Πόσος κοινός νους έχει αποµείνει στο πολιτικό µας σύστηµα; Η υγιής αντίδραση ενός κρίσιµου αριθµού υπουργών και κυβερνητικών βουλευτών στην ολέθρια πρόθεση του πρωθυπουργού να φέρει σε δηµοψήφισµα το ερώτηµα της εξόδου της χώρας από το ευρώ δηµιούργησε την εντύπωση ότι ο κοινός νους δεν έχει ολότελα χαθεί από την ελληνική πολιτική. Αλλά οι κατοπινές εξελίξεις δείχνουν ότι επρόκειτο για µια πρόσκαιρη αναλαµπή. Την επόµενη µέρα βρεθήκαµε µπροστά στην κωµικοτραγική αντίφαση να ζητείται ψήφος εµπιστοσύνης σε µια κυβέρνηση προκειµένου αυτή να παραιτηθεί.

Οι κοινοβουλευτικοί άνδρες µας (σε πολύ µεγαλύτερο ποσοστό από τις κοινοβουλευτικές γυναίκες µας) παριστάνουν ότι αγνοούν το στοιχειώδες: Ψήφος εµπιστοσύνης σε κυβέρνηση δίδεται προκειµένου να κυβερνήσει. Αυτός είναι ο µόνος και αποκλειστικός λόγος της ψήφου εµπιστοσύνης. Καµιά προϋπόθεση δεν µπορεί να τεθεί. Κανένας όρος δεν είναι συνταγµατικά ανεκτός.

Βέβαια, θα πει κάποιος, όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά κοινοβουλευτικός φορµαλισµός. Οι πολιτικές πράξεις λαµβάνουν περιεχόµενα πέρα από το πλαίσιο της εκδήλωσής τους και αυτό είναι συστατικός προσδιορισµός τους. Πράγµατι. Οι πολιτικές πράξεις δίνουν και οφείλουν να δίνουν περιεχόµενο στις πολιτικές διαδικασίες. Για να το κάνουν, οφείλουν να είναι συµβατές µε τους θεσµούς. ∆ιαφορετικά συνιστούν εκτροπή των θεσµών. Και, για να έρθουµε ξανά στο προκείµενο, η πολιτειακή στρέβλωση την οποία υποστήκαµε το βράδυ της περασµένης Παρασκευής είναι ακριβώς αποτέλεσµα της εγγενούς αδυναµίας του πολιτικού συστήµατος να παράγει πολιτική. ∆ιότι, προφανώς, δεν θα φτάναµε στο σηµείο αυτό αν η άρχουσα πολιτική τάξη δεν επέµενε να επαναλαµβάνει, εντός και εκτός Βουλής, πρακτικές που ακυρώνουν την ουσία της πολιτικής.

Οι πολιτικές πράξεις στη δηµοκρατία προϋποθέτουν ένα υπόβαθρο δηµοσίων δεσµεύσεων. Οι δηµόσιες δεσµεύσεις συνιστούν τη βάση της επιτέλεσης των πολιτικών πράξεων και την αφετηρία της κρίσης τους. Αυτό το υπόβαθρο των δηµοσίων δεσµεύσεων έχει πλήρως καταρρεύσει στη σηµερινή Ελλάδα. Η κατάρρευση δεν συµπαρασύρει µόνο την εµπιστοσύνη αλλά και το ίδιο το νόηµα της πολιτικής. Η πολιτική µεταλλάχθηκε σε ένα πεδίο εκβιασµών. Φτάσαµε στο σηµείο να ακούσουµε ότι ο πρωθυπουργός εµφανίστηκε να εκβιάσει το εκλογικό σώµα του θνησιγενούς δηµοψηφίσµατος, λαµβάνοντάς το ως όµηρο, προκειµένου να εκβιάσει τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης ώστε αυτός να ενδώσει σε µια πολιτική παραδοχή – και χρειάστηκε ενδιάµεσα να πέσει θύµα εκβιασµού παραγόντων εξωτερικών προς τη χώρα τους οποίους προηγουµένως, αναιρώντας τις ρητές δεσµεύσεις του, επιχείρησε να εκβιάσει (αλλά εκείνοι τον πλήρωσαν µε το ίδιο νόµισµα, ή µάλλον µε την απειλή ενός κάλπικου νοµίσµατος). Μέσω των απροκάλυπτων εκβιασµών η πολιτική στην Ελλάδα καθίσταται ένα πεδίο βίας. Η βία µεταξύ των πολιτικών που ερίζουν για τα µερίδια της εξουσίας έχει και την άλλη όψη της, που γνωρίσαµε ήδη καλά: την κοινωνική βία, που πλέον εκδηλώνεται αµφίδροµα. Οι πολιτικοί ιθύνοντες επιστρέφουν πλέον στην κοινωνία πολλαπλασιασµένο το µίσος που εκείνη εκδηλώνει έναντί τους. Η αίσθηση του ρόλου τους έχει αλλοιωθεί. Και µόνο η άγνοια µε την οποία εµφανίζονται να επιδιώκουν «κυβέρνηση εθνικής ευθύνης» είναι ενδεικτική: στο µυαλό τους η «εθνική ευθύνη» έχει πάψει να αποτελεί αυτονόητο και ουσιώδη προσδιορισµό κάθε ελληνικής κυβέρνησης. Ορισµένοι φαίνεται πως θα ήθελαν να χρεώσουν την πολιτική ευθύνη της δικής τους διακυβέρνησης αφενός σε εξωτερικούς παράγοντες και αφετέρου στον λαό που τους εξέλεξε, διατηρώντας οι ίδιοι τους θώκους τους προς εκπλήρωση κάποιου οικογενειακού ή προσωπικού πεπρωµένου.

Σ’ αυτό το θανατηφόρο παιχνίδι οι µνηστήρες της εξουσίας δεν είναι καθόλου αµέτοχοι. Αθέλητα, ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης οµολόγησε ότι χρειαζόταν έναν εκβιασµό για προσχωρήσει στην αποδοχή της περιλάλητης δανειακής σύµβασης. ∆ιότι, βέβαια, το γεγονός ότι την είχε ήδη χαρακτηρίσει «αναπόφευκτη» δεν συνιστούσε κανενός είδους πολιτική προσχώρηση, όταν µάλιστα ο ίδιος, ερµηνεύοντας τον εαυτό του, όρισε το «αναπόφευκτο» ως «αυτό που δεν έχει νόηµα να συµφωνείς ή να διαφωνείς». Πράγµατι, προς έκπληξη της Ευρώπης και του υπόλοιπου πολιτισµένου κόσµου, στην Ελλάδα έχουµε χάσει το νόηµα της πολιτικής. Και από τους ανθρώπους που παρά ταύτα παριστάνουν ότι την ασκούν περιµένουµε να συνεννοηθούν αλληλοεκβιαζόµενοι και να σχηµατίσουν κυβέρνηση «εθνικής ευθύνης».

Η µόνη καθαρή λύση το βράδυ της περασµένης Παρασκευής ήταν η καταψήφιση της κυβέρνησης. Αρση της εµπιστοσύνης, εφόσον ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας ασκεί τα καθήκοντά του, οδηγεί σε διερευνητικές εντολές. ∆ηλαδή, υποχρεώνει έµπρακτα τους πολιτικούς αρχηγούς να αναζητήσουν λύση, αντί να τους αφήνει στην ευχέρεια δεσµεύσεων που κατά συρροή απέδειξαν ότι δεν ικανοί να αναλάβουν. Από την άποψη αυτή, η «εµπιστοσύνη» που µεταφράζεται ως πίστη σε σαθρές υποσχέσεις, δηλαδή σε υποσχέσεις χωρίς έγκυρο υπόβαθρο δέσµευσης, αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση υπεκφυγή από την ευθύνη που κάθε µέλος του κοινοβουλίου οφείλει να επωµίζεται. Την επόµενη µέρα θα τεθούν ξανά ζητήµατα ερµηνείας λόγων και προθέσεων και ποικίλες ευκαιρίες επίκλησης της δήθεν µεταβολής των συνθηκών ώστε να υπηρετηθεί ο αυτοσκοπός της εξουσίας. Η ουσία θα χαθεί σε αποχρώσεις ερµηνειών, προφάσεις και ποικίλους αξιοθρήνητους ελιγµούς. Ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα δώσει πλουσιοπάροχα τις σχετικές ευκαιρίες στον πολιτικό του αντίπαλο.

Στο παιχνίδι αυτό εις βάρος της χώρας οι ηγέτες των κοµµάτων εξουσίας είναι υπερβολικά εθισµένοι. Είναι το µόνο που ξέρουν να παίζουν καλά. Ακόµα και τη στιγµή που επίκειται η καταστροφή, τροφοδοτούν µε ισχυρά επιχειρήµατα όσους κρίνουν ότι είναι πλέον λιγότερο επιζήµιο για τους ίδιους να αφήσουν τη χώρα στην καταστροφή. Λένε για τις κατσαρίδες ότι είναι οι µόνες που επιζούν σε µια πυρηνική καταστροφή. Με τη διαφορά ότι οι κατσαρίδες δεν την προκαλούν.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ