Μετά την παγκόσµια κρίση του 2008 και ως την κρίση Ελλάδας και Ιρλανδίας το 2010, η ευρωζώνη εθεωρείτο µια περιοχή αυξηµένης σταθερότητας µέσα στη διεθνή αναταραχή. Το τραπεζικό της σύστηµα ήταν πιο προσεκτικό και δεν έκανε τις τοξικές επενδύσεις όπως οι αγγλοσαξονικές τράπεζες. Τα χρέη της ήταν χαµηλότερα και τα ελλείµµατα πιο µικρά σε σύγκριση µε την Αγγλία και τις ΗΠΑ που αναγκάστηκαν να εγκρίνουν τεράστιες ενισχύσεις για να σώσουν τα χρεοκοπηµένα ιδρύµατα και τα µεγάλα εργοστάσια. Με εξαίρεση τα γεγονότα του ∆εκέµβρη 2008 στην Αθήνα, οι κοινωνικές διαµαρτυρίες στις χώρες της ευρωζώνης έµοιαζαν µε πικνίκ µπροστά στην οργή της αµερικανικής κοινής γνώµης για τη Γερουσία, τη χλεύη της βρετανικής προς το τραπεζικό σύστηµα και τις ταραχές στην Ισλανδία. Οσα νοµίσµατα είχαν µείνει εκτός ευρώ αναλογίζονταν πόσο καλύτερα θα ήταν αν το είχαν υιοθετήσει για να έχουν τη σιγουριά της µεγάλης οικογένειας. Ακόµη και το ελβετικό φράγκο υποτιµήθηκε έναντι του ευρώ, προεξοφλώντας µια εύκολη ανάκαµψη στην ευρωζώνη και µια δραµατική ύφεση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Πώς άραγε σε λιγότερο από δύο χρόνια φτάσαµε στη διεθνή αµφισβήτηση του ευρώ, τις απαξιωτικές διαλέξεις από υπουργούς των αναπτυσσόµενων χωρών (εσχάτως και της Τουρκίας) για την ανικανότητα της Ευρώπης και τα χαιρέκακα σενάρια για επικείµενη κατάρρευση του κοινού νοµίσµατος; Σίγουρα δεν αρκεί πλέον η αφελής δαιµονοποίηση της Ελλάδας για να δικαιολογήσει τις σηµερινές διαστάσεις της ευρωπαϊκής κρίσης ούτε και η θεωρία του σπινθήρα για να ερµηνεύσει τα αλυσιδωτά φαινόµενα επιθέσεων σε εθνικές οικονοµίες, όπως ένα καλώδιο δυναµίτη.

Η κρίση της ευρωζώνης έχει τρεις βαθύτερες αιτίες, από τις οποίες τα χρέη και τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα είναι (ή θα έπρεπε να είναι τώρα πια) οι µικρότερες ανησυχίες. Οι άλλες δύο είναι πιο σηµαντικές, έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα και θέλουν µεγάλες αποφάσεις και προσαρµογές για να αντιµετωπιστούν. Πρώτη, η εσωτερική ανισορροπία ανάµεσα στις βόρειες χώρες της ευρωζώνης που παράγουν, εξάγουν και συσσωρεύουν επενδύσεις και εµπορικά πλεονάσµατα από τη µία µεριά και στις νότιες από την άλλη µε τα µεγάλα εµπορικά ελλείµµατα, τις επενδύσεις κυρίως τουριστικού χαρακτήρα και την αδυναµία τους να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα για τις διεθνείς αγορές. Η πίεση και η αγωνία για την Ισπανία δεν παράγεται από τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα που ως πρόπερσι ήταν πλεονασµατικά, από το δηµόσιο χρέος που ακόµη και σήµερα είναι χαµηλότερο από τον µέσο όρο της ευρωζώνης. Προέρχεται από τη µεγάλη ανεργία που προκαλείται από την παραγωγική της αδυναµία και τροφοδοτεί φόβους και σενάρια ότι κάποια µέρα δεν θα αντέξει και θα τα βροντήξει από την ευρωζώνη. Για να αντιµετωπιστεί αυτό το πρόβληµα χρειάζονται νέα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα χρηµατοδοτήσουν επενδύσεις και ανάπτυξη στον Νότο. Η έκδοση κάποιου είδους ευρωοµολόγου ανάπτυξης µπορεί να είναι το πρώτο µεγάλο βήµα σε αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον η παραγωγική αναβάθµιση του «τεµπέλικου» Νότου θα βελτιώσει και τις πιο αγέρωχες οικονοµίες του Βορρά και έτσι συνολικά η ευρωζώνη θα µπορέσει να ξεκολλήσει από τα αναιµικά επίπεδα ανάπτυξης που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, η Αµερική επιδεικνύει πολύ ταχύτερη ανάκαµψη και αυτό εξηγεί και την αντιστροφή προτύπων που λέγαµε στην αρχή.

∆εύτερο µεγάλο πρόβληµα της ευρωζώνης είναι η εµµονή της να αντιµετωπίζει ένα συνολικό πρόβληµα, όπως η απειλή κατάρρευσης, µε πολιτικές που επιµερίζονται σε 17 κράτη, 17 κυβερνήσεις και 17 κοινωνίες. Θεσµικά αυτό µπορεί να αντιµετωπιστεί µε την επιτάχυνση της λεγόµενης Οικονοµικής ∆ιακυβέρνησης µε κεντρικούς υπουργούς Οικονοµικών για όλες τις χώρες, θα πάρει όµως πολλά χρόνια και καβγάδες για να υλοποιηθεί. Αν πάντως υπήρχε σήµερα µια τέτοια ∆ιακυβέρνηση, θα αντιµετώπιζε τη γενικευµένη επίθεση των αγορών µε τον µόνο τρόπο που υπάρχει διαθέσιµος βραχυχρόνια: την αύξηση της κυκλοφορίας του ευρώ όπως λέγεται οικονοµικά, το νοµισµατικό «µπαζούκας» όπως το αποκαλεί η πιάτσα των αγορών ή «περάστε από το εκτυπωτήριο» όπως θα γίνει τεχνικά. Ετσι ακριβώς έκανε τα δύο προηγούµενα χρόνια η Αµερική και σήµερα ο Οµπάµα παραδίδει µαθήµατα στη Μέρκελ και στον Σαρκοζί.

Αυτό το µέτρο µπορεί να γίνει και σήµερα από την ΕΚΤ, η οποία πρέπει να καταπιεί για λίγο την αντιπληθωριστική περηφάνια της ώσπου να περάσει η µεγάλη κρίση και να συµφωνηθεί από τις κυβερνήσεις του Βορρά που πρέπει να αναβάλουν τη δηµοσιονοµική παιδαγωγική για λίγο αργότερα. Το πρόβληµα βέβαια που θα έχει µια τέτοια λύση θα είναι ο κίνδυνος επανάληψής της, πράγµα που θα εξαερώσει την αξιοπιστία που απέκτησε η ευρωζώνη και την έκανε να ξεχωρίζει το 2008. Την κάλυψη αυτού του κινδύνου δηµοσιονοµικής υποτροπής και την αποφυγή µελλοντικών ανεύθυνων συµπεριφορών που θα µπορούσαν να τον προκαλέσουν θα αναλάβει η οικοδόµηση της διακυβέρνησης, µε όρους όµως διάσωσης όλης της ευρωζώνης και όχι µε νέους διαχωρισµούς. Το επόµενο διάστηµα θα κρίνει την έκβαση δύο ιστορικών στοιχηµάτων: το ένα που έβαζε συχνά ο µεγάλος ευρωπαϊστής Ζαν Μονέ, ότι η Ευρώπη κάνει το άλµα µόνο αν βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου, και το άλλο που έβαζε ο µεγάλος αντι-ευρωπαϊστής Μίλτον Φρίντµαν, ότι το ευρώ θα έχει ζωή το πολύ 15 χρόνια. Θα δείξει.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ