Ποια θα ήταν η απάντηση στο ερώτηµα του αφιερώµατος τον σκληρό ∆εκέµβρη του 1944, µε το τέλος της γερµανικής Κατοχής και την έναρξη του Εµφυλίου; Ποια θα ήταν η απάντηση στο ίδιο ερώτηµα µε το τέλος του Εµφυλίου, όπου η µισή Ελλάδα θρηνούσε την άλλη, είτε βρισκόταν στη µια είτε στην άλλη παράταξη; Και, τέλος, τι θα απαντούσε κάποιος για το µέλλον των νέων στην Ελλάδα τον σκοτεινό Απρίλη του 1967; Την απάντηση την έδωσε ξεκάθαρα η Ιστορία: οι νέοι αυτής της εποχής, «που τους έλεγαν αλήτες», τα παιδιά εκείνης της αιµατηρής και υβριστικής περιόδου, όχι µόνο επέζησαν, όχι µόνο βρήκαν δρόµο µέσα σε απίθανες δυσκολίες, αλλά µπόρεσαν να αλλάξουν τη µοίρα τους και τη µοίρα του τόπου. Με όλες τις εγγενείς αντιξοότητες «νικητών» και κυρίως «ηττηµένων»…

Και αν το ίδιο ερώτηµα διατυπωνόταν κατά τον ευοίωνο Οκτώβρη του 1981, όταν ερχόταν η «Αλλαγή», και πάλι αργότερα, στις αρχές λ.χ. της δεκαετίας του ‘90, όταν η Ελλάδα βίωνε χλιδές, ποια θα ήταν η απάντηση; Οτι αυτά τα παιδιά που µεγαλώνουν τώρα σε καιρούς ελπίδας και ευηµερίας, µακριά από εθνικές περιπέτειες, µέσα στις ανοικτές ευρωπαϊκές µας προοπτικές, αυτοί οι νέοι, θα λέγαµε, θα έχουν σίγουρο, ευτυχισµένο µέλλον. Αλλά η Ιστορία έχει δώσει και εδώ άλλη, εντελώς διαφορετική απάντηση. Οσοι γεννήθηκαν τότε κάτω από άστρο φωτεινό σήµερα δεν φαίνεται να έχουν στον ήλιο µοίρα. Είναι αυτοί που κυρίως υποφέρουν από ανεργία και ανασφάλεια. Είναι αυτοί που πληρώνουν τις εγκληµατικές πράξεις εκείνων που είχαν τότε στα χέρια τους το µέλλον του τόπου, πολλοί από τους οποίους – αλίµονο – εξακολουθούν να επιβιώνουν πολιτικά.

∆εν είµαι αρµόδιος να δώσω απάντηση γι’ αυτό το αντιφατικό και παράδοξο συµβάν της ιστορίας µας. Το βέβαιο είναι πως για να προκύψει αυτή η αντιστροφή πολλοί παράγοντες θα επέδρασαν: εθνικοί, κοινωνικοί, εσωτερικοί, εξωτερικοί κτλ. Πάντως όχι µεταφυσικοί. ∆ιακινδυνεύω ωστόσο να εκτεθώ υποστηρίζοντας ότι η µεγάλη ειδοποιός διαφορά ανάµεσα στη δύσκολη αρχή που ευδοκίµησε και στην εύκολη που στράβωσε δεν είναι άλλη από την επιθυµία µας να δράσουµε κάθε φορά. Ακόµη και µέσα στα ερείπια (ή ακριβώς επειδή βρεθήκαµε στα ερείπια), ακόµη και µέσα στις χειρότερες πολιτικές και οικονοµικές συνθήκες που έζησαν οι προηγούµενες γενιές, υπήρχε έκδηλη η επιθυµία να προσπαθήσουµε για το καλύτερο. ∆εν χρειάζεται να πάµε µακριά: η λογοτεχνία εκείνων των χρόνων, πεζογραφία και ποίηση, βρίθει από µικρά καθηµερινά έπη ανθρώπων που προσπαθούσαν να σηκωθούν από τις «ερµιές». Αντίθετα, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ως και λίγα χρόνια πριν, το εθνικό, το κοινωνικό και οπωσδήποτε το εκπαιδευτικό «ιδανικό» ήταν όχι απλώς η ραστώνη αλλά η διακήρυξη της ήσσονος προσπάθειας. Ειδικά στην εκπαίδευση (που αναγκαστικά σχετίζεται µε τους νέους) αυτό το δόγµα έκανε θραύση. Ολα χαµήλωσαν, όλα έγιναν πιο «λάιτ», πιο «δηµοκρατικά». Ακόµη και η γραµµατική αγωγή καταργήθηκε. Οι «βάσεις» έπεσαν από το 14 στο 12, από εκεί στο 10 και σήµερα είναι σε τροχιά Χρηµατιστηρίου: κυµαίνονται γύρω στο 5-6! Ολα αυτά (και όσα άλλα παρόµοια) είναι ενδεικτικά, όχι αναγκαστικά αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτή την κατάπτωση. Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσουµε. Το µέλλον λοιπόν για τους σηµερινούς νέους δείχνει να είναι όντως σκοτεινό. Είτε σπουδάζουν είτε όχι. Είτε κατεβαίνουν στις πορείες πετροβολώντας και σπάζοντας είτε παρακολουθούν τις εξελίξεις αµέτοχοι. Αλλά αυτό προφανώς δεν σηµαίνει ότι δεν έχουν µέλλον. Η διαφθορά και η καταρράκωση του υπάρχοντος πολιτικού και κοινωνικού συστήµατος συνιστούν το Κακό, αλλά από την άλλη, όσο και να ακούγεται οξύµωρο, αυτό το Κακό µπορεί να αποτελέσει πάλι πηγή δηµιουργίας. Το γεγονός ότι κανένας από τους σηµερινούς πολιτικούς «ηγέτες» δεν µπορεί να εµπνεύσει και να δώσει ελπίδα δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό. ∆είχνει από µόνο του ανατροπή και αντικατάσταση. Ετσι, λέω, ανοίγονται προοπτικές για τους νέους, προοπτικές για δράση εξαιρετικές. Αρκεί να κλείσουν τα αφτιά τους σε εκείνους τους µεγαλωµένους αλλά καθόλου µυαλωµένους που εξακολουθούν να προβάλλουν ιδεολογήµατα µίζερης αλλαγής.

Κατά συνέπεια, το αληθινό πρόβληµα των νέων δεν είναι τόσο, πιστεύω, η οικονοµική δυσπραγία (για την οποία προφανώς δεν φταίνε σε τίποτε) όσο η ενδεχόµενη αδιαφορία τους να αναλάβουν δράση. Ασυµβίβαστα και επιθετικά. Πολλές φορές αυτή η δράση δεν µας αρέσει. Προτιµότερες, πάντως, οι «αµαρτίες» των νέων από τις «ενάρετες» διακηρύξεις κακόσχηµων πολιτικών. Τουλάχιστον οι νέοι δεν καταφεύγουν στη φτήνια του λαϊκισµού και της υποκρισίας. Ποιο είναι λοιπόν το µέλλον των νέων σήµερα; Πολύ απλό και καθαρό: να αλλάξουν το παρόν. Να δηµιουργήσουν το δικό τους µέλλον. Επιθετικά και ασυµβίβαστα. Με τις δικές τους ατοµικές και συλλογικές προσπάθειες. Με τα δικά τους δύσκολα αλλά ίσως σωτήρια κριτήρια. Ούτως ή άλλως, τα κριτήρια των µεγάλων αποδείχθηκαν ολέθρια.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ