Επιτέλους τέλος στην πολιτική συγκάλυψη, την αδιαφάνεια και την αγνωσία έναντι του βασικού ερωτήματος που καλείται να απαντήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η οικονομική πραγματικότητα μας έφερε αντιμέτωπους με τις στρεβλώσεις του μονεταριστικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος της Γερμανίας. Μέχρι τώρα η ΕΕ ήταν η εμπορική και τελωνειακή ένωση που μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική ένωση υπό τους κανόνες του ελεγχόμενου ελλείμματος και χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η νομισματική ένωση όπως εκφράσθηκε με το κοινό νόμισμα αφέθηκε στην καθοδήγηση της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με τον περιορισμό της διατήρησης του πληθωρισμού στα ελάχιστα επίπεδα. Στην πορεία ο στόχος του ελέγχου του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε και τα κράτη κατάφυγαν στον δανεισμό για να διατηρήσουν τον έλεγχο της δημιουργίας ελλειμμάτων. Έτσι εξέδιδαν ομόλογα με την άνεση που επέτρεπαν τα χαμηλά επιτόκια των τελευταίων δεκαετιών. Στο διάστημα αυτό οι κανόνες κοινής δημοσιονομικής συμπεριφοράς παρέμειναν σε δεύτερη μοίρα έναντι των εθνικών δημοσιονομικών επιλογών των κυριάρχων κυβερνήσεων. Από την άλλη οι κανόνες νομισματικής συμπεριφοράς παρέμειναν αυστηρά ενιαίοι και αντιπληθωριστικοί. Όταν η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική με την παρέμβαση των κρατών για τη χρηματοδότηση των ανοιγμάτων των τραπεζών, το ενδιαφέρον στράφηκε στις αγορές που κλήθηκαν να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς: την αγορά δανεισμού των κρατών, δηλαδή των ομολόγων. Ιδιαίτερα στα ομόλογα που προέρχονταν από τα κράτη που αντιμετώπιζαν κίνδυνο μη αποπληρωμής λόγω ανεπάρκειας αναπτυξιακών και παραγωγικών δυνατοτήτων. Η Ελλάδα – το πρώτο θύμα – όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία αντιμετώπισαν τις επιθέσεις των αγορών που εκδηλώθηκαν με υψηλά επιτόκια ανανέωσης δανεισμού ή ακόμα και άρνηση περαιτέρω χρηματοδότησης. Η απάντηση που αποφάσισε να δώσει η Γερμανία στα προβλήματα των εταίρων της ήταν με την σύναψη διακρατικών-διεταιρικών δανείων. Ουσιαστικά η διαχείριση του προβλήματος γίνεται έτσι δημοσιονομική και στηρίζεται στη φορολόγηση των πολιτών των ισχυρών κρατών της Ευρώπης που καλούνται να χρηματοδοτήσουν αυτά τα διεταιρικά δάνεια, αλλά και ισχυρά πολιτική καθώς ενισχύει την εξάρτηση των μη ισχυρών από τα ισχυρά κράτη (βλέπε Γερμανία). Από την άλλη στηρίζεται στη δημοσιονομική πειθαρχία των προβληματικών χωρών και τη φορολόγηση των πολιτών τους, παράλληλα με προγράμματα ταχείας προσαρμογής του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των οικονομιών τους. Ωστόσο ο εγκλωβισμός αυτών των οικονομιών σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων που παρήγαγε ο συνδυασμός της αυστηρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, του υψηλού κόστους δανεισμού των χωρών αυτών, αλλά και των ολιγοπωλιακών διαρθρώσεων των εγχωρίων τραπεζικών συστημάτων περιόρισαν σημαντικά τις δυνατότητες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην περίοδο των αναγκαίων αναδιαρθρώσεων. Το γεγονός αυτό δημιούργησε συνθήκες καθεστώτος ταυτόχρονων δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών. Την ίδια στιγμή απαξίωσε τα χαρτοφυλάκια και την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών που περιόρισαν ακόμα περισσότερο τις χρηματοδοτήσεις τους ενώ αύξησαν τα επιτόκια δανεισμού. Ο συνδυασμός δημιούργησε συνθήκες δυναμικής ύφεσης των οικονομιών, προβληματικότητα επιχειρήσεων και πτωχεύσεις, αλλά και ανεργία και απαξίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Η ρύθμιση της ελληνικής περίπτωσης μέσω «κουρέματος» άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και γενίκευσε την ανασφάλεια των αγορών σε σχέση με τα αδιέξοδα της εφαρμοζόμενης πολιτικής στην ΕΕ αλλά και πιθανολογούμενων παρόμοιων ρυθμίσεων χρεών που θα προκύψουν ενόψει μη ικανών ρυθμών ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών. Μπροστά σε μια γενικευμένη επίθεση των αγορών που εκφράζεται με ολοένα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού και της εγειρόμενης αδυναμίας των αδύναμων κρατών να αυτοχρηματοδοτηθούν (λόγω ελλειμμάτων και χαμηλών ή αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης) οι λύσεις που παρουσιάζονται είναι: (α) η συνέχιση της δημοσιονομικής διαχείρισης με περαιτέρω χρηματοδότηση αλλά και εξάρτηση από τους ισχυρούς (Γερμανία) των αδυνάτων με το φόβο της γενίκευσης και της εμβάθυνσης της κρίσης με άδηλες συνέπειες τόσο για τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες όσο και για το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ– παρά τα όποια μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω της αναδιάταξης και αυστηροποίησης των συνθηκών της ΕΕ και του νέου «συμφώνου σταθερότητας» που προωθείται, (β) η απόσχιση από το ευρώ των κρατών ώστε να καταφύγουν στην έκδοση εθνικού χρήματος για την αυτοχρηματοδότηση των αναγκών τους – που ισοδυναμεί με φτώχεια και εξαθλίωση αντίστοιχη με την μετακατοχική περίοδο (γ) η αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να αυξήσει την προσφορά χρήματος και να μειώσει το βασικό επιτόκιο στην ΕΕ ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση ευρωομολόγου χωρίς τον κίνδυνο της αύξησης του κόστους δανεισμού της ευρωζώνης. Η επιλογή ελάχιστου κινδύνου και μέγιστης αποτελεσματικότητας είναι σαφέστατα η τρίτη που σε συνδυασμό με αυστηρότερους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και πακέτα ενίσχυσης των αδύνατων οικονομιών μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη την ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό θα είναι αποδεκτή όσο και υποφερτή από τις αγορές μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους των υπερχρεωμένων κρατών με δεδομένη την χαμηλού κόστους ανακεφαλαίωση των προβληματικών τραπεζών. Επισημαίνεται ότι οι πληθωριστικοί κίνδυνοι είναι άνευ σημασίας λόγω της δεδομένης ύφεσης αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση πλήρως αντιμετωπίσιμοι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, αυτή η πρόταση που βασίζεται και ενισχύει την κοινοτική αλληλεγγύη όσο και τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ΕΕ μειώνει σημαντικά την εξάρτηση των αδύνατων χωρών από τους ισχυρούς και πιο συγκεκριμένα από τη Γερμανία. Το δίλημμα είναι πλέον σαφές. Εναπόκειται στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών να επιφέρουν το πολιτικό-οικονομικά και κοινωνικά σωστό αποτέλεσμα.

Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι Διδάκτωρ του Παν/μιου της Οξφόρδης, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου