Στη χώρα µας πολλοί κάνουν λόγο για την ανάγκη να υπάρξει συναίνεση των κοµµατικών και των πολιτικών δυνάµεων. Ωστόσο λίγοι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο µπορεί να πραγµατοποιηθεί και ακόµη λιγότεροι επιθυµούν να δροµολογηθεί µια τέτοια προοπτική. Οι µεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαιρέσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (Εθνικός ∆ιχασµός, Εµφύλιος, δικτατορία) προκάλεσαν – κατά πολλούς – αγεφύρωτα κοινωνικά ρήγµατα και έθεσαν τις προϋποθέσεις για τη δηµιουργία µιας συγκρουσιακής πολιτικής κουλτούρας, η ύπαρξη της οποίας θεωρείται ανυπέρβλητο εµπόδιο για την οικοδόµηση της συναίνεσης. Η συναίνεση ταιριάζει σε πολιτικο-ιδεολογικά «άνευρες» κοινωνίες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, υποστηρίζουν πολλοί, όχι όµως στα πολιτικο-κοµµατικά «ανήσυχα» περιβάλλοντα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

Ουδέν αναληθέστερον της πολιτικής µυθοπλασίας! Οπως συµβαίνει µε όλους τους αστικούς θρύλους, έτσι και µε τους πολιτικούς η κατασκευή τους χρησιµοποιεί στοιχεία της πραγµατικότητας όχι για να καταστήσει κατανοητές τις συναρτήσεις της αλλά για να τις συσκοτίσει και να αποτρέψει µια ενδεχόµενη µεταβολή της πραγµατικότητας αυτής. Με απλά λόγια: όσοι (κόµµατα, πολιτικοί, διανεµητικές συσπειρώσεις κ.λπ.) βολεύονται από την ύπαρξη ενός περιβάλλοντος συγκρουσιακής και ανταγωνιστικής διακυβέρνησης – τον περίφηµο δικοµµατισµό – καλλιεργούν τον µύθο της ασυµβατότητας της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα µε τις συναινετικές πρακτικές και τις τεχνικές πολιτικού συµβιβασµού που ισχύουν στα «διαπραγµατευτικά» και «συµφωνικά» συστήµατα διακυβέρνησης ευρωπαϊκών χωρών. Ας πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή: οι παραλλαγές της συναινετικής δηµοκρατίας που συναντώνται, π.χ., στην Αυστρία, στην Ολλανδία ή στην Ελβετία δεν οικοδοµήθηκαν εξαιτίας της απουσίας κοινωνικών σχάσεων στις χώρες αυτές. Αντιθέτως, ήταν η εκρηκτική δυναµική των ιδεολογικών, πολιτισµικών και κοµµατικών διαιρετικών τοµών που οδήγησε στην εφαρµογή συναινετικών πρακτικών. Καθοριστικό ρόλο στην υιοθέτηση τέτοιων πρακτικών διαδραµάτισαν οι πολιτικές ελίτ, οι οποίες, αντιλαµβανόµενες τους κινδύνους διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, συµφώνησαν στην εξοµάλυνση των διαφορών συνεργαζόµενες στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Στην Ολλανδία κάτι τέτοιο συνέβη µε τη Μεγάλη Ειρήνευση χριστιανών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων το 1917, στην Ελβετία µε τη «µαγική φόρµουλα» του 1959 που κλείδωσε τη διαρκή συµµετοχή στην κυβέρνηση των βασικών κοµµάτων της χώρας και στην Αυστρία µε τη µεταπολεµική «αναλογική δηµοκρατία», µε την οποία χριστιανοδηµοκράτες και σοσιαλιστές, είτε κυβερνώντας µαζί είτε όχι, διευθέτησαν τη δίκαιη κατανοµή των κρατικών προνοµίων, υπηρεσιών και εισοδηµάτων στον λαό. Η συνεργασία των ελίτ όχι µόνο απέβη προς όφελος των συµφερόντων τους αλλά συνέβαλε ώστε να κατευναστεί το εκρηκτικό δυναµικό που είχε σωρευθεί στη βάση της διαιρεµένης κοινωνίας και να αναδειχθεί σταδιακά µια «κουλτούρα της διευθέτησης» στη θέση εκείνης των κοινωνικο-πολιτισµικών και ιδεολογικο-πολιτικών σχάσεων.

Ερχόµενοι στα δικά µας, παρατηρούµε ότι στη διάρκεια της ύστερης Μεταπολίτευσης γίνεται συχνά λόγος για τα καλά της συναίνεσης, αν και – περιέργως – κανείς δεν θέλει να αξιοποιήσει τα καλά αυτά. Ακόµη και τα κόµµατα της Αριστεράς, τα οποία πρώτα απ’ όλα καταγγέλλουν τις ισχύουσες ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές πρακτικές τονίζοντας τις συνέπειες του δικοµµατισµού για τα συµφέροντα των αδύναµων κοινωνικών τάξεων, αποφεύγουν ή και απορρίπτουν τη δική τους συµµετοχή σε ένα συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης. Μάλιστα, όσο πιο πολύ τα κόµµατα και οι ηγεσίες τους προκρίνουν την πολιτική διαµαρτυρία ως µέσον πολιτικής δράσης, τόσο περισσότερο αποµακρύνεται η δυνατότητα δέσµευσής τους σε ένα συναινετικό πρότυπο.

Σε ένα τέτοιο πρότυπο άµεσα ή έµµεσα προσβλέπουν ωστόσο οι πολίτες, καθώς ένα ποσοστό που καταγράφεται ως πλειοψηφικό στις πρόσφατες έρευνες κοινής γνώµης προκρίνει τις κυβερνήσεις συνεργασίας από εκείνες της µονοκοµµατικής κυβέρνησης. Είναι εντυπωσιακό ότι σχεδόν το 1/3 των ψηφοφόρων των δύο µεγάλων κοµµάτων συντάσσεται µε την επιλογή της συναινετικής διακυβέρνησης, ενώ µόλις 1/5 των ψηφοφόρων συνολικά προτιµά µια µονοκοµµατική κυβέρνηση αν είχε τη δυνατότητα να επιλέξει µια οικουµενική κυβέρνηση ή µια κυβέρνηση συνασπισµού. Το επιχείρηµα ότι η κοινωνία δεν θέλει συναινέσεις και συνεπώς οι πολιτικές ελίτ δεν µπορούν να παραβιάσουν τη θέληση αυτή δεν ευσταθεί. Μάλλον το αντίθετο συµβαίνει, ότι δηλαδή, παρ’ ότι η κοινωνική βάση επιθυµεί τις συναινετικές διευθετήσεις, οι ελίτ συστηµατικά υπονοµεύουν τη θέληση αυτή. Κάτι τέτοιο φάνηκε περίτρανα το τελευταίο δεκαήµερο: πολίτες απηυδισµένοι από τις κοµµατικές ηγεσίες ζητούσαν επιτακτικά υπευθυνότητα και συναίνεση, ενώ οι τελευταίες σκηνοθετούσαν τη µεταξύ τους σύγκρουση φροντίζοντας για τη διασφάλιση των στρατηγικών οχυρών τους στην κοµµατική και στην κρατική µηχανή.

Η κοινωνική θέληση για συναίνεση και υπεύθυνη διακυβέρνηση είναι τόσο ισχυρή ώστε σε συνδυασµό µε τη χαµηλή αποτελεσµατικότητα και τον υπέρµετρο εγωισµό των κοµµατικών ηγεσιών είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπεί µια πορεία προς τη Μεγάλη Ειρήνευση, όσες µάχες χαρακωµάτων κι αν δώσει το ancient régime της Μεταπολίτευσης.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ