Ιωάννα, γεια, μεγάλη η χάρη σου, έβαλα ξυπνητήρι στις 5, αχάραγα, για να τελειώσω το βιβλίο. Oχι για δουλειά, δεν είχα πρόθεση να γράψω. Hθελα να απολαύσω τις τελευταίες σελίδες στην πρωινή ησυχία. Μόλις είδα τον τίτλο, «Καιρός σκεφτικός», νόμισα ότι ήθελες να πεις «τον κακό μας τον καιρό» (κάπου υπάρχει η φράση στις σελίδες) αλλά τώρα που τελείωσα την ανάγνωση βλέπω ότι είναι περισσότερο σκεφτικός, παρά κακός.

Στριφογυρνάω το βιβλίο, πιάνω ξανά τις ιστορίες, στέκομαι στις παραγράφους που μου άρεσαν. Σου το έχω ξαναπεί, αν μου έδιναν μια τυχαία σελίδα από βιβλίο σου, θα αναγνώριζα το ύφος, αυτό τον προσωπικό τρόπο σύνταξης. Δεν είναι προφορικός λόγος στο χαρτί, είναι μια πολύ ιδιαίτερη παράταξη προτάσεων που δεν υπόκεινται στους κανόνες γραψίματος. Για να το πω αλλιώς, διαβάζεις Καρυστιάνη και είναι σαν να ακούς την κιθάρα του Django Reinhardt. Μεγάλη επιτυχία το προσωπικό ύφος.

Διηγήματα λοιπόν. Με αυτά ξεκίνησες πριν από 16 χρόνια, με τη συλλογή «Η κυρία Κατάκη». Στο ενδιάμεσο πέντε μυθιστορήματα, το ένα καλύτερο από το άλλο. Δεν μπορώ να διαλέξω το αγαπημένο μου, καθένα έχει τη στιγμή του. Είδα τις προάλλες στο σινεμά το «We Need to Talk About Kevin» και θυμήθηκα «Τα σακιά». Δεν ξέρω τι έχει απογίνει αυτή η μάνα και για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω να θυμάμαι το τέλος των βιβλίων. Οι ήρωες αυτονομούνται στο μυαλό μου, τους οδηγώ με τη δική μου φαντασία εκεί που εγώ νομίζω. Απαξ και κυκλοφορήσει ένα βιβλίο, το περιεχόμενο ανήκει στους αναγνώστες του. Εκτιμώ λοιπόν τα θέματα, τον προβληματισμό, την περιγραφή των συνθηκών όμως έχω μια τάση να παρεμβαίνω συν τω χρόνω στην υπόθεση. Νομίζω θα το κάνω και σε μερικά διηγήματα από το καινούργιο βιβλίο. Θα φτιάξω, κάποτε, μια καλύτερη τύχη για τον Μπάρδο, τον Αλβανό που πήγε να δουλέψει στο κυκλαδονήσι (η Τήνος πρέπει να είναι γιατί ταξιδεύει με το «Πηνελόπη» και γίνεται αναφορά σε ένα πλεχτό πανεράκι). Στη μνήμη μου το προκομμένο αυτό παιδί, με τα μελιά μάτια θα μετατραπεί σε «Εραστή της λαίδης Μαργέτη» – τη σκηνή στο σφεντάμι θα την αλλάξω.

Επανέρχεσαι στα ίδια θέματα. Η εκδίκηση, η συχώρεση. Το ανέπτυξες με το «Κουστούμι στο χώμα», τοποθετημένο στην Κρήτη, μέσα στις παραδόσεις του τόπου. Εκδίκηση κι εδώ «Στα μανταλάκια» το διήγημα της εξομολογημένης, τιμωρημένης απιστίας: «για κοπιάστε, ήγγικεν ώρα να ξεράσετε τα πεπραγμένα της ψωλής σας». Ωραία τα γράφεις. Ακόμη και τις λέξεις που με κάνουν να νιώθω άβολα όταν τις βλέπω στο χαρτί, στο κείμενό σου τις χαίρομαι. Βρίσκουν τη θέση τους. Δεν θα έλεγα ότι εξαγνίζονται αλλά αποδεικνύουν τη χρησιμότητά τους. Και πιο κάτω, όταν κοιτούν οι χήρες, γίνεται αλλαγή λεξιλογίου: «σαστίζουν μπρος στο απρόσμενο θέαμα, πιο πολύ λυπηρό και αξιοθρήνητο παρά σκανδαλιστικό, μια κακόμοιρη σουφρωμένη τσουτσού κι ένας παπαριασμένος λόγω ηλικίας ξεφούσκωτος πισινός». Δεν διαλέγω τις διατυπώσεις ως τις πιο «γαργαλιστικές» αλλά επειδή είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, να αποδοθεί η ανατομία όμορφα και ταυτόχρονα να ταιριάζει στον ήρωα και στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ένα αφήγημα. Οι ήρωές σου ταιριάζουν με τη γλώσσα που διαλέγεις.

Οι χαρακτήρες που περιγράφεις δεν είναι παρίες. Κάθονται στο σύνορο, με το ένα πόδι μέσα και το άλλο στο περιθώριο. Είναι όμως όλοι «ήρωες» επειδή αξίζει τον κόπο να μάθεις την ιστορία τους. Εχουν μια ιδιαιτερότητα. Ο διαζευγμένος που είναι κολλημένος με τη μπάλα και αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως σέντρες και οφσάιντ. Ο ψυχάκιας που νομίζει ότι η Ακρόπολη αναγέρθηκε για να εκτοξευτεί στο Διάστημα. Η υπερήλικη που κάνει μάτι τα μπράτσα του σουβλατζή. Το γκέι ζευγάρι εξηντάρηδων της Κινέττας (τι ωραία σκηνή αυτή με το δαχτυλίδι, μια πρόταση όλη κι όλη, δίνει απάντηση αγάπης σε όσους μέμφονται προσωπικές επιλογές). Η Σούλα που στήνει πάγκο στις λαϊκές και τα φέρνει βόλτα όλα μόνη της. Δεν είναι άνθρωποι βγαλμένοι από ιλουστρασιόν περιοδικά, δεν θα πήγαιναν ποτέ σε συνέδρια λογοτεχνίας, δεν οδηγούν παχύσαρκα τζιπ, δεν μετέχουν σε κέντρα λήψης αποφάσεων, δεν έχουν σκέψη και ζωή αγίων. Κανονικοί άνθρωποι που έχουν κάτι διαφορετικό. Οχι εξαιρετικό, απλά διαφορετικό και ενδιαφέρον.

Ιωάννα ευχαριστώ για το βιβλίο και για την αφιέρωση «Καλή δύναμη στα χοντρά ζόρια». Ξέρεις κάτι; Μέρος της απαραίτητης δύναμης τη βρίσκω στη λογοτεχνία. Να είσαι καλά.