία μπορεί να γίνουν αντιληπτοί από τον καθένα κατά διαφορετικό τρόπο. Μόνο όταν ένας στόχος είναι απλός και ξεκάθαρος, διεγείρει το θυμικό και δεν θέτει στο τέλος θέμα μοιρασιάς, μόνο τότε μπορεί να συστρατεύσει ακόμα και τους απείθαρχους, τους πονηρούς και τους δύσπιστους για απτά συλλογικά αποτελέσματα (Βλ. Βαλκανικοί Πόλεμοι, «ΟΧΙ», Εθνική Αντίσταση, Ολυμπιακοί Αγώνες κλπ.)

Σε αντιδιαστολή, η δημιουργική δράση, εκτός από όραμα, απαιτεί στη συνέχεια και εξορθολογισμό: στόχους, σχεδιασμό, καλή διοίκηση, πειθαρχία, συλλογική εργασία καθώς και την πεποίθηση ότι τα κέρδη και οι απώλειες θα κατανεμηθούν κάπως δίκαια.

Είναι όμως η ελληνική κοινωνία εκπαιδευμένη για τέτοια εγχειρήματα;

• Έχουμε όραμα και σχεδιασμό για τη χώρα;

• Διαθέτουμε κατάλληλους ηγέτες και μάνατζερς;

• Έχουμε μάθει να κάνουμε ορθολογικό διάλογο και δημιουργικές συνεργασίες;

• Υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη για συνεργασίες και για τη συμπεριφορά του κράτους προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις;

• Πόσο σεβόμαστε και πειθαρχούμε στους νόμους και τους θεσμούς;

• Ήταν ιστορικά δίκαιη η κατανομή των κερδών και των βαρών στην κοινωνία;

Όποιος απαντήσει στα ερωτήματα αυτά θα έχει και πρόταση για το μέλλον της χώρας. Προσωπικά πιστεύω ότι:

• Η μετάβαση από τον αγροτικό στον αστικό τρόπο σκέψης μόνο με την εξωστρέφεια (άνοιγμα στο διεθνή χώρο) μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ήδη κάποιοι έχουν στραφεί σε εξαγωγές.

• Η παιδεία των Ελλήνων καλείται να προσαρμοστεί κατάλληλα ώστε να παράγει υπεύθυνους πολίτες που θα αντιδρούν πιο ορθολογικά αλλά, κυρίως, θα δρουν πιο δημιουργικά.

Η Ελλάδα υποφέρει από πολλά χρόνια προβλήματα και η Ευρώπη επίσης. Αισθάνομαι ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να τα αντιμετωπίσουμε για το καλό των παιδιών μας. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι στη χώρα μας. Ας τους αξιοποιήσουμε λοιπόν.

Είναι ώρα να δράσουμε. Για μια καλύτερη Ελλάδα. Για μια καλύτερη σχέση μας με την Ευρώπη.