Το ότι οι κρίσεις φέρνουν αλλαγές είναι περίπου ταυτολογία, αλλιώς δεν θα ήσαν κρίσεις, σοβαρές διαταραχές δηλαδή της υπάρχουσας κατάστασης. Οι κρίσεις αποτελούν καταστάσεις ανισορροπίας µε «θετική ανάδραση»: οι διαταραχές που υφίσταται κάποια στοιχεία του συστήµατος δεν αποσβένονται από την αντίδραση άλλων στοιχείων ώστε να ξαναγυρίσει το όλον σε κατάσταση ισορροπίας αλλά µεγεθύνονται και τελικά οδηγούν είτε σε νέες καταστάσεις ισορροπίας είτε σε έκρηξη, διάλυση του συστήµατος.

Στη συγκεκριµένη περίπτωση, η κρίση που αντιµετωπίζουµε είναι δηµοσιονοµική, παρόµοια µε αυτή που αντιµετωπίζουν όλες οι χώρες της Ευρώπης, πλην ορισµένων (Γερµανία, Αυστρία, Ολλανδία, κτλ.). Το ότι στη δική µας περίπτωση έχουµε θετική ανάδραση που µεγεθύνει τα προβλήµατα είναι ολοφάνερο από τα απογοητευτικά δηµοσιονοµικά στοιχεία που εµφανίζονται κάθε τόσο, από την αύξηση της ανεργίας, από τις διαδοχικές αποφάσεις ΕΕ – ∆ΝΤ για να συµµαζέψουν την κατάσταση. Σε άλλες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) η κατάσταση ελέγχεται, για την ώρα: το πολιτικό σύστηµα (υποσύστηµα του όλου) αντέδρασε µε τρόπο κατάλληλο για να ελέγξει τις δηµοσιονοµικές διαταραχές, κάτι που δεν συνέβη στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Το αποτέλεσµα ήταν οι δύο χώρες να εξαναγκαστούν από την ΕΕ και το ∆ΝΤ να σχηµατίσουν κυβερνήσεις συνεργασίας, µε άλλα λόγια, η κρίση µεταφέρθηκε και στο πολιτικό σύστηµα.

Αντίθετα από ό,τι συµβαίνει στην οικονοµία, στο ελληνικό πολιτικό σύστηµα είχαµε ως τώρα «αρνητικές αναδράσεις», τέτοιες δηλαδή που να απορροφούν τις διαταραχές και να διατηρούν την υπάρχουσα ισορροπία: παρά τη µείζονα κοινωνική αναταραχή που ζούµε τα δύο τελευταία χρόνια, ο φόβος των εκλογών και απώλειας της εξουσίας για το ΠαΣΟΚ και, αντιστρόφως, η ελπίδα κατάληψής της για τη Ν∆, συσπείρωσαν τους βουλευτές και τους κοµµατικούς µηχανισµούς, οι απώλειες ήσαν µικρές και οι αλλαγές ελάχιστες. Στον βαθµό όπου τα δύο µεγάλα κόµµατα θα παραµείνουν ενιαία και αρκετά µεγάλα ώστε να µπορούν να διεκδικούν αυτοδύναµα την εξουσία, το πολιτικό σύστηµα θα επανέλθει στην προηγούµενη ισορροπία.

Οι δηµοσκοπήσεις όµως δεν δείχνουν ότι ΠΑΣΟΚ και Ν∆ είναι σε θέση να πετύχουν αυτοδυναµία – και τότε είναι που θα αλλάξει η ισορροπία, αν τα δύο κόµµατα υποχρεωθούν να συγκυβερνήσουν επί της ουσίας και όχι για µεταβατικό διάστηµα λίγων µηνών, όπως συµβαίνει τώρα, όπως είχε γίνει και το 1989. Αλλά δεν θα έχουµε να κάνουµε µε νέα, διαφορετικά κόµµατα, όπως δεν θα είναι διαφορετικά τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, που προβλέπεται να είναι τα υπάρχοντα: ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ, ∆ΗΜΑΡ. Ητοι, τα κόµµατα και το πολιτικό προσωπικό που είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση οδήγησαν στην κρίση και στη διατάραξη του συστήµατος θα κυριαρχούν ξανά στο πολιτικό τοπίο και τίποτε δεν δείχνει ότι θα αλλάξει η πολιτική τους πρακτική, η σχέση της πολιτικής και των πολιτικών µε τον «έξω κόσµο»: δεν διαπιστώνεται καµιά αυτοκριτική διάθεση, κανένας στοχασµός πάνω στο παρελθόν.

Για να υπάρξει αλλαγή της σχέσης του πολιτικού συστήµατος (και όχι απλώς αλλαγή ισορροπίας στο εσωτερικό του) µε την κοινωνία, το κράτος, την οικονοµία θα έπρεπε στο ΠΑΣΟΚ και στη Ν∆, οι νεότερες γενιές, οι σηµερινοί τριαντάρηδες και σαραντάρηδες να αναλάβουν πρωτοβουλίες: οι µεγάλες πολιτικές ανατροπές δεν ήρθαν ποτέ από ώριµους πολιτικούς που είχαν ήδη αναλώσει τη δηµιουργικότητά τους και τη φαντασία τους σε παιχνίδια εξουσίας. Ας θυµηθούµε τους Γκονζάλεθ, Μπλερ, Αθνάρ, τους Πράσινους της Γερµανίας. Κάτι τέτοιο δεν έχει διαφανεί ως τώρα.

Αλλά ούτε η επιβίωση κοµµάτων, πέραν των έξι που έχουν προαναφερθεί, ή η εµφάνιση νέων φαίνεται πιθανή. Οι κινήσεις πολιτικών που αγωνιούν επειδή βρίσκονται στο τέλος της καριέρας τους (ή και της ζωής τους) ή έντιµων πολιτών που αγωνιούν για την κατάσταση της χώρας δεν δείχνουν σηµάδια ζωτικότητας. Απουσιάζουν ξανά οι νέοι που θα δηµιουργούσαν ενθουσιασµό και πολιτική δυναµική. Ας µην ξεχνάµε πάντως και την ανάδειξη του Μπερλουσκόνι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πάνω στα ερείπια της διαλυµένης Χριστιανοδηµοκρατίας – καίτοι εδώ δεν υπάρχουν σηµάδια ότι κάποιο από τα µεγάλα κόµµατα πρόκειται να διαλυθεί για να επανασυσπειρωθεί σε ευρύτερο πλαίσιο από εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα.

Ολα τα παραπάνω στηρίζονται στην παραδοχή ότι το σύστηµα θα ξαναβρεθεί σε κατάσταση ισορροπίας – κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο αν η χώρα χρεοκοπήσει και υποχρεωθεί να επιστρέψει στη δραχµή, µε τις τροµερές οικονοµικές και κοινωνικές συνέπειες που συνεπάγεται αυτό. Η διάλυση του υπάρχοντος πολιτικού-κοµµατικού συστήµατος είναι πολύ πιθανή και τότε θα ανθήσουν λουλούδια που δεν τα έχουµε ξαναδεί – φυτά, για την ακρίβεια, όχι λουλούδια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις πνίγουν τον τόπο ακροδεξιά, εθνικιστικά, λαϊκιστικά ή ακροαριστερά αγριόχορτα.

Οσοι διαβάζουν και ξένες εφηµερίδες γνωρίζουν ότι η ελληνική πολιτική τάξη έχει γίνει ο περίγελος της Ευρώπης, όχι µόνο για τις συµπεριφορές της κατά την περίοδο της κρίσης αλλά και για τον τρόπο που έχει οργανώσει και διαχειριστεί το κράτος εδώ και πολλές δεκαετίες. Η µόνη ελπίδα αλλαγής αυτής της κατάστασης θα ήταν η «επανάσταση των νέων» στο εσωτερικό των µεγάλων κοµµάτων – αν η νέα γενιά πολιτικών δεν έχει ευνουχιστεί από την παλαιά. Αλλιώς, αυτό που έχουµε µπροστά µας είναι η αλλαγή ισορροπίας στο εσωτερικό του πολιτικού συστήµατος αλλά στο ίδιο πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης της χώρας – ή η καταστροφική έκρηξη µε απρόβλεπτες επιπτώσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ