ΤΟ ΒΗΜΑ – PROJECT SYNDICATE
Την ώρα που η Ευρώπη αγωνίζεται να σώσει το ευρώ, υψώνονται όλο και δυνατότερες φωνές που διαμαρτύρονται ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν αδύναμη ηγεσία. Πολλοί θεωρούν ότι η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ απέτυχε να προωθήσει ένα όραμα για την Ευρώπη παρόμοιο με εκείνο του προκάτοχου και μέντορά της Χέλμουτ Κολ. Εχουν άραγε δίκιο;
Χωρίς όραμα είναι δύσκολο να ηγηθείς. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί με τα οράματα. Καμιά φορά οι ηγέτες νομίζουν ότι ένα όραμα μπορεί να λύσει τα περισσότερα προβλήματα, όμως το λάθος όραμα _ ή ένα υπερφιλόδοξο όραμα _ μπορεί να προκαλέσει ζημιά.
Μετά το σοκ των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Τζορτζ Μπους ανέπτυξε ένα φιλόδοξο όραμα. Σύμφωνα με τα λόγια ενός πρώην συμβούλου του, «τον προσέλκυαν οι Μεγάλες Ιδέες όπως το να φέρει τη Δημοκρατία στη Μέση Ανατολή, Μεγάλες Ιδέες που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την σύνεση του πατέρα του». Αποδείχτηκε ότι ο Μπους ο πρεσβύτερος είχε καλύτερη εξωτερική πολιτική.
Μερικοί επίδοξοι ηγέτες νομίζουν ότι πρέπει να διατυπώσουν ένα όραμα που θα εμπνεύσει δέος στους οπαδούς τους. Στην πράξη όμως, ένα επιτυχημένο όραμα πηγάζει από τις ανάγκες του συνόλου τις οποίες στη συνέχεια διατυπώνει και εκφράζει ο ηγέτης. Το όραμα που εξέφρασε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην ομιλία του «Εχω ένα όνειρο» («I have a dream»), για παράδειγμα, είχε βαθιές ρίζες όχι μόνο στις αμερικανικές αξίες περί ισότητας και μη αποκλεισμού αλλά και στις αφροαμερικανικές εμπειρίες.
Το πόσο τολμηρό είναι ένα όραμα εξαρτάται από το είδος της ηγεσίας. Οι ηγέτες κοινωνικών κινημάτων μπορούν να παρουσιάσουν μεγαλύτερα οράματα απ’ όσο οι δημόσιοι λειτουργοί. Ο ηγέτης ενός κινήματος μπορεί να προωθήσει ένα όραμα που βρίσκεται χιλιόμετρα μπροστά από τους οπαδούς του ενώ ένας πρωθυπουργός με ποικίλους στόχους και ευθύνες πρέπει να διατηρεί συνεχόμενο διάλογο με το κοινό το οποίο τον εμποδίζει από το να ξεφύγει πολύ μπροστά από τους πολίτες. Αφού ο Αλ Γκορ έχασε τις προεδρικές εκλογές το 2000, έγινε ο ηγέτης ενός κοινωνικού κινήματος για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και το στυλ του άλλαξε από πραγματιστικό σε εμψυχωτικό και προφητικό.
Οι αναλυτές κρίνουν το όραμα ενός πολιτικού ηγέτη ανάλογα με το αν ισορροπεί μεταξύ ρεαλισμού και ρίσκου, στόχων και δυνατοτήτων. Οποιοσδήποτε μπορεί να διατυπώσει ένα ευχολόγιο, όμως τα αποτελεσματικά οράματα συνδυάζουν την έμπνευση με το εφικτό.
Οι επικριτές του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Τόνι Μπλερ, για παράδειγμα, παραδέχονται ότι η ικανότητά του να διατυπώνει ένα όραμα ήταν ανάμεσα στα δυνατά του σημεία ως ηγέτη αλλά τον επικρίνουν ότι δεν πρόσεχε τις λεπτομέρειες. Ομοίως, δυο αμερικανοί πρόεδροι του 20ού αιώνα, ο Γούντροου Γουίλσον και ο Τζορτζ Μπους, ήταν καλοί στο να διατυπώνουν ένα φιλόδοξο όραμα εξωτερικής πολιτικής αλλά όχι και στο να το τελειοποιούν και να το αναδιαμορφώνουν όταν συναντούσε δυσκολίες στην εφαρμογή του. Αμφότεροι προώθησαν την δημοκρατία με τέτοιον τρόπο που προκάλεσαν κύμα αντιδράσεων κατά της προώθησης της δημοκρατίας.
Η σύνεση βεβαίως δεν αρκεί. Αλλά χωρίς κάποια δόση σύνεσης, τα οράματα μετατρέπονται από μεγάλα σε μεγαλεπήβολα και υπονομεύουν τις αξίες που προσπαθούν να προωθήσουν.
Σαν τον Φράνκλιν Ρούζβελτ που ενήργησε πολύ προσεκτικά στην προσπάθειά του να πείσει την αμερικανική κοινή γνώμη να εγκαταλείψει τον απομονωτισμό της δεκαετίας του ’30, η Μέρκελ ενήργησε προσεκτικά για να σώσει το ευρώ. Αντιμετώπισε αντιδράσεις από τους Γερμανούς για την διάσωση της ελληνικής οικονομίας. Ο γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός διχάστηκε για το ζήτημα και το κόμμα της έχασε τις περιφερειακές εκλογές. Αν είχε ενεργήσει με περισσότερη τόλμη, μπορεί να είχε χάσει ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη, αλλά τα βήματα με τα οποία συμφώνησε δεν καθησύχασαν τις αγορές.
Στα τέλη Οκτωβρίου, διατύπωσε τελικά ένα όραμα για το μέλλον της Ευρώπης που έπεισε την Μπούντεσταγκ να συμφωνήσει σε ένα πακέτο μέτρων για την διάσωση του ευρώ. Το αν καθυστέρησε υπερβολικά _ και αν το όραμά της θα αποδειχθεί πειστικό _ θα φανεί τους επόμενους μήνες.