Οι Ηνωµένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι εδώ. Οχι ακριβώς εδώ βέβαια. Θα χρειαστεί να γίνουν πολλά ακόµη – και κανείς δεν µπορεί να αποκλείσει το σενάριο της καταστροφής, τη διάλυση της ευρωζώνης και την αποτυχία του ευρώ.

Η οικονοµική αναγκαιότητα ωστόσο δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ηδη Γαλλία και Γερµανία έχουν αποδεχθεί επί της αρχής την ανάγκη ενός ενιαίου ουσιαστικά υπουργείου των Οικονοµικών για τον έλεγχο των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων και σιγά-σιγά θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα: αναγνώριση του δικαιώµατος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τυπώνει χρήµα, ευρωοµόλογο. Το ζήτηµα της πολιτικής ενοποίησης θα είναι ασφαλώς η επόµενη φάση. Και το ερώτηµα ξαναµπαίνει. Εµείς θέλουµε να είµαστε µέρος του – νέου – ευρωπαϊκού πειράµατος ή όχι;

Μέχρι στιγµής το ζήτηµα της συµµετοχής στο ευρώ και της επιστροφής στη δραχµή έχει τεθεί µε όρους καταστροφής. Πάγωµα καταθέσεων, υποτίµηση µισθών και αποταµιεύσεων, ελλείψεις βασικών εισαγόµενων προϊόντων. Αυτό ωστόσο είναι ένα µέρος µόνο της εικόνας.

Πολύ πιο ουσιαστικό είναι το ερώτηµα του µοντέλου ανάπτυξης που θέλουµε, το αν σε βάθος χρόνου δηλαδή συµφέρει την Ελλάδα να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή πειθαρχία ή αν προτιµά να µείνει έξω διεκδικώντας το όνειρο της αυτοδύναµης ανάπτυξης.

Η επιχειρηµατολογία για το δεύτερο είναι λίγο-πολύ γνωστή. Εξοπλισµένοι µε τη δραχµή µπορούµε – µε την υποτίµηση – να κάνουµε τα προϊόντα µας πιο ανταγωνιστικά, να καλύψουµε το έλλειµµα στις εισαγωγές και βέβαια να µειώσουµε την ανεργία. Και στη θεωρία τα πράγµατα µπορεί και να είναι έτσι. Με δύο µεγάλες παγίδες. Η πρώτη γνωστή, τη ζήσαµε στη δεκαετία του ’80 και δεν είναι άλλη από τον φαύλο κύκλο του πληθωρισµού. Αν δηλαδή η µείωση της αγοραστικής δύναµης λόγω της υποτίµησης αναπληρώνεται µε αυξήσεις µισθών τότε το µόνο που επιτυγχάνεται είναι η έκρηξη στις τιµές.

Η δεύτερη ωστόσο είναι πολύ πιο σηµαντική. Θεωρητικά σε µια οικονοµία µε αρκετό βάθος, η εγχώρια ζήτηση µπορεί και να δηµιουργήσει κεφάλαια για επενδύσεις αλλά και να στηρίξει έναν βιοµηχανικό τοµέα µε υψηλή παραγωγικότητα. Σε µια µικρή οικονοµία ωστόσο ούτε τα κεφάλαια θα υπάρχουν ούτε η αναγκαία παραγωγική βάση για κάτι τέτοιο. Θα είµαστε πάντα εξαρτηµένοι από τις εισαγωγές. Το µόνο µας πλεονέκτηµα λοιπόν θα είναι η χαµηλή αµοιβή της εργασίας. Και αν µεν δείξουµε την απαιτούµενη πειθαρχία στις αµοιβές, πραγµατοποιήσουµε και τις διαρθρωτικές αλλαγές για τις οποίες υπάρχουν τόσο µεγάλες αντιδράσεις και φτιάξουµε έναν παράδεισο για ξένους επενδυτές µπορεί πράγµατι στο µέλλον να γίνουµε µια ευρωπαϊκή τίγρη – κατά το παράδειγµα της Ταϊβάν και των άλλων ασιατικών οικονοµιών. Αν όχι, απλώς θα παγιδευτούµε σε µια οικονοµία µε χαµηλά µεροκάµατα.

Ανάλογη πειθαρχία βέβαια απαιτεί και η παραµονή µας στην ευρωζώνη. Με την κρίσιµη διαφορά όµως της πολύ µεγαλύτερης πρόσβασης σε κεφάλαια για επενδύσεις και της πολύ πιο εύκολης πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά. Μαζί θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η προστασία του νοµίσµατος σε περιόδους διεθνών κρίσεων, όπως σήµερα, καλή ώρα.

Εκτός και αν κάποιοι πιστεύουν ότι ανά τακτά χρονικά διαστήµατα θα χρεοκοπούµε και θα αρνιόµαστε να πληρώσουµε τους δανειστές µας, επαναστατικώ δικαίω. Αυτός θα ήταν ο τέταρτος δρόµος για τον σοσιαλισµό!