ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times

Υπάρχουν δύο κρίσιμα σημεία που πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβετε για την τρέχουσα πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτον, με δεδομένη την ζοφερή ακόμη οικονομική κατάσταση, το 2012 θα έπρεπε κανονικά να είναι η χρονιά του ρεπουμπλικανικού θριάμβου. Δεύτερον, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μπορεί τελικά να καταφέρει να χάσει μια εκ πρώτης όψεως «δική του» αναμέτρηση, διότι ο παραιτηθείς από την διεκδίκηση του χρίσματος, λόγω καταγγελιών για «ροζ» σκάνδαλα, Χέρμαν Κέιν, δεν μας προέκυψε κατά λάθος.

Αναρωτηθείτε τι χρειάζεται σήμερα για να γίνει κανείς «βιώσιμος» προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων. Πρέπει να αποκηρύξει την ιδέα της «Μεγάλης Κυβέρνησης» και των υψηλών φόρων, χωρίς να αποξενώσει τους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους που παρέμειναν «κλειδί» των περσινών εκλογικών επιτυχιών της παράταξης – και οι οποίοι, ακόμη και όταν εκδηλώνουν ανοιχτά το μίσος τους για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δειλιάζουν μπροστά στην παραμικρή υπόνοια για περικοπές στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης.

Πρέπει επίσης να αποκηρύξει τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα ως ριζοσπάστη σοσιαλιστή που υπονομεύει την ασφάλεια των ΗΠΑ – τον ίδιο πρόεδρο που εφάρμοσε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση βασισμένη σε ρεπουμπλικανικά σχέδια, και που φόνευσε τον Οσάμα μπιν Λάντεν.

Λοιπόν, τι είδος πολιτικού καλύπτει αυτές τις ρεπουμπλικανικές προϋποθέσεις; Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να το πετύχεις: πρέπει να είσαι ή απόλυτα κυνικός ή απόλυτα άσχετος.

Ο Μιτ Ρόμνι είναι η προσωποποίηση της πρώτης κατηγορίας. Δεν είναι βλαξ: ξέρει πολύ καλά, επί παραδείγματι, πως η μεταρρύθμιση του κλάδου υγείας από τον Ομπάμα ήταν πρακτικά πανομοιότυπη με τις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος ο Ρομνι εφάρμοσε ως κυβερνήτης της Μασαχουσέτης – αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει από το να αποκηρύσσει το σχέδιο Ομπάμα σαν μια τεράστια κυβερνητική επίθεση στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει. Επίσης, φαίνεται πως ο Ρόμνι ξέρει να διαβάσει έναν προϋπολογισμό, άρα πρέπει να ξέρει πως οι αμυντικές δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται και με την σημερινή κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να υπόσχεται πως θα αντιστρέψει, ως πρόεδρος, τις «μαζικές αμυντικές περικοπές» του Ομπάμα.

Η στρατηγική του Ρόμνι είναι λοιπόν να υποκρίνεται πως συμμερίζεται με την βάση των Ρεπουμπλικάνων όλη την άγνοια και τις εσφαλμένες αντιλήψεις της. Ενώ δεν είναι βλαξ, αυτός είναι ο ρόλος που δείχνει να παίζει στην τηλεόραση. Δυστυχώς γι’ αυτόν, ωστόσο, δεν διαθέτει ιδιαίτερες υποκριτικές ικανότητες, με αποτέλεσμα η ανειλικρίνεια του να είναι οφθαλμοφανής.

Έτσι, η βάση εξακολουθεί να ζητά επίμονα έναν υποψήφιο που να πιστεύει πραγματικά σε όλα αυτά που οι άλλοι υποψήφιοι απλά υποκρίνονται ότι πιστεύουν. Το κακό γι’ αυτούς είναι πως, όπως προείπα, ο μόνος τρόπος να πιστεύεις ειλικρινά την τρέχουσα κατήχηση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος είναι να είσαι εντελώς άσχετος.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο αγώνας για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων έχει πάρει την μορφή που έχει πάρει – με έναν υποψήφιο που κανένας δεν συμπαθεί και κανένας δεν εμπιστεύεται, που αντιμετωπίζει μια σειρά άσχετων αντιπάλων, ο καθένας εκ των οποίων έχει δει προσωρινά την δημοτικότητα του να αυξάνεται, για να καταρρεύσει σύντομα υπό το βάρος της ίδιας της ασχετοσύνης τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο συντηρητικός Ρικ Πέρι, ένας αληθινός πιστός, που φαινομενικά διέθετε ότι χρειαζόταν για να πάρει το χρίσμα – έως ότου άνοιξε το στόμα του. Θα έχει άραγε και ο Νιούτ Γκίνγκριτς την ίδια μοίρα; Όχι απαραίτητα.

Πολλοί παρατηρητές απορούν για το ότι η περιπετειώδης προσωπική πορεία του Γκίνγκριτς δεν του προκαλεί προβλήματα, αλλά δεν θα έπρεπε να απορούν. Αν η υποκρισία είναι ο φόρος υποτέλειας που πρέπει να πληρώνει η διαστροφή στην αρετή, είναι ένα τίμημα που οι Συντηρητικοί συχνά δείχνουν διατεθειμένοι να αναλάβουν, στηρίζοντας υποψηφίους που ενστερνίζονται δημοσίως συντηρητικές ηθικές αντιλήψεις ανεξάρτητα από την προσωπική τους συμπεριφορά.

Ο Γκίνγκριτς έχει μερικά πλεονεκτήματα που κανείς από τους άλλους διεκδικητές δεν είχε. Μπορεί να μην είναι ο οραματιστής πολιτικός που ο ίδιος φαντασιώνεται ότι είναι, αλλά είναι ετοιμόλογος ρήτορας, ακόμη κι όταν δεν έχει ιδέα για το θέμα που σχολιάζει. Και η αίσθηση μου είναι ότι πολύ καλός και στην διπλή σκέψη – ότι δηλαδή, ακόμη κι όταν γνωρίζει πως αυτό που λέει δεν είναι αλήθεια, καταφέρνει να το πιστέψει για όσο το λέει. Έτσι, ίσως τελικά δεν καταρρεύσει όπως οι προκάτοχοί του.

Αυτό που μετρά όμως είναι πως, όποιος κι αν πάρει τελικά το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, θα είναι ένας βαθιά ελαττωματικός υποψήφιος. Και οι ατέλειες του δεν θα είναι προϊόν ατυχήματος, ή κακοτυχίας, αλλά αποτέλεσμα της εμμονής ενός ολόκληρου κόμματος σε αποδεδειγμένα εσφαλμένες αντιλήψεις – γεγονός που σημαίνει ότι μόνο ψεύτες ή αστοιχείωτοι μπορούν να περάσουν από την διαδικασία επιλογής.

Φυσικά, με δεδομένη την τρομακτική οικονομική εικόνα και την τάση των ψηφοφόρων να ρίχνουν την ευθύνη για τις κακές εξελίξεις στον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου, ακόμη και ένας βαθιά ελαττωματικός Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος μπορεί να κερδίσει την προεδρία. Τι θα γίνει όμως μετά;

Η Washington Post μεταφέρει ανώνυμες δηλώσεις ενός Ρεπουμπλικάνου συμβούλου που συγκρίνει το τι συνέβη στον Κέιν, όταν βρέθηκε να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με την παροιμιώδη ιστορία του σκύλου που κυνηγούσε ένα αυτοκίνητο: «Κάτι καταπληκτικό συνέβη, και ο σκύλος έπιασε το αυτοκίνητο. Αλλά τα σκυλιά δεν ξέρουν πώς να οδηγούν αυτοκίνητα, κι έτσι ο σκύλος δεν είχε ιδέα τι να κάνει με το αμάξι που έπιασε».

Η ίδια μεταφορά πιστεύω πως μπορεί να ισχύσει συνολικά για την προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων να καταλάβουν του χρόνου τον Λευκό Οίκο. Αν ο σκύλος πραγματικά πιάσει το αυτοκίνητο – την αμερικανική κυβέρνηση – δεν θα έχει ιδέα τι πρέπει να κάνει, διότι η πραγματικότητα της διακυβέρνησης τον 21ο αιώνα ουδεμία σχέση έχει με την μυθολογία που όλοι οι φιλόδοξοι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί πρέπει να δείχνουν ότι πιστεύουν. Τι θα γίνει μετά;