Τι περιµένουν οι Ελληνες από το πολιτικό τους σύστηµα; Λίγα πράγµατα. Οι δηµοσκοπικές µετρήσεις αντιστοιχούν µε την αίσθηση που αποκοµίζουµε στις προσωπικές µας συναναστροφές: οι συντριπτικά περισσότεροι πιστεύουν ότι κανένα κόµµα δεν είναι ικανό να βγάλει τη χώρα από την κρίση, κανένας πολιτικός αρχηγός δεν είναι ικανός να ηγηθεί, κανένας πολιτικός σχηµατισµός δεν είναι καν ικανός να αντιπολιτευθεί. Το κόµµα του «κανένα», µε κανέναν αρχηγό, θα είχε πάρει κεφάλι αν δεν ήταν ακέφαλο και ασώµατο. Γιατί αυτό ζούµε σήµερα στην Ελλάδα: την απίσχνανση του πολιτικού σώµατος.

Η πολιτική, ακούµε συχνά, είναι όπως η Φύση: αποστρέφεται το κενό. Αλλά δεν πρόκειται να τα βγάλουµε πέρα µε τα στερεότυπα. Επιπλέον, είναι λάθος, και µάλιστα διπλό. Πριν από σχεδόν τετρακόσια χρόνια η νεογέννητη τότε «πειραµατική φιλοσοφία» µάς έµαθε ότι η Φύση καθόλου δεν αποστρέφεται το κενό. Αλλά, ακόµη κι αν αυτό συνέβαινε, οι αναλογίες της πολιτικής µε την απρόσωπη Φύση παραµένουν πολύ µακρινές. Το πεδίο της πολιτικής δεν είναι δεδοµένο ανιστορικά.

Η συζήτηση µας βγάζει από τα σύνορα της χώρας. Ισως να βρισκόµαστε εν όψει ενός µετασχηµατισµού του δυτικού κόσµου, καθώς οι αλγόριθµοι της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας ξεπερνούν τον πολιτικό λογισµό που συνθέτει τις ατοµικές βουλήσεις σε εθνικές συλλογικότητες. Αυτή η συζήτηση, ακόµη κι αν µας αφορά, µας υπερβαίνει. Και δεν είναι λόγος να καλύψουµε τις ιδιαίτερες στρεβλώσεις µας πίσω απ’ αυτήν. Στην Ιταλία και στην Ελλάδα, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις, εγχώριοι τεχνοκράτες εγκαταστάθηκαν στη θέση εγχώριων πολιτικών προκειµένου να εκτελέσουν τα δηµοσιονοµικά προγράµµατα που απαιτούν εξωχώριοι πολιτικοί καθ’ υπαγόρευση εξωχώριων τεχνοκρατών.

Στις δύο περιπτώσεις, τα πράγµατα έγιναν αρκετά διαφορετικά. Στην Ελλάδα, το πολιτικό σύστηµα κατέφυγε στο κέλυφος ενός τεχνοκράτη µε µια ελάχιστη, αλλά σηµαίνουσα, αναδιανοµή της εξουσίας. ∆εν συνέβη βάσει σχεδιασµού. Οι ντόπιοι πολιτικοί είναι σαν τα γέρικα σκυλιά της εγγλέζικης παροιµίας. Συνεχίζουν τα κόλπα που έµαθαν στα νιάτα τους και που µας έφεραν ως εδώ. Οταν αυτοί οι πολιτικοί ανανεώνουν τις προσδοκίες τους είναι αναµενόµενο οι πολίτες να χάνουν τις δικές τους. Εκείνο που ίσως είναι λιγότερο αναµενόµενο είναι ότι οι πολίτες εµφανίζονται να χάνουν τις προσδοκίες τους συνολικά, δηλαδή να µην περιµένουν ούτε «νέα πρόσωπα και κόµµατα». Φαίνεται σαν µια συνολική παραίτηση των πολιτών από την πολιτική. Αλλά δεν είναι. Η αδιαµαρτύρητη αποδοχή της τελείως αχρείαστης συµµετοχής ενός ακροδεξιού κόµµατος µε ρατσιστικές αποχρώσεις στην κυβέρνηση αντισταθµίζεται από την άνοδο της Αριστεράς που αθροίζει προσώρας 40%. Το άθροισµα βέβαια είναι ετερόκλητο, αλλά κατευθύνεται σε αναλογία τρία προς ένα στους εκφραστές της «αντισυστηµικής» πολιτικής. Ο χώρος που άδειασε και κατά πλειονότητα µεταφέρθηκε στο «κόµµα του κανένα» είναι ο χώρος της Κεντροαριστεράς. Η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα έχασε την πολιτική της έκφραση.

Υπάρχουν περισσότεροι λόγοι για τους οποίους ο αστικός προοδευτικός χώρος µπορεί να εκφραστεί µέσα από ένα νέο κόµµα. Η ιστορική χρεοκοπία του ΠαΣΟΚ δεν οφείλεται γενικά στην αποτυχία της µνηµονιακής πολιτικής. Το κόµµα που κυβέρνησε τα δύο τελευταία χρόνια θα µπορούσε να εισπράξει τη φθορά αλλά και να εγγράψει υποθήκες για το µέλλον υπό δύο προϋποθέσεις: (α) ότι θα είχε επιχειρήσει τις δοµικές µεταρρυθµίσεις που θα συγκρατούσαν κοντά του τα δυναµικά στρώµατα της ελληνικής κοινωνίας, έστω κι αν αυτά προσωρινά κλονίζονταν και συρρικνώνονταν. Και (β) ότι θα είχε πολιτευθεί µεταδίδοντας µια στοιχειώδη αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης αντί να στραφεί στην αυτοσυντήρηση ενός σκληρού πυρήνα ηµετέρων εξαρτηµένων από τα ωφελήµατα της εξουσίας.

Ετσι, µετά τη βύθιση της χώρας, το διληµµατικό σύνθηµα µεταφέρθηκε στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ: «Αλλάζουµε ή βουλιάζουµε»; Αλλά για να ισχύσει το δίληµµα χρειάζεται να αποµένει κάτι που να επιδέχεται εσωτερική αλλαγή. Η ίδια η τακτική του πρώην πρωθυπουργού δείχνει το αντίθετο. Σύµφωνα µε τις υφιστάµενες ενδείξεις, ο κ. Παπανδρέου προκρίνει τη σταθεροποίηση του κόµµατός του σ’ ένα µέγεθος τέτοιο που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να το ελέγχει. Η λογική της µικρής πολιτικής ιδιοκτησίας, αν επιβεβαιωθεί, επιβάλλει τη δηµιουργία ενός νέου πολιτικού σχηµατισµού, ανεξάρτητου από τα πεπρωµένα οικογενειών και προσώπων και ανοιχτού να υποδεχθεί ξανά τους προοδευτικούς πολίτες που περιθωριοποιήθηκαν προσωρινά στο «κόµµα του κανένα» ή διέρρευσαν σε ασταθή γειτονικά σχήµατα.

Το ερώτηµα λοιπόν για τον σχηµατισµό ενός νέου πολιτικού κόµµατος δεν αφορά τόσο τις προσδοκίες των πολιτών όπως αποτυπώνονται στις δηµοσκοπήσεις όσο τη δυναµική των πολιτικών πραγµάτων που ατόνησε στον βαθµό που αποσυνδέθηκε από την κοινωνία. ∆ιότι στην Ελλάδα ζούµε ένα επιπλέον παράδοξο: Τα κόµµατα του αστικού χώρου είναι εκείνα που εµφανίζουν και το µεγαλύτερο έλλειµµα εσωκοµµατικής δηµοκρατίας. Και τούτο δεν αποτελεί εσωτερική τους υπόθεση, αλλά αφορά τους ζωτικούς διαύλους ανάµεσα στην πολιτική και στην κοινωνία. Ειδικά ο µεγαλύτερος ασθενής του πολιτικού µας συστήµατος, το ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ανοµίας: κάθε καταστατική διαδικασία τελεί εν αναστολή, αφηµένη στη διακριτική ευχέρεια ενός ληγµένου προέδρου που παρατείνει αυθαίρετα τη θητεία του.

Ισως, αποκτώντας ένα νέο κόµµα, να ικανοποιήσουµε επιτέλους µια βασική απαίτηση της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας: να αποκτήσουµε κόµµατα που θα διέπονται από πολιτικό ορθολογισµό στον οποίο δικαιωµατικά µετέχουν οι πολίτες. Αυτό δεν µπορεί να συµβεί παρά εις βάρος των αντανακλαστικών συµπεριφορών της κατεστηµένης ελληνικής πολιτικής τάξης. Οι πολιτικοί του θνήσκοντος ΠαΣΟΚ που θα το αντιληφθούν έχουν ελπίδες να επιβιώσουν. Ισως και να ηγηθούν.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ